Από τον Ανέστη Ταρπάγκο
Συμπληρώνεται ήδη μια ολόκληρη οκταετία από την έκρηξη της διεθνούς, και ελληνικής, καπιταλιστικής κρίσης και μια ολόκληρη εξαετία από την απαρχή εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών, περίοδοι που χαρακτηρίστηκαν από την αλματώδη αύξηση της ανεργίας, την αποψίλωση των εργατικών μισθών, την μείωση των συντάξεων κ.λπ.
Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές των τριών μνημονίων αποσκοπούσαν αφενός στην μετατροπή της εργατικής δύναμης σε «φθηνή, πειθαρχημένη και απορρυθμισμένη», προκειμένου να στηριχθεί η ανάκαμψη της κερδοφορίας του επιχειρηματικού κεφαλαίου, και αφετέρου στην επιβολή δρακόντειων όρων δημοσιονομικής πειθαρχίας και τοκογλυφικής απομύζησης των λαϊκών εισοδημάτων για την αποπληρωμή ενός δημόσιου χρέους που η αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό είχαν δημιουργήσει.
Οι εργατικές λαϊκές αντιδράσεις που αναδείχθηκαν, μέσα από ένα διευρυμένο απεργιακό κίνημα, διακρίνονται σε τρεις περιόδους:
α) Σε μια πρώτη περίοδο (Μάιος 2010 – Μάιος 2012), καταγράφηκαν πολλαπλές πανεργατικές κινητοποιήσεις, παράλληλα με το κίνημα των πλατειών, που πέτυχαν μεν μιαν ορισμένη μαζική εργατική συμμετοχή, εντούτοις όμως δεν κατόρθωσαν να ακυρώσουν την εφαρμογή του πρώτου μνημονίου.
β) Σε μια δεύτερη (Μάιος 2012 – Ιανουάριος 2015), η εργατική αντιπαλότητα στην ανελέητη λιτότητα βλέποντας τα όριά της μετατράπηκε σε αλλαγή πολιτικού προσανατολισμού και οδήγησε στην ανάδειξη της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτό οδήγησε στην απαρχή μιας ύφεσης του κινήματος, εφόσον καλλιεργήθηκε υποκειμενικά ο «κυβερνητισμός» και ο «εκλογικισμός», που κατέληξε στην κατάληψη της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, πάνω στο έδαφος όμως ενός αποψιλωμένου και απονευρωμένου εργατικού κινήματος.
γ) Τέλος, μια τρίτη περίοδος (Ιανουάριος 2015 – Ιανουάριος 2017), που χαρακτηρίστηκε από την αυτό-ακύρωση του ΣΥΡΙΖΑ ως φορέα έκφρασης βασικών λαϊκών προσδοκιών και συμφερόντων με το τρίτο μνημόνιο που επικύρωσε και υλοποιεί, πράγμα που προκάλεσε βαθύτατη αμηχανία, απογοήτευση και τάσεις παραίτησης, με αποτέλεσμα οι πανεργατικές πανελλαδικές απεργίες αυτής της τελευταίας διετίας να καταγράψουν μια λαϊκή κινηματική συμμετοχή που έφτανε στο ναδίρ.
Η αλήθεια είναι ότι σ’ ολόκληρη αυτή την περίοδο ο χαρακτήρας της διαπάλης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος δεν μπορούσε παρά να έχει αμυντικά χαρακτηριστικά, απέναντι σε μια τόσο σαρωτική και μετωπική επίθεση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή να επιχειρεί να αποτρέψει την μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22%, την αποψίλωση των συντάξεων κατά 40% περίπου, την συνεχή αύξηση της φορολογίας (ΦΠΑ και ΕΝΦΙΑ) κ.λπ. Άλλωστε, η κυρίαρχη επιχειρηματολογία που επικρατούσε από την αστική πολιτική, και στην οποία προσχώρησε στη συνέχεια και ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ότι η κατάσταση της οικονομίας της χώρας βρισκόταν σε εξαιρετικά δεινή θέση, με τις επιχειρήσεις να παραπαίουν σε πολύ σημαντικά ζημιογόνα αποτελέσματα, η αποπληρωμή του δημόσιου χρέους να καθιστά τις φορολογικές επιβαρύνσεις και την περικοπή των κοινωνικών παροχών ως επιβεβλημένες. Και βέβαια το εμφανέστατο γεγονός ότι καταστρέφονταν το ένα – τέταρτο του ΑΕΠ, με την εκκαθάριση εκατοντάδων εταιριών και την εκτίναξη της ανεργίας στα ύψη.
Σήμερα, όμως, σ’ αυτή την αρχή του 2017, και μετά την μακροχρόνια κρίση και μνημονιακές ρυθμίσεις, τα πράγματα εμφανίζονται σαφώς διαφορετικά από τρεις απόψεις:
1) Ο επιχειρηματικός τομέας της οικονομίας έχει εισέλθει ήδη από το 2015 σε τροχιά κερδοφόρου λειτουργίας, ξεπερνώντας οριστικά τα ζημιογόνα αποτελέσματα των πρώτων χρόνων της κρίσης υπερσυσσώρευσης. Έτσι από τα 10 περίπου δισεκατ. ευρώ ζημίες στην αρχή της δεκαετίας του 2010, φτάνουμε στη σημερινή περίοδο όπου το 61% των εταιριών είναι κερδοφόρες με κέρδη που φτάνουν τα 13 δισεκατ. Ευρώ.
2) Οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας έχουν εισέλθει σε θετική τροχιά, αφήνοντας πίσω τους αρνητικούς ρυθμούς μείωσης του ΑΕΠ. Μάλιστα οι σχεδιασμοί τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και των οργάνων της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, κάνουν λόγο για ανάπτυξη της τάξης του 2,7 % ετησίως.
3) Τέλος, η δρακόντεια δημοσιονομική διαχείριση που έχει ασκηθεί, με την συστηματική αύξηση των φορολογικών εσόδων, και τις πολύμορφες περικοπές των κοινωνικών δαπανών, έχει απολήξει σε ετήσιο πλεόνασμα της τάξης του 4,3 δισεκατ. ευρώ, επίπεδο εξαιρετικά σημαντικό για μια οικονομία που έχει υποστεί πολεμικού τύπου καταστροφές.
Αυτοί οι τρεις αντικειμενικοί παράγοντες προσφέρουν το πεδίο για την υλοποίηση μιας ριζικής αναδιανομής εισοδήματος τόσο στην μισθωτή εργασία, όσο και στο επίπεδο των κοινωνικών υπηρεσιών. Η μεταφορά εισοδήματος από την εργατική τάξη στο επιχειρηματικό κεφάλαιο και από την λαϊκή φορολόγηση στα τοκογλυφικά τραπεζικά κέντρα, δεν μπορούν παρά να τεθούν στο επίκεντρο ικανοποίησης ζωτικών κοινωνικών αναγκών των λαϊκών τάξεων.
Υφίσταται δηλαδή πανηγυρικά η δυνατότητα για την αποκατάσταση του κατώτατου μισθού, για την επαναφορά των εργατικών αποδοχών στα επίπεδα των συλλογικών συμβάσεων των αρχών του 2012, για την χορήγηση επιδόματος ανεργίας στο 90% που το στερούνται, εφόσον είναι μακροχρόνια άνεργοι, για την στοιχειακή αποκατάσταση των μειωμένων συντάξεων κ.λπ.
Αυτού του είδους οι εργατικές διεκδικήσεις, που έχουν πλέον αντικειμενικό έρεισμα για να υλοποιηθούν αγωνιστικά, μπορούν να συμβούν στο σήμερα, και όχι σε ένα αόριστο μέλλον. Απεναντίας οι αστικές μνημονιακές δυνάμεις, αλλά και σχηματοποιήσεις της Αριστεράς, τοποθετούν την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, αφού πρώτα μεγαλώσει και άλλο η «εισοδηματική πίτα», ως προϊόν μιας περαιτέρω καπιταλιστικής ανάπτυξης, προτάσσοντας τον οικονομισμό της τυφλής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της επίτευξης ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας, αντί της εισοδηματικής αναδιανομής στο ιστορικό παρόν.
Μάλιστα, μια ορισμένη αντίληψη, προβάλλει τον σχεδιασμό της υιοθέτησης εθνικού νομίσματος, που θα επιφέρει ένα τεράστιο «επενδυτικό μπουμ» και θα τροφοδοτήσει μια «αναπτυξιακή άνοιξη» της εθνικής (καπιταλιστικής) οικονομίας. Κι αν ακόμη αυτό πραγματοποιούνταν (πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο), εκείνο που θα προέκυπτε θα ήταν η ενίσχυση του επιχειρηματικού οικονομικού τομέα (μεγάλων και μικρομεσαίων εταιριών), και η προφανής παραπομπή της ριζικής αναδιανομής εισοδήματος στις ελληνικές καλένδες.
Μια τέτοια στάση του εργατικού κινήματος θα σηματοδοτούσε την μετάβαση από μια αμυντική καθαρά περίοδο σε μια κινητοποίηση αντεπίθεσης, και αυτό είναι υλοποιήσιμο στις σημερινές συνθήκες, χωρίς την αναμονή μιας «επενδυτικής πλημμυρίδας» και φαντασμαγορικής «αναπτυξιακής άνοιξης» του ελληνικού καπιταλισμού. Βέβαια, αν αυτό είναι αντικειμενικά εφικτό, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και υποκειμενικά δυνατό, με τους υπάρχοντες ταξικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, και την πορεία παραφθοράς του κινήματος των τελευταίων χρόνων.
Ωστόσο, η αναφορά και μόνον σε μια αντεπίθεση που επιζητεί να θεραπεύσει τις μνημονιακές πληγές στο σώμα της εργαζόμενης κοινωνίας, είναι ήδη από μόνη της παράγοντας ανάταξης και κινητοποίησης των εργαζομένων δυνάμεων, αρκεί οι στόχοι διεκδικήσεων να καλύπτουν το σύνολο των λαϊκών τάξεων (εργαζόμενοι ιδιωτικού τομέα, άνεργοι, δημόσιοι υπάλληλοι, συνταξιούχοι, νεολαία), σε μια αγωνιστική ενότητα μέσα από την κοινωνική διαφορετικότητα.
Ο ψυχολογικός αυτός παράγοντας, η επίγνωση δηλαδή ότι είναι εφικτή αντικειμενικά η ικανοποίηση της αύξησης μισθών, συντάξεων, επιδομάτων ανεργίας κ.λπ., μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, παρόλο βέβαια που λειτουργούν εξίσου ακυρωτικοί παράγοντες (παραλυτική πίεση του εφεδρικού στρατού επί των ενεργών εργαζομένων). Η μονοδιάστατη πολιτική της κοινωνικής άμυνας (αποφυγή παραπέρα μείωσης των μισθών ή των συντάξεων κ.ά.), αναπαράγει μια ορισμένη στάση απαισιοδοξίας και παραίτησης, που δεν είναι και ο καλύτερος σύμβουλος του κινήματος. Επιθετική διεκδίκηση στο σήμερα έναντι της «μετατόπισης» που παραπέμπει την ικανοποίηση των λαϊκών επιδιώξεων στο απροσδιόριστο μέλλον.
Άλλωστε μια τέτοια αντιστροφή των πραγμάτων μπορεί να έχει και ευθείες αντανακλάσεις στο επίπεδο των πολιτικών συσχετισμών προς όφελος των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας και σε βάρος των δυνάμεων της αστικής ταξικής κυριαρχίας. Αυτή εξίσου μπορεί να αντιστρέψει και να αποκαταστήσει το «ηθικό» των εργατικών δυνάμεων, έπειτα από μια μακρόχρονη εξάντλησή από την πολύμορφη λιτότητα.
Ο ίδιος ο τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων μπορεί να αλλάξει για τους εργαζόμενους, παρόλο που βρίσκονται σε συνθήκες , εισοδηματικής αποψίλωσης, εργοδοτικού δεσποτισμού και εργασιακής απορρύθμισης, εφόσον πεισθούν ότι είναι αντικειμενικά εφικτή η ικανοποίηση ζωτικών κοινωνικών τους αναγκών. Άλλωστε, το εργατικό κίνημα δεν υπάρχει ούτε για να λειτουργεί ως «συμπλήρωμα» πολιτικών στρατηγικών, ούτε ως «υποδοχέας» προκατασκευασμένων σχεδίων, αλλά για να υπηρετεί πρωτίστως τον ίδιο τον ταξικό του εαυτό, και έτσι λειτουργώντας να γίνεται το ίδιο φορέας ριζοσπαστικών οικονομικών μετασχηματισμών. Οι όποιες αριστερές δυνάμεις δεν έχουν παρά να υπηρετήσουν αυτό το ρόλο του κινήματος των εργαζομένων, αν θέλουν και οι ίδιες να έχουν μια ιστορική προοπτική.