Απεργιακή αφλογιστία του εργατικού κινήματος;

Απεργιακή αφλογιστία του εργατικού κινήματος;

  • |

Ανέστης Ταρπάγκος

Στη διάρκεια της διετούς διακυβέρνησης του μνημονιακά μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ (Ιανουάριος 2015 – Δεκέμβριος 2016), η πρώτη φορά που τέθηκε σοβαρό ζήτημα αντιπαράθεσης μεταξύ εργατικού κινήματος και κυβερνητικής πολιτικής ήταν το πρώτο εξάμηνο του 2016 με την προετοιμασία και ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων – πυλώνων του τρίτου μνημονίου.

Μ’ αυτές τις ρυθ­μί­σεις που τε­λι­κά επι­κυ­ρώ­θη­καν κοι­νο­βου­λευ­τι­κά τον πε­ρα­σμέ­νο Μάιο, επέρ­χο­νταν ου­σια­στι­κές με­ταλ­λά­ξεις στην κοι­νω­νι­κή ασφά­λι­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων, στην φο­ρο­λό­γη­ση των μι­κρο­α­στι­κών στρω­μά­των, και στην δη­μο­σιο­νο­μι­κή δια­χεί­ρι­ση. Εντού­τοις, η αντι­πα­λό­τη­τα που προ­βλή­θη­κε σε κι­νη­μα­τι­κό επί­πε­δο πε­ριο­ρί­στη­κε σε δύο μόνον κα­τη­γο­ρί­ες των ελευ­θέ­ρων επαγ­γελ­μα­τιών (αγρό­τες και δι­κη­γό­ροι), ενώ το κύριο σώμα του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού, όχι μόνον δεν αντέ­δρα­σε ενερ­γά, αλλά οδη­γή­θη­κε και σε έναν τρα­γέ­λα­φο. Μετά από πο­λύ­μη­νη αδρά­νεια, κα­τέ­λη­ξε σε μια 48ωρη απερ­για­κή πα­νελ­λα­δι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση, και μά­λι­στα σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο, χωρίς καμία απο­λύ­τως απερ­για­κή συμ­με­το­χή και πα­ρέμ­βα­ση και ως εκ τού­του απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα.

Μια επι­κίν­δυ­νη ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων

Και οι τρεις πόλοι του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος (ερ­γο­δο­τι­κός συν­δι­κα­λι­σμός, ΠΑΜΕ και ρι­ζο­σπα­στι­κό ρεύμα), στά­θη­καν ανε­παρ­κείς να τρο­φο­δο­τή­σουν μια στοι­χειω­δώς αξιο­πρε­πή απερ­για­κή απά­ντη­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων : Επρό­κει­το για μια μάχη η οποία όχι απλώς δεν χά­θη­κε, αλλά πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο που κατά κα­νέ­ναν τρόπο δεν δό­θη­κε. Έτσι, ανα­πτύ­χθη­κε στην συ­νέ­χεια το κα­λο­καί­ρι του 2016 η φι­λο­λο­γία περί του «νέου κύ­μα­τος» ερ­γα­τι­κών κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων που θα πραγ­μα­το­ποιού­νταν το φθι­νό­πω­ρο, με αφορ­μή την δεύ­τε­ρη αξιο­λό­γη­ση και τα ερ­γα­σια­κά, με τον βα­ρύ­γδου­πο μά­λι­στα προσ­διο­ρι­σμό ότι «θα γίνει της Γαλ­λί­ας». Φτά­σα­με λοι­πόν σ’ αυτή τη δεύ­τε­ρη συ­γκυ­ρία «αντι­πα­ρά­θε­σης», όπου για μια δεύ­τε­ρη φορά ανα­δει­κνύ­ε­ται πε­ρί­τρα­να η ολο­κλη­ρω­τι­κή απερ­για­κή αφλο­γι­στία του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού. Η αντί­δρα­ση της ΑΔΕΔΥ με την πα­νελ­λα­δι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση της 24ης Νο­εμ­βρί­ου κι­νή­θη­κε σχε­δόν σε μη­δε­νι­κά επί­πε­δα, με την συμ­με­το­χή να φτά­νει στο 1% – 2% των ερ­γα­ζο­μέ­νων στο δη­μό­σιο. Στις με­γά­λες δη­μό­σιες υπη­ρε­σί­ες όπως τα νο­σο­κο­μεία, η εκ­παί­δευ­ση, η το­πι­κή αυ­το­διοί­κη­ση κλπ. το απο­τέ­λε­σμα της απερ­γί­ας ήταν ανε­παί­σθη­το.

Κατά έναν πα­νο­μοιό­τυ­πο τρόπο και η πα­νερ­γα­τι­κή απερ­γία της ΓΣΕΕ με την ΑΔΕΔΥ της 8ης Δε­κεμ­βρί­ου δεν είχε κα­νέ­να απο­τέ­λε­σμα, εφό­σον η απερ­για­κή συμ­με­το­χή, κι­νή­θη­κε σε εξί­σου χα­μη­λά επί­πε­δα, και οι βιο­μη­χα­νί­ες, το εμπό­ριο και οι υπη­ρε­σί­ες λει­τούρ­γη­σαν χωρίς κα­νέ­να κώ­λυ­μα. Αυτή η κα­τά­στα­ση κα­τα­δει­κνύ­ει πλέον ότι το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα , και μά­λι­στα και στις τρεις εκ­φάν­σεις του, βρί­σκε­ται κυ­ριο­λε­κτι­κά στο ναδίρ, και η χει­ρό­τε­ρη υπη­ρε­σία που θα μπο­ρού­σε να προ­σφέ­ρει κά­ποιος θα ήταν να επι­χει­ρεί να απο­κρύ­ψει αυτή την αλή­θεια, που πε­ρι­φέ­ρε­ται γυμνή στους δρό­μους. Η ανα­γνώ­ρι­ση αυτής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας είναι η ανα­γκαία προ­ϋ­πό­θε­ση για οποια­δή­πο­τε επί­λυ­ση του προ­βλή­μα­τος. Απε­να­ντί­ας εκεί­νο που συμ­βαί­νει είναι η συ­νή­θης δια­δι­κα­σία δια­στρέ­βλω­σης, που θέλει να μιλά για δε­κά­δες χι­λιά­δες απερ­γούς στους δρό­μους, για μαρ­σά­ρι­σμα των μη­χα­νών του κι­νή­μα­τος, ή απο­δί­δει ο ένας στον άλλο την ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα του κι­νή­μα­τος. Μ’ αυτή τη στάση της από­κρυ­ψης της αλή­θειας του κι­νή­μα­τος, εκεί­νο που τε­λι­κά επέρ­χε­ται είναι η ακόμη με­γα­λύ­τε­ρη πα­ρα­φθο­ρά του.

Απαι­τεί­ται έτσι πρω­τί­στως και αφού τεθεί επί τά­πη­τος σε όλο της το με­γα­λείο η τα­ξι­κή αφλο­γι­στία του κι­νή­μα­τος, να επι­χει­ρη­θεί ο εντο­πι­σμός των αι­τί­ων αυτής της υφε­σια­κής του πο­ρεί­ας. Χωρίς αυτό, δεν μπο­ρούν να υπο­δει­χθούν τρό­ποι υπέρ­βα­σης αυτής της κα­τά­στα­σης και ανα­συ­γκρό­τη­σης των πραγ­μά­των. Εάν πραγ­μα­τι­κά ανα­δει­κνύ­ο­νταν μια αγω­νι­στι­κή διά­θε­ση (και όχι απλώς θυμός ή αγα­νά­κτη­ση) σε τμή­μα­τα του κό­σμου της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, τότε θα δρο­μο­λο­γού­νταν εξε­λί­ξεις, άσχε­τα από το αν η ΓΣΕΕ είναι ερ­γο­δο­τι­κή, αν το ΠΑΜΕ είναι πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νο, ή το ΜΕΤΑ και οι Συ­σπει­ρώ­σεις δεν έχουν πα­ρου­σία στον ιδιω­τι­κό τομέα της οι­κο­νο­μί­ας, αλλά μόνον στον δη­μό­σιο. Ποιοι είναι οι όροι άρα που η δυ­σφο­ρία και η δυ­σα­να­σχέ­τη­ση μπο­ρούν να με­τα­σχη­μα­τι­στούν σε αγω­νι­στι­κές τα­ξι­κές πρα­κτι­κές ;

Ο λαϊ­κός κό­σμος των «από κάτω», σ’ αυτή την τε­λευ­ταία εξα­ε­τία των αλ­λε­πάλ­λη­λων μνη­μο­νί­ων και της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης, έχει υπο­στεί συ­νο­λι­κά μια πα­ρα­φθο­ρά σε όλα τα επί­πε­δα (μι­σθο­λο­γι­κό, απα­σχό­λη­σης, δι­καιω­μά­των κλπ.), και κα­νέ­να τμήμα της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας δεν έχει ξε­φύ­γει από τον Λε­βιά­θαν του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού. Εντού­τοις, εξ αι­τί­ας αυτών των κα­τα­στρε­πτι­κών συ­νε­πειών έχει ανα­δει­χθεί αντι­κει­με­νι­κά ένας ορι­σμέ­νος δια­χω­ρι­σμός ανά­με­σα σε τρεις κοι­νω­νι­κές κα­τη­γο­ρί­ες, οι οποί­ες βρί­σκο­νται σε μία ορι­σμέ­νη δια­βάθ­μι­ση με­τα­ξύ τους, και η οποία αντι­προ­σω­πεύ­ει έναν από τους βα­σι­κό­τε­ρους λό­γους που γεν­νούν την αδρά­νεια και ανα­πα­ρά­γουν τη στα­σι­μό­τη­τα του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού. Πρό­κει­ται για τους ερ­γα­ζό­με­νους στον δη­μό­σιο τομέα της οι­κο­νο­μί­ας, για την ενερ­γό ερ­γα­τι­κή τάξη της ιδιω­τι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής και για τον κόσμο των ανέρ­γων και συ­ντα­ξιού­χων.

Τρεις δια­φο­ρε­τι­κές κοι­νω­νι­κές κα­τα­στά­σεις των ερ­γα­ζο­μέ­νων

Α) Ο μι­σθω­τός κό­σμος των δη­μο­σί­ων υπαλ­λή­λων που αντι­προ­σω­πεύ­ει περί το ένα – πέμ­πτο του ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού, έχει υπο­στεί τις γε­νι­κές μι­σθο­λο­γι­κές μειώ­σεις, την επι­δεί­νω­ση της λει­τουρ­γί­ας των δη­μό­σιων υπη­ρε­σιών (υπερ­φόρ­τω­ση απα­σχό­λη­σης υγειο­νο­μι­κού προ­σω­πι­κού στα δη­μό­σια νο­σο­κο­μεία, αύ­ξη­ση του αριθ­μού των μα­θη­τών στις αί­θου­σες της μέσης εκ­παί­δευ­σης κλπ.), εντού­τοις όμως συ­νε­χί­ζει να δια­τη­ρεί το πλε­ο­νέ­κτη­μα της στα­θε­ρής και μό­νι­μης ερ­γα­σί­ας, καθώς και την απρό­σκο­πτη λει­τουρ­γία των συν­δι­κα­λι­στι­κών ελευ­θε­ριών. Όταν λοι­πόν πέρα από τις πύλες του δη­μό­σιου τομέα κυ­ριαρ­χεί η κα­θο­λι­κή κοι­νω­νι­κή κα­τα­στρο­φή, ο δη­μο­σιο­ϋ­παλ­λη­λι­κός κό­σμος έχο­ντας επί­γνω­ση της ιδιαί­τε­ρης προ­στα­τευ­μέ­νης κοι­νω­νι­κής του κα­τά­στα­σης, κυ­ριαρ­χεί­ται από μια τάση κι­νη­μα­τι­κής αδρα­νο­ποί­η­σης. Άλ­λω­στε, οι μα­ζι­κές απο­λύ­σεις δη­μο­σί­ων υπαλ­λή­λων που είχαν αρ­χί­σει με τη μνη­μο­νια­κή κυ­βέρ­νη­ση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ (ΕΡΤ, κα­θη­γη­τές τε­χνι­κής εκ­παί­δευ­σης κ.ά.), ακυ­ρώ­θη­καν στην πρώτη φάση της δια­κυ­βέρ­νη­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, έτσι ώστε δια­μορ­φώ­θη­κε, προς ώρας του­λά­χι­στον, ένα κα­θε­στώς ασφά­λειας (απα­σχό­λη­σης και συν­δι­κα­λι­στι­κών ελευ­θε­ριών), που συ­γκρι­νό­με­νη με την «κό­λα­ση» του ιδιω­τι­κού τομέα της οι­κο­νο­μί­ας, δη­μιουρ­γεί αυτή την απερ­για­κή απρο­θυ­μία, με τα σχε­δόν μη­δε­νι­κά πο­σο­στά απερ­για­κής συμ­με­το­χής. Ο κό­σμος των δη­μο­σί­ων υπαλ­λή­λων μπο­ρεί να κι­νη­το­ποι­η­θεί (λόγω συν­δι­κα­λι­στι­κών δι­καιω­μά­των και μο­νι­μό­τη­τας), αλλά δεν βλέ­πει το λόγο γιατί να το κάνει, σε σύ­γκρι­ση με την εξα­θλιω­μέ­νη κα­τά­στα­ση των υπο­λοί­πων. Άλ­λω­στε τα απο­τε­λέ­σμα­τα του πρό­σφα­του Συ­νε­δρί­ου της ΑΔΕΔΥ επι­βε­βαιώ­νουν πε­ρί­τρα­να αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, στο βαθμό που οι μνη­μο­νια­κές δυ­νά­μεις (ΔΑΚΕ + ΠΑΣΚΕ + ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ) κα­τέ­κτη­σαν την από­λυ­τη πλειο­ψη­φία του 56%, ενώ το μπλοκ των δυ­νά­με­ων της Αρι­στε­ράς (ΠΑΜΕ + ΠΑ­ΡΕΜ­ΒΑ­ΣΕΙΣ + ΜΕΤΑ) πε­ριο­ρί­στη­καν στη μειο­ψη­φία του 38%.

Β) Ο ενερ­γός ερ­γα­ζό­με­νος κό­σμος της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής (βιο­μη­χα­νία, εμπό­ριο, υπη­ρε­σί­ες), που είναι σή­με­ρα πε­ρί­που το μισό του συ­νο­λι­κού ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού, βιώ­νει τις μνη­μο­νια­κές συ­νέ­πειες και τα απο­τε­λέ­σμα­τα της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου, κατά τον πλέον βίαιο τρόπο. Συ­στη­μα­τι­κή πα­ρα­βί­α­ση του ωρα­ρί­ου απα­σχό­λη­σης προς τα πάνω και προς τα κάτω, όπως εξί­σου και συμ­βά­σεις προ­σω­ρι­νής απα­σχό­λη­σης και πε­ριο­ρι­σμέ­νης διάρ­κειας. Ισχυ­ρή τα­πεί­νω­ση των μι­σθών και ημε­ρο­μι­σθί­ων, που σε συν­δυα­σμό με την κα­τάρ­γη­ση της ισχύ­ος των κλα­δι­κών συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων, και την  μεί­ω­ση του κα­τώ­τα­του μι­σθού, τεί­νουν να συ­να­θροι­στούν στα κα­τώ­τα­τα επί­πε­δα των 500 ευρώ κα­θα­ρά, ανε­ξαρ­τή­τως ει­δι­κό­τη­τας, γνώ­σης και εμπει­ρί­ας. Βέ­βαια δεν απου­σιά­ζουν με­γά­λες επι­χει­ρή­σεις με κερ­δο­φό­ρα απο­τε­λέ­σμα­τα, όπου δια­τη­ρεί­ται και λόγω της υψη­λής ερ­γα­τι­κής εξει­δί­κευ­σης, ένα βελ­τιω­μέ­νο επί­πε­δο ερ­γα­τι­κών αμοι­βών, εντού­τοις αυτές τεί­νουν να απο­τε­λέ­σουν την εξαί­ρε­ση που επι­βε­βαιώ­νει τον κα­νό­να. Ο ερ­γο­δο­τι­κός δε­σπο­τι­σμός του διευ­θυ­ντι­κού δι­καιώ­μα­τος λει­τουρ­γεί σ’ όλο του το με­γα­λείο, και η πα­ρα­μι­κρή απο­κλί­νου­σα ερ­γα­τι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά οδη­γεί συ­νή­θως στην από­λυ­ση, πράγ­μα που ση­μαί­νει μα­κρο­χρό­νια πε­ρί­ο­δο ανερ­γί­ας. Βε­βαί­ως υπό συν­θή­κες στα­θε­ρής απα­σχό­λη­σης και χα­μη­λής ανερ­γί­ας, αυτή η κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση θα είχε πυ­ρο­δο­τή­σει ένα ευ­ρύ­τα­το απερ­για­κό κί­νη­μα, κατά τα πρό­τυ­πα εκεί­νου της με­τα­πο­λί­τευ­σης. Ωστό­σο η υπερ­με­γέ­θης ανερ­γία που πε­ρι­κυ­κλώ­νει τις επι­χει­ρή­σεις της ιδιω­τι­κής οι­κο­νο­μί­ας, επι­βάλ­λει στους ερ­γα­ζό­με­νους να κά­νουν τον αστυ­νό­μο στον ίδιο τους τον εαυτό, να απέ­χουν από τις συν­δι­κα­λι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις, και να  βρί­σκο­νται μα­κριά από την όποια απερ­για­κή κι­νη­το­ποί­η­ση, που δεν μπο­ρεί να συ­γκε­ντρώ­σει παρά απελ­πι­στι­κά χα­μη­λά πο­σο­στά συμ­με­το­χής. Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση η τάση κι­νη­μα­τι­κής αδρα­νο­ποί­η­σης τρο­φο­δο­τεί­ται κα­θα­ρά από τον πα­ρα­λυ­τι­κό ρόλο της μα­ζι­κής ανερ­γί­ας, και τον φόβο για την απο­φυ­γή του να πε­ρι­πέ­σουν οι ερ­γα­ζό­με­νοι στο κα­θε­στώς της ανερ­γί­ας. Η ενερ­γός ερ­γα­τι­κή τάξη του ιδιω­τι­κού τομέα έχει ρι­ζι­κή ανά­γκη την κοι­νω­νι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση, αλλά δεν μπο­ρεί να την κάνει υπό την επί­δρα­ση του εφε­δρι­κού στρα­τού τω ν ανέρ­γων.

Γ) Τέλος ο κό­σμος της μα­κρο­χρό­νιας ανερ­γί­ας καθώς και των χα­μη­λο­συ­ντα­ξιού­χων, πα­ρό­λο που βρί­σκε­ται κυ­ριο­λε­κτι­κά στον καιά­δα, και είναι μά­λι­στα με­γα­λύ­τε­ρος από τους ενερ­γούς ερ­γα­ζό­με­νους (δη­μό­σιου και ιδιω­τι­κού τομέα), πα­ρό­λο που βιώ­νει μια κα­τά­στα­ση σχε­δόν έσχα­της έν­δειας, στε­ρεί­ται του ίδιου του πε­δί­ου της δυ­να­τό­τη­τας κοι­νω­νι­κής κι­νη­το­ποί­η­σης, εφό­σον βρί­σκε­ται εκτο­πι­σμέ­νος από τους χώ­ρους κοι­νω­νι­κής πα­ρα­γω­γής. Άλ­λω­στε στο νου του ανέρ­γου δεν κυ­ριαρ­χεί η επι­δί­ω­ξη ανα­τρο­πής της υπάρ­χου­σας κα­τά­στα­σης πραγ­μά­των, αλλά η εξεύ­ρε­ση της όποιας ερ­γα­σί­ας, με τους όποιους όρους απα­σχό­λη­σης. Το κοι­νω­νι­κό χάσμα με­τα­ξύ μα­κρο­χρό­νια ανέρ­γων, που είναι και η με­γά­λη πλειο­ψη­φία, και ενερ­γών ερ­γα­ζο­μέ­νων είναι εξαι­ρε­τι­κά βαθύ. Το ίδιο βέ­βαια συμ­βαί­νει με την με­γά­λη πλειο­ψη­φία των χα­μη­λο­συ­ντα­ξιού­χων, όπου απου­σιά­ζει το πεδίο κοι­νω­νι­κής κι­νη­το­ποί­η­σης, εφό­σον βρί­σκο­νται εκτός πα­ρα­γω­γι­κής απα­σχό­λη­σης, και επι­πρό­σθε­τα επι­βα­ρύ­νο­νται συ­νή­θως από προ­βλή­μα­τα υγεί­ας λόγω της ηλι­κί­ας. Άρα σε αυτή την πε­ρί­πτω­ση,   η ροπή προς την κοι­νω­νι­κή αδρα­νο­ποί­η­ση είναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ακόμη ισχυ­ρή από ό,τι στις δύο προη­γού­με­νες πε­ρι­πτώ­σεις, εφό­σον απου­σιά­ζει και το πεδίο αλλά και η συλ­λο­γι­κή δυ­να­τό­τη­τα κι­νη­το­ποί­η­σης.

Η επί­γνω­ση  της αλή­θειας είναι η μισή λύση του προ­βλή­μα­τος

Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά είναι η ίδια η εξαι­ρε­τι­κά επι­δει­νω­μέ­νη κα­τά­στα­ση των τριών τμη­μά­των της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας που επι­φέ­ρει αθροι­στι­κά μια απερ­για­κή αδρα­νο­ποί­η­ση, μια κι­νη­μα­τι­κή αφλο­γι­στία. Βέ­βαια, πα­ράλ­λη­λα μ’ αυτό τον θε­με­λιώ­δη πα­ρά­γο­ντα επε­νερ­γούν αρ­νη­τι­κά και άλλες αι­τί­ες, που λίγο πολύ έχουν ανα­λυ­θεί : Η ορ­γα­νι­κή διά­σπα­ση των αγω­νι­στι­κών συν­δι­κα­λι­στι­κών δυ­νά­με­ων (ΠΑΜΕ και ΜΕΤΑ + Συ­σπει­ρώ­σεις), ο υπο­νο­μευ­τι­κός ρόλος του ερ­γο­δο­τι­κού θε­σμι­κού συν­δι­κα­λι­σμού, η αμη­χα­νία και πα­ρά­λυ­ση που έχει επι­φέ­ρει ο μνη­μο­νια­κός με­τα­σχη­μα­τι­σμός του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στον ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο που τον είχε ανα­δεί­ξει στις εκλο­γές του 2015, απρό­σφο­ρες σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις μορ­φές ορ­γα­νω­τι­κής συ­γκρό­τη­σης του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού. Πα­ρό­λα αυτά κα­θο­ρι­στι­κός πα­ρά­γο­ντας πα­ρα­μέ­νει  η δια­φο­ρο­ποί­η­ση των τριών κοι­νω­νι­κών κα­τα­στά­σε­ων του ερ­γα­ζό­με­νου , άνερ­γου και από­μα­χου κό­σμου. Π.χ. οι πα­νελ­λα­δι­κές απερ­γί­ες της πε­ριό­δου 2010 – 12 έγι­ναν εφι­κτές γιατί το επί­πε­δο ανερ­γί­ας βρί­σκο­νταν τότε ακόμη κάτω από το 10% του ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού, και ενώ λει­τουρ­γού­σε ένα ορι­σμέ­νο κοι­νω­νι­κό status για την ερ­γα­τι­κή τάξη. Στη συ­νέ­χεια και μέχρι σή­με­ρα η άνο­δος της ανερ­γί­ας στο 25%, η συ­να­κό­λου­θη επέ­κτα­ση της «αδή­λω­της» ερ­γα­σί­ας, τα συ­νε­χή ει­σο­δη­μα­τι­κά πλήγ­μα­τα στο σώμα της ερ­γα­ζό­με­νης κοι­νω­νί­ας, έχουν κα­τα­στή­σει την απερ­για­κή κι­νη­το­ποί­η­ση σχε­δόν απα­γο­ρευ­τι­κή.

Μπρο­στά σ’ αυτό το επι­φαι­νό­με­νο «αδιέ­ξο­δο» απο­τε­λεί λύση του προ­βλή­μα­τος η με­τα­στρο­φή κυ­ρί­αρ­χα στην πο­λι­τι­κή αντι­μνη­μο­νια­κή και ρι­ζο­σπα­στι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση, μέσα από την οποία μπο­ρεί εν­δε­χο­μέ­νως να προ­έλ­θει η αλ­λα­γή του συ­σχε­τι­σμού των δυ­νά­με­ων ; Δυ­στυ­χώς μια τέ­τοια αντι­με­τώ­πι­ση έχει απο­δει­χθεί ότι είναι ιστο­ρι­κά ατε­λέ­σφο­ρη. Σε καμία πε­ρί­πτω­ση δεν μπο­ρεί να διευ­ρυν­θεί η επιρ­ροή και εμ­βέ­λεια της Αρι­στε­ράς χωρίς την προ­οι­μια­κή κι­νη­το­ποί­η­ση ση­μα­ντι­κών τμη­μά­των της ερ­γα­τι­κής τάξης. Εάν αυτό δεν συμ­βεί τότε η χρε­ο­κο­πία του μνη­μο­νια­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα οδη­γεί το εκλο­γι­κό του ακρο­α­τή­ριο είτε στην αποχή είτε στη με­τα­στρο­φή προς τα δεξιά, και μόνον δευ­τε­ρευό­ντως προς τα αρι­στε­ρά. Οι ίδιοι οι εκλο­γι­κοί προ­σα­να­το­λι­σμοί δεν δια­μορ­φώ­νο­νται  με βάση τις προ­τει­νό­με­νες πο­λι­τι­κές επι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ες, αλλά πρω­τί­στως ως προ­ϊ­όν των κοι­νω­νι­κών αντα­γω­νι­σμών και της τα­ξι­κής δια­πά­λης.

Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά αν θέ­λου­με να επι­τύ­χου­με την ανά­τα­ξη και ανα­συ­γκρό­τη­ση του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, αν επι­διώ­κου­με την διεύ­ρυν­ση των ορίων επιρ­ρο­ής των αρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών, αν έχου­με την πρό­θε­ση να οδη­γή­σου­με το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα και την Αρι­στε­ρά στο πο­λι­τι­κό επί­κε­ντρο, θα πρέ­πει να ανα­γνω­ρί­σου­με με ει­λι­κρί­νεια και ψυ­χραι­μία αυτή την κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση των επι­μέ­ρους κα­τη­γο­ριών της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, να εντο­πί­σου­με έτσι τις γε­νε­σιουρ­γές αι­τί­ες αυτής της επι­κρα­τού­σας σή­με­ρα τα­ξι­κής αδρα­νο­ποί­η­σης. Αυτό ήδη θα ήταν ένα ση­μα­ντι­κό βήμα υπέρ­βα­σης του όποιου βο­λο­ντα­ρι­σμού και δια­στρε­βλώ­σε­ων της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που συ­νή­θως γί­νο­νται προ­κει­μέ­νου να «το­νω­θεί» ο αρι­στε­ρός πο­λι­τι­κός και συν­δι­κα­λι­στι­κός υπο­κει­με­νι­σμός. Εάν κά­νου­με αυτό το θε­με­λιώ­δες βήμα, τότε μπο­ρού­με να ανα­ζη­τή­σου­με τους όρους, τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις και τις συν­θή­κες για την εξου­δε­τέ­ρω­ση αυτής της αδρα­νο­ποί­η­σης, τους κοι­νούς ενο­ποι­η­τι­κούς τό­πους όλων των κοι­νω­νι­κών κα­τα­στά­σε­ων των ερ­γα­ζο­μέ­νων – ανέρ­γων – συ­ντα­ξιού­χων, τις μορ­φές ενω­τι­κής κι­νη­το­ποί­η­σης ενό­τη­τας μέσα από την δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα. Προ­φα­νώς από εκεί και πέρα, αφού ανα­γνω­ρι­σθεί αυτή η αλή­θεια, μπο­ρούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να δια­μορ­φω­θούν από τις ερ­γα­τι­κές και αρι­στε­ρές υπο­κει­με­νι­κό­τη­τες, κατά τρόπο συλ­λο­γι­κό και δη­μο­κρα­τι­κό, οι ανα­γκαί­ες διέ­ξο­δοι.

rproject.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος