Της Ελένης Ομήρου.
Τελικά αυτό το παραμύθι ότι οι άντρες φοβούνται τη δέσμευση, τα αισθήματά τους, τον έρωτα, την αγάπη, τον ίσκιο τους, το τρώμε;
Μήπως τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά;
Μήπως απλούστατα δε γουστάρουν;
Ή ίσως δε γουστάρουν αρκετά ώστε να μας το δείξουν;
Να κάνουν την ιδέα πράξεις; Οι γυναίκες είμαστε άνετες με τα συναισθήματά μας συνήθως. Κι όσο πολύπλοκες κι αν είμαστε, όταν θέλουμε κάποιον απλά τον θέλουμε. Δεν έχει δεν μπορώ, δεν έχει βαριέμαι, δε ξεβολεύομαι. Δεν έχει διστάζω στον γυναικείο έρωτα. Μάλλον έχει πέφτω με τα μούτρα – και τα σπάω ενίοτε. Αλλά έτσι είμαστε, έτσι λειτουργούμε, έτσι γουστάρουμε στην τελική. Στα τέρματα τα ζούμε – και τα καλά και την απογοήτευση.
Δεν ξέρω αν οι άντρες μπορούν ή αν θέλουν να πατάνε γκάζια στον έρωτα – σίγουρα πολλοί από αυτούς το βιώνουν πιο χαλαρά, πιο διστακτικά. Αλλά το να λέμε ότι κάνουν πίσω πάνω στην καψούρα, απλά δε βγάζει νόημα.
Ο ίδιος ο έρωτας εξ ορισμού σου δίνει μια αίσθηση παντοδυναμίας. Μέσα στην ψευδαίσθησή του σε φουσκώνει και σε γεμίζει. Δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για σκέψεις και λογικές. Είναι παράλογος από τη φύση του και σε παρασέρνει. Όχι πως δεν υπάρχουν άντρες και γυναίκες κλεισμένοι στον εαυτό τους, πονεμένοι και κάποιες φορές ανήμποροι να αφεθούν. Αλλά σίγουρα δεν μπορεί να είναι πάντα αυτό το επιχείρημα. Τους έχουμε κάπως βαπτίσει ανίκανους τους άντρες στον τομέα αυτό, με το να προβάλλουμε πρώτα τα (δεν) μπορώ τους και πολύ πιο κάτω τα (δε) θέλω τους. Μήπως όμως τελικά εμείς φοβόμαστε τόσο την απόρριψη και καταλήγουμε να προβάλλουμε ένα σωρό δικαιολογίες για να αλλάξουμε την εικόνα όταν κάποιος δε δείχνει το ίδιο πάθος με εμάς; Μήπως εμείς είμαστε τόσο φοβισμένες από αυτό που νιώθουμε, από όσα διεκδικούμε και από τη συνειδητοποίηση ότι πρέπει να έχουμε τη δύναμη να αποχωρούμε πρώτες όταν δε βρίσκουμε ανταπόκριση; Χωρίς δικαιολογίες, χωρίς κάποιος να μας χρυσώνει το χάπι. Απλά κοιτώντας ξεκάθαρα τα γεγονότα και όχι το τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτά; Και μάλλον είμαστε ολόκληρος στρατός από φοβισμένες γυναίκες που τρέμουν.
Γιατί σε κάθε τηλέφωνο που δε χτύπησε συσπειρώνονται σύσσωμες οι φίλες μας για να μας διαβεβαιώσουν ότι μας θέλει, αλλά φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό… ο καημένος. Σε κάθε μήνυμα που εκείνος δεν ανταποκρίθηκε εκείνες θα μας πούνε ότι σε θέλει, αλλά δεν μπορεί… ο καημένος.
Μήπως όμως όποιος θέλει, μπορεί; Μήπως δε θέλει… ο καημένος; Μπορεί η έκφραση του πάθους να διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, από γυναίκα σε άντρα, αλλά εμένα το βολικό αυτό παραμυθάκι του «θέλει αλλά δεν μπορεί… ο καημένος», δε με πείθει.
Όταν κάποιος θέλει, θέλει. Και κάνει.
Και ξεβολεύεται λίγο, γιατί ξέρει ότι θα βολευτεί καλύτερα λίγο πιο πέρα. Κι αν δεν το κάνει απλά δε θέλει αρκετά. Και αυτό είναι ένα συμπέρασμα καθαρά λογικό και όχι συναισθηματικό.
Τα ‘χουνε πει αυτά σε σειρές αμερικάνικες και σε ταινίες θα μου πείτε. Τα ‘χουμε σιγοψιθυρίσει όλοι και όλες σε παρέες με ποτά γελώντας.
Τα είπαν, τα είδαμε, τα σχολιάσαμε, γελάσαμε. Για μια φευγαλέα στιγμή αναρωτηθήκαμε μήπως είναι έτσι. Και μετά σκεφτήκαμε «μπα, ο δικός μου σίγουρα με θέλει, αλλά φοβάται… ο καημένος».
Και οι φίλες μας συμφώνησαν παμψηφεί. Χμ…
anapnoes.gr








