«Υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης» και «κόμμα των Βρυξελλών» ενάντια στους «πατριώτες»: η Μαρίν Λεπέν μάλλον παίρνει μεγάλη χαρά που η πολιτική αντιπαράθεση συμπυκνώνεται σε αυτήν τη διχοτομία. Βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος και πυλώνας της καμπάνιας Μακρόν, ο Ρισάρ Φεράν μοιάζει να προλαβαίνει τις επιθυμίες της: «Από τη μία είναι οι νεοεθνικιστές, αντιδραστικοί και υπέρμαχοι της εθνικής ταυτότητας. Και από την άλλη οι προοδευτικοί που πιστεύουν ότι η Ευρώπη είναι απαραίτητη». Δεν είναι αθώα μια τέτοια δόμηση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Στόχος είναι, και από τις δύο πλευρές, να υποβαθμιστεί το ζήτημα των ταξικών συμφερόντων, τροφοδοτώντας τους μεν με τον τρόμο της «εθνικής ταυτότητας» και τους άλλους με «αντιδραστικές» προτροπές.
Όσο όμως κι αν δεν αρέσει στους προοδευτικούς της αγοράς, εκείνοι που «θεωρούν την Ευρώπη απαραίτητη» έχουν κοινωνική ταυτότητα. Οι «αποσπασμένοι εργαζόμενοι» που δημιούργησε μια Οδηγία των Βρυξελλών το 1996, ο αριθμός των οποίων έχει δεκαπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία, είναι πιο συχνά εργαζόμενοι στην οικοδομή ή στα χωράφια παρά χειρουργοί ή αντικέρ. Εκείνο που «νομίζουν» τα θύματα αυτού του μηχανισμού είναι πρώτα και κύρια εκείνο που με φόβο αντιλαμβάνονται, δηλαδή ένα μισθολογικό ντάμπινγκ το οποίο απειλεί της συνθήκες της ύπαρξής τους. Γι’ αυτούς η Ευρώπη δεν συνοψίζεται στο πρόγραμμα Erasmus και στην «Ωδή στη χαρά».
Ο Στίβεν Μπάνον, στρατηγικός πολιτικός αναλυτής του Ντόναλντ Τραμπ, κατάλαβε το όφελος που μπορούσε να έχει η εθνικιστική Δεξιά από τον κοινωνικό υποβιβασμό ο οποίος σχεδόν πάντα συνοδεύει τους εορτασμούς του παγκόσμιου χωριού. «Η καρδιά του πιστεύω μας είναι ότι είμαστε ένα έθνος με μία οικονομία και όχι μια κάποια οικονομία δεν ξέρω ’γω σε ποια παγκόσμια αγορά με ανοιχτά σύνορα. Οι εργαζόμενοι του κόσμου βαρέθηκαν να είναι υποταγμένοι στο κόμμα του Νταβός. Οι Νεοϋορκέζοι αισθάνονται πλέον πιο κοντά στους κατοίκους του Λονδίνου ή του Βερολίνου παρά σε εκείνους του Κάνσας ή του Κολοράντο και μοιράζονται με τους πρώτους την νοοτροπία μιας ελίτ που θέλει να υπαγορεύσει σε όλους τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κυβερνάται ο κόσμος», εξηγεί. Όταν στις δημόσιες συγκεντρώσεις του, τις κατάσπαρτες με ευρωπαϊκές σημαίες, ο Μακρόν υμνεί την κινητικότητα, ζητά την «ανάκαμψη από τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών» και δεσμεύεται να καταργήσει το επίδομα ανεργίας όταν ο δικαιούχος αρνείται για δεύτερη φορά μια «αξιοπρεπή θέση», πώς να διαχωρίσεις τις πολιτικές θέσεις του από τα συμφέροντα των ολιγαρχών του χρήματος και της γνώσης που αποτελούν το «κόμμα του Νταβός»; Εύκολα φαντάζεται κάποιος τη ζημιά στη δημοκρατία την οποία θα επέφερε μια πιθανή τηλεμαχία ανάμεσα σε αυτόν και τη Λεπέν, ακριβώς εκείνη που τα ΜΜΕ έχουν βαλθεί να προγραμματίσουν.
Εδώ και είκοσι χρόνια η θεωρία της «χρήσιμης ψήφου» παρουσιάζει τα δύο κυρίαρχα κόμματα στις επάλξεις εναντίον μιας άκρας Δεξιάς, την οποία όμως τα ίδια ευνόησαν με τις επιλογές και τις συγκλίνουσες απόψεις τους. «Σήμερα, το σχέδιο του Εμμανουέλ Μακρόν αποτελεί βατήρα για το Εθνικό Μέτωπο», εκτιμά ο Μπενουά Αμόν. Όμως, αντίστοιχα, η δύναμη του ΕΜ ενίσχυσε το μονοπώλιο της εξουσίας των αντιπάλων του, μαζί και των σοσιαλιστών. Από το 1981, ο Φρανσουά Μιτεράν υπολόγιζε πώς μια ισχυρή Ακροδεξιά θα υποχρέωνε τη Δεξιά να συμπράξει μαζί της, με τον κίνδυνο να χάσει και η ίδια τα ποσοστά της. Ο ελιγμός αναστράφηκε τον Απρίλιο του 2002, όταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν βρέθηκε αντίπαλος με τον Ζακ Σιράκ στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Από τότε η Δεξιά αρκεί να ξεπεράσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα σε οποιαδήποτε κάλπη, εθνική ή τοπική, για να γίνει αμέσως στα μάτια σχεδόν όλης της Αριστεράς ο αρχάγγελος της δημοκρατίας, του πολιτισμού, του γαλλικού κοσμικού κράτους.
Θεσμοί μοναρχικού τύπου που επιτρέπουν τέτοιες πονηριές και τέτοιες κυβιστήσεις, μια πολιτική ζωή μαγκωμένη από τον φόβο του χειρότερου, μέσα ενημέρωσης που αποδέχονται αυτές τις πονηριές ενώ ταυτόχρονα ταΐζουν αυτόν τον φόβο… Κι ύστερα υπάρχει και… η Ευρώπη. Η πλειονότητα των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών πολιτικών της Γαλλίας είναι υποταγμένες σε αυτήν, κάτι που δεν εμποδίζει την προεκλογική εκστρατεία να διεξάγεται λες και ο επόμενος πρόεδρος θα μπορούσε να δράσει με πλήρη ελευθερία.
Μια νίκη της Μαρίν Λεπέν θα μπορούσε να θέσει τέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση –η ίδια η υποψήφια μας προειδοποίησε: «Δεν θα γίνω η αντικαγκελάριος της κυρίας Μέρκελ». Αντίθετα, στην περίπτωση που ένα από τα φαβορί των εκλογών (και της Άνγκελα Μέρκελ), δηλαδή ο Φιγιόν ή ο Μακρόν, εγκατασταθεί στο Ελυζέ, η συνέχεια των προέδρων υπό τους οποίους έχουν υπηρετήσει θα είναι εξασφαλισμένη, η συνοχή με τους προσανατολισμούς της Κομισιόν θα διατηρηθεί και θα επικυρωθεί τόσο η γερμανική ηγεμονία όσο και ο ορντολιμπεραλισμός, με την πρώτη να παίζει τον ρόλο του υπεροπτικού φύλακα αγγέλου για τον δεύτερο. Η ερώτηση θα ήταν διαφορετική για τον Μπενουά Αμόν ή τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν. Αν εξαιρέσουμε τις ομοσπονδιακές τάσεις του πρώτου και τη στήριξή του στην ιδέα μιας πανευρωπαϊκής άμυνας, οι στόχοι τους μοιάζουν κοντινοί. Διαφέρουν όμως εντελώς τα μέσα για την επίτευξή τους, σε σημείο που οι δύο υποψηφιότητες γίνονται ανταγωνιστικές, διατρέχοντας η καθεμία τον κίνδυνο να μείνει έξω από την κούρσα.
Με τον Μπενουά Αμόν είναι δύσκολο να αποφύγει κάποιος μια αίσθηση déjà-vu. Προσπαθώντας να συμβιβάσει την προσκόλλησή του στην Ε.Ε. και την ταυτόχρονη επιθυμία του να την δει να σπάει τον κύκλο της λιτότητας προς όφελος μιας πολιτικής περισσότερο ευνοϊκής προς την εργασία και το περιβάλλον και λιγότερο ανελέητης προς χώρες που τις πνίγει το χρέος τους όπως η Ελλάδα, ο υποψήφιος των σοσιαλιστών πρέπει να πείσει τον εαυτό του ότι ο επαναπροσανατολισμός στον οποίο προσβλέπει είναι δυνατός, ακόμα και στο πλαίσιο των σημερινών θεσμών. Ότι μπορούμε να «πετύχουμε απτά αποτελέσματα χωρίς να τα βάλουμε με ολόκληρη την Ευρώπη». Και βασίζει τις ελπίδες του σε μια ευρωπαϊκή Αριστερά που θα επανακτήσει την επιρροή της, ιδιαίτερα στη Γερμανία.
Αυτή όμως είναι ακριβώς η ελπίδα που άφησε να σπιθίσει ο Φρανσουά Ολάντ πριν από πέντε χρόνια. Στις 12 Μαρτίου 2012, έκανε «επισήμως» τη δέσμευση, μπροστά στους Ευρωπαίους συντρόφους του που είχαν συγκεντρωθεί στο Παρίσι, να «επαναδιαπραγματευθεί το νέο ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας» στο οποίο είχαν συμφωνήσει Σαρκοζί και Μέρκελ. Λέγοντας: «Δεν είμαι μόνος μου, γιατί υπάρχει το προοδευτικό κίνημα στην Ευρώπη. Δεν θα είμαι μόνος μου γιατί υπάρχει η ψήφος του γαλλικού λαού που θα μου δώσει την εντολή».
Η Σεσίλ Ντιφλό, που έγινε υπουργός Κατοικίας στην κυβέρνησή του, μας θυμίζει τη συνέχεια. «Όλος ο κόσμος περίμενε [ο Ολάντ] να ξεκινήσει το μπρα ντε φερ με την Άνγκελα Μέρκελ. (…) Θα γυρίζαμε επιτέλους την πλάτη στο δίδυμο Μέρκελ-Σαρκοζί. (…) Όσο φιλελεύθερος και άκαμπτος κι αν είναι, ο Ιταλός Μάριο Μόντι υπολόγιζε στη Γαλλία για να αντιστρέψει την τάση. Ο ιδιαίτερα συντηρητικός Μαριάνο Ραχόι έβλεπε στην εκλογή του Ολάντ την πιθανότητα να ξεσφίξει τη μέγγενη που έπνιγε την Ισπανία. Όσο για την Ελλάδα και την Πορτογαλία, ήταν έτοιμες να ακολουθήσουν όποιον σωτήρα να ’ναι προκειμένου να αποφύγουν την καταστροφή». Όλοι ξέρουμε τι έγινε τελικά.
Στην ουσία, τίποτα που να μην έχει ήδη γίνει δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα. Εκείνη την εποχή, ο Φρανσουά Ολάντ ήταν στο τιμόνι του ΣΚ και ο Λιονέλ Ζοσπέν της κυβέρνησης. Λίγο νωρίτερα, ως πρελούδιο του ενιαίου νομίσματος, μόλις είχε γίνει η διαπραγμάτευση για το «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης», το οποίο προέβλεπε ένα σύνολο δημοσιονομικών μέτρων, μεταξύ τους και πρόστιμα σε περίπτωση υπερβολικών ελλειμμάτων. Όταν ήταν ηγέτης της αντιπολίτευσης, ο Λιονέλ Ζοσπέν δεν είχε παραλείψει να καταγγείλει το Σύμφωνο ως ένα «σούπερ Μάαστριχτ», μια «παράλογη υποχώρηση στη Γερμανία». Κι όμως, όταν έγινε πρωθυπουργός, τον Ιούνιο του 1997, αποδέχθηκε όλους τους όρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Άμστερνταμ, λίγες μέρες αργότερα. Ως αντίτιμο της συγκατάθεσής του, σύμφωνα με τον τότε υπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Πιέρ Μοσκοβισί, είχε εξασφαλίσει «την πρώτη απόφαση για ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αφιερωμένο στην ανάπτυξη και την απασχόληση». Μια απόφαση με σημαντικότατα αποτελέσματα, όπως όλοι είδαμε στη συνέχεια.
Τέλος, σύμφωνα με άρθρο του Σερζ Αλιμί(…) Η υποταγή των ηγετικών κύκλων της Γαλλίας σε μια όλο και πιο υπεροπτική γερμανική Δεξιά, προσκολλημένη στο πιστεύω της για μια «δημοκρατία σύμφωνη με την αγορά», διαβρώνει και τη λαϊκή κυριαρχία. Η άρση αυτής της υποθήκευσης βρίσκεται στην καρδιά των εκλογών. Και μας υποχρεώνει να θέσουμε χωρίς περιστροφές τους όρους του ευρωπαϊκού διαλόγου. Κανείς δεν αγνοεί ότι τα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζονται μανιωδώς εδώ και δύο χρόνια δεν έχουν φέρει –και δεν πρόκειται να φέρουν– καμία βελτίωση στα προβλήματα χρέους που υποτίθεται ότι επιλύουν. Μια αριστερή στρατηγική που δεν θα αμφισβητούσε αυτόν τον χρηματοπιστωτικό στραγγαλισμό θα ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Όμως το ευρωπαϊκό πολιτικό περιβάλλον απαγορεύει στον οποιονδήποτε να φανταστεί ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα μπορεί να κερδηθεί χωρίς μάχη.
Το γενικευμένο αδιέξοδο αποφεύγεται χάρη σ’ ένα πακτωλό χρημάτων που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσφέρει σε χαμηλές τιμές στις ιδιωτικές τράπεζες. Η δική τους υποχρέωση είναι να δανείσουν τα χρήματα πιο ακριβά στα κράτη. Όμως αυτό το διάλειμμα δεν εξαρτάται παρά από την καλή διάθεση του αρχικού δανειστή, ο οποίος έχει ενισχυθεί με μια «ανεξαρτησία» που του εξασφάλισαν απερίσκεπτα οι ευρωπαϊκές συνθήκες. Μακροπρόθεσμα, η πλειονότητα των κρατών-μελών έχει δεσμευτεί, σύμφωνα με τις γερμανικές απαιτήσεις, τις οποίες καθρεπτίζει υπάκουα το Παρίσι, να σκληρύνουν τις πολιτικές λιτότητας και να υποβάλλουν όσους παρανομήσουν σε ένα δρακόντειο μηχανισμό κυρώσεων, τη Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση που αυτήν την στιγμή βρίσκεται σε διαδικασία επικύρωσης.
(…) Αντίθετα σε μια επαναδιαπραγμάτευση των ευρωπαϊκών συνθηκών, τα περισσότερα από τα κράτη-μέλη, με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία, δεν θα φαντάζονταν ποτέ την αμφισβήτηση της ΣΣΣΔ ή άλλες πολιτικές λιτότητας του ίδιου διαμετρήματος. Και ούτε να δανείσουν σημαντικά ποσά σε κράτη που βρίσκονται σε δυσκολία χωρίς αυτά να δώσουν δείγματα «χρηστής» διαχείρισης. Δηλαδή να δεχθούν νέες ιδιωτικοποιήσεις και ταυτόχρονα την αμφισβήτηση σημαντικών τμημάτων της κοινωνικής προστασίας (συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, κατώτατος μισθός κλπ). «Οι Ευρωπαίοι δεν είναι τόσο πλούσιοι ώστε να πληρώνουν όλο τον κόσμο για να μην δουλεύει», δήλωσε ειρωνικά στις 24 Φεβρουαρίου 2012 ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της ΕΚΤ σε συνέντευξή του στην «Wall Street Journal». Ο πρώην αντιπρόεδρος της Goldman Sachs πρόσθεσε ότι μια «καλή» λιτότητα θα απαιτούσε ταυτόχρονη μείωση της φορολογίας (κάτι που κανένας υποψήφιος δεν προτείνει, ούτε καν ο κ. Σαρκοζί…) και των δημοσίων δαπανών.
*Απόσπασμα άρθρου της Le Monde diplomatique με τίτλο “Γαλλία: Η παγίδα της χρήσιμης ψήφου, για μία ακόμα φορά” και άρθρου του Σερζ Αλιμί στην ίδια εφημερίδα
.artinews.gr








