«Αντιφάσεις και δυνατότητες μιας αριστερής συμπαράταξης»

«Αντιφάσεις και δυνατότητες μιας αριστερής συμπαράταξης»

  • |

Ανέστης Ταρπάγκος

Δεν είναι δυνατό να υπάρξει αριστερό πολιτικό και συνδικαλιστικό κίνημα που να μην έχει στο επίκεντρό του την αντικαπιταλιστική πολιτική στο μείζον κοινωνικό ζήτημα.

Η ιστο­ρι­κή εμπει­ρία της αρι­στε­ρής με­τω­πι­κής ενό­τη­τας

Από πολ­λές πλευ­ρές όλο το τε­λευ­ταίο διά­στη­μα γί­νε­ται επί­κλη­ση στην ενό­τη­τα της Αρι­στε­ράς, η οποία εφό­σον επι­τυγ­χά­νο­νταν θα οδη­γού­σε στην  ανα­βάθ­μι­ση του πο­λι­τι­κού της ρόλου και στην με­γα­λύ­τε­ρη διεύ­ρυν­ση της επιρ­ρο­ής της.

Η πο­λυ­διά­σπα­ση του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος θε­ω­ρεί­ται ως ση­μα­ντι­κός πα­ρά­γο­ντας ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας, εφό­σον οι σχη­μα­τι­σμοί της Αρι­στε­ράς κι­νού­νται ο κα­θέ­νας στη δική του τρο­χιά.

Μά­λι­στα προ­βάλ­λε­ται η αντί­λη­ψη μιας κοι­νής συμ­φω­νί­ας σε ορι­σμέ­να βα­σι­κά ση­μεία (αντί­θε­ση στα μνη­μό­νια, έξο­δος από την ευ­ρω­ζώ­νη ή και την Ευ­ρω­παϊ­κή Ένωση κλπ.), που θε­ω­ρού­νται κοι­νός τόπος όλων των αρι­στε­ρών δυ­νά­με­ων.

Εντού­τοις μια τέ­τοια συ­μπα­ρά­τα­ξη δεν είναι ορατή στον ορί­ζο­ντα, και οι μο­να­δι­κές φορές που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε δεν επέ­φε­ρε τα προσ­δο­κώ­με­να απο­τε­λέ­σμα­τα, οδη­γώ­ντας σε και­νού­ριες δια­σπά­σεις των ενω­τι­κών εγ­χει­ρη­μά­των.

Στη μία πε­ρί­πτω­ση πρό­κει­ται για την ενό­τη­τα που επι­τεύ­χθη­κε στο τέλος της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, με­τα­ξύ του ΚΚΕ και της ΕΑΡ, με ένα πε­ριε­χό­με­νο κυ­ρί­ως εκ­συγ­χρο­νι­στι­κό, ανα­πτυ­ξιο­λο­γι­κό και συ­ναι­νε­τι­κό προς τις αστι­κές πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις, οδη­γώ­ντας στις κυ­βερ­νή­σεις συ­νερ­γα­σί­ας με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, που άνοι­ξαν κυ­ριο­λε­κτι­κά το δρόμο στην άνοδο της ΝΔ του ακραί­ου νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­σμού στην δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας. Επό­με­νο έτσι ήταν ο ενιαί­ος Συ­να­σπι­σμός της Αρι­στε­ράς να οδη­γη­θεί στην αρχή της δε­κα­ε­τί­ας του 1990 σε μια και­νού­ρια διά­σπα­ση, με την αυ­το­νό­μη­ση του ΚΚΕ και του Συ­να­σπι­σμού, και την κα­τα­γρα­φή των χα­μη­λό­τε­ρων εκλο­γι­κών πο­σο­στών, με την Συ­να­σπι­σμό να απο­κλεί­ε­ται από την κοι­νο­βου­λευ­τι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση (2,9%), και το ΚΚΕ να πέ­φτει κα­τα­κό­ρυ­φα (4%).

Μια δεύ­τε­ρη ιστο­ρι­κή πε­ρί­πτω­ση αρι­στε­ρής ενό­τη­τας κα­τα­γρά­φη­κε με τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που συ­σπεί­ρω­σε τον Συ­να­σπι­σμό, ένα ευ­ρύ­τε­ρο ανε­ξάρ­τη­το αρι­στε­ρό δυ­να­μι­κό, και ορ­γα­νω­μέ­νες πο­λι­τι­κές συλ­λο­γι­κό­τη­τες όπως η ΚΟΕ, η ΔΕΑ, η ΑΚΟΑ, το Ξε­κί­νη­μα κλπ. Σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση η αρι­στε­ρή ρι­ζο­σπα­στι­κή συ­μπα­ρά­τα­ξη είχε μια απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα εφό­σον μπό­ρε­σε να συ­σπει­ρώ­σει ευ­ρύ­τε­ρα λαϊκά στρώ­μα­τα που είχαν πλη­γεί από τις μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές. Εντού­τοις η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που προ­έ­κυ­ψε ήταν εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή : Ο διευ­ρυ­μέ­νος ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ τέ­θη­κε κάτω από την ηγε­μο­νία του εκ­συγ­χρο­νι­στι­κού μι­κρο­α­στι­κού ρεύ­μα­τος του πρώην Συ­να­σπι­σμού (ανα­νε­ω­τι­κή πτέ­ρυ­γα και κε­ντρι­στές – προ­ε­δρι­κοί) έτσι ώστε το ρι­ζο­σπα­στι­κό λαϊκό δυ­να­μι­κό του (Αρι­στε­ρό Ρεύμα, ΔΕΑ, ΚΟΕ κ.ά.) να απο­τε­λέ­σει κυ­ριο­λε­κτι­κά το όχημα πάνω στο οποίο πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η μνη­μο­νια­κή με­τα­στρο­φή του κα­λο­και­ριού 2015.

Κατά συ­νέ­πεια η μέχρι σή­με­ρα συμ­μα­χι­κή εμπει­ρία των αρι­στε­ρών δυ­νά­με­ων, όχι μόνον δεν κα­τέ­λη­ξε σε προ­ω­θη­τι­κές τομές και πολ­λα­πλα­σια­στι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα, αλλά στέ­φθη­κε με δυ­σμε­νείς για το κί­νη­μα εξε­λί­ξεις. Πα­ρό­λα αυτά, αυτή η άγονη τε­λι­κά εμπει­ρία, δεν ση­μαί­νει ότι μια ενό­τη­τα της Αρι­στε­ράς είναι εξ ορι­σμού απρό­σφο­ρη και ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κή. Το κύριο ζή­τη­μα είναι αν η αρι­στε­ρή συ­μπα­ρά­τα­ξη είναι εφι­κτή εξ αι­τί­ας της δια­φο­ρε­τι­κής πο­λι­τι­κής τρο­χιάς του κάθε σχή­μα­τος, και αν κάτι τέ­τοιο θα μπο­ρού­σε να λει­τουρ­γή­σει με πολ­λα­πλα­σια­στι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Το βα­σι­κό για την επί­τευ­ξη μιας τέ­τοιας ενό­τη­τας είναι η ύπαρ­ξη πα­ρα­πλή­σιων ή πα­ράλ­λη­λων πο­λι­τι­κών γραμ­μών, οι οποί­ες και να μπο­ρούν να κα­τα­λή­ξουν σε ορι­σμέ­νους κοι­νούς στό­χους

. Ανέ­φι­κτη πο­λι­τι­κή συμ­μα­χία, εφι­κτό κοι­νω­νι­κό λαϊκό μέ­τω­πο

Η κα­ταγ­γε­λία των συ­νε­πειών της αστι­κής και ευ­ρω­παϊ­κής πο­λι­τι­κής όπως των μνη­μο­νί­ων, της ανερ­γί­ας, της επι­τρο­πεί­ας, της οι­κο­νο­μι­κής στα­σι­μό­τη­τας, του δυ­σβά­στα­κτου βά­ρους της απο­πλη­ρω­μής του χρέ­ους κλπ. είναι κοινή για όλα τα αρι­στε­ρά κόμ­μα­τα (βα­σι­κά ΚΚΕ, Λαϊκή Ενό­τη­τα, Ανταρ­σύα). Ωστό­σο χάσμα με­γά­λο ανοί­γε­ται όταν επι­χει­ρεί­ται η σύμ­πτω­ση σε μια κοινή πο­λι­τι­κή γραμ­μή, δη­λα­δή στο επί­πε­δο της ερ­μη­νεί­ας της ση­με­ρι­νής κα­τά­στα­σης και του τρό­που αντι­με­τώ­πι­σής της. Έτσι  μία άποψη εκτι­μά ότι τα ση­με­ρι­νά δεινά του ερ­γα­ζό­με­νου λαού προ­έρ­χο­νται από την εν­σω­μά­τω­ση στην ευ­ρω­παϊ­κή οι­κο­νο­μι­κή και νο­μι­σμα­τι­κή ενο­ποί­η­ση, ενώ μια άλλη οπτι­κή θε­ω­ρεί πώς στην αφε­τη­ρία της ση­με­ρι­νής κοι­νω­νι­κής κα­τα­στρο­φής βρί­σκε­ται η κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου και το πο­λι­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα υπέρ­βα­σής της προς όφε­λος των αστι­κών δυ­νά­με­ων. Αντί­στοι­χα μία αντί­λη­ψη θε­ω­ρεί ότι η οποια­δή­πο­τε ρι­ζο­σπα­στι­κή πο­ρεία των πραγ­μά­των προ­ϋ­πο­θέ­τει απα­ρέ­γκλι­τα την προ­οι­μια­κή απο­χώ­ρη­ση από την Ευ­ρω­ζώ­νη και την Ευ­ρω­παϊ­κή Ένωση, ενώ μία άλλη αντι­με­τώ­πι­ση είναι η κε­ντρι­κή αντι­πα­λό­τη­τα στην κα­πι­τα­λι­στι­κή κυ­ριαρ­χία ως πρω­ταρ­χι­κή πο­λι­τι­κή προ­τε­ραιό­τη­τα στην ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Δια­πι­στώ­νε­ται δη­λα­δή η ου­σια­στι­κή ασυμ­βα­τό­τη­τα ανά­με­σα στις δια­φο­ρε­τι­κές πο­λι­τι­κές γραμ­μές των αρι­στε­ρών κομ­μά­των, που δεν μπο­ρούν να οδη­γη­θούν σε μια κοινή πλεύ­ση, του­λά­χι­στον στο επί­πε­δο της τα­κτι­κής πα­ρέμ­βα­σης στη συ­γκυ­ρία. Από την άλλη πλευ­ρά τί­θε­ται το ερώ­τη­μα του κατά πόσον μια συ­νο­λι­κή αρι­στε­ρή συμ­μα­χία μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει πολ­λα­πλα­σια­στι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα, και να μην πα­ρα­μέ­νει άθροι­σμα των επι­μέ­ρους δυ­νά­με­ων. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στις ση­με­ρι­νές συν­θή­κες είναι ότι για να επι­τευ­χθεί αυτή η πολ­λα­πλα­σια­στι­κή διεύ­ρυν­ση χρειά­ζε­ται να κα­τα­γρά­φε­ται ήδη μια ορι­σμέ­νη λαϊκή κί­νη­ση προς τους επι­μέ­ρους φο­ρείς της Αρι­στε­ράς. Ωστό­σο στη ση­με­ρι­νή πε­ρί­ο­δο δεν ανα­δει­κνύ­ε­ται καμία τάση διεύ­ρυν­σης της επιρ­ρο­ής των επι­μέ­ρους σχη­μά­των, και έτσι και η συμ­μα­χι­κή τους συ­νέ­νω­ση δεν είναι σε θέση να λει­τουρ­γή­σει πολ­λα­πλα­σια­στι­κά. Κατά συ­νέ­πεια εκεί­νο που δια­πι­στώ­νε­ται είναι ότι κάθε αρι­στε­ρό κόμμα, έχο­ντας ρι­ζι­κά δια­φο­ρε­τι­κή πο­λι­τι­κή γραμ­μή, επι­κα­λεί­ται την ενό­τη­τα γύρω από το ίδιο, πράγ­μα που κα­τα­λή­γει σε μια συ­μπα­ρά­τα­ξη με τον εαυτό του.

Εκεί­νο που προ­κύ­πτει είναι ότι το αρι­στε­ρό μέ­τω­πο δεν είναι αντι­κει­με­νι­κά εφι­κτό, αλλά και η εν­δε­χό­με­νη συ­γκρό­τη­σή του δεν μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει με πολ­λα­πλα­σια­στι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Συ­νε­πώς η επί­κλη­ση μιας τέ­τοιας προ­ο­πτι­κής δεν έχει ρε­α­λι­στι­κή βάση και αντι­προ­σω­πεύ­ει ένα ευ­χο­λό­γιο πε­ρισ­σό­τε­ρο παρά μια υπαρ­κτή δυ­να­τό­τη­τα. Μ’ αυτή την έν­νοια ενα­πό­κει­ται σε έναν επι­μέ­ρους πο­λι­τι­κό σχη­μα­τι­σμό της Αρι­στε­ράς, υπαρ­κτό ή προς δια­μόρ­φω­ση, να προσ­διο­ρί­σει τους όρους μιας αυ­το­τε­λούς πο­λι­τι­κής ανά­πτυ­ξης, με βάση ορι­σμέ­να θε­με­λιώ­δη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, που να μπο­ρούν να συ­σπει­ρώ­σουν λαϊ­κές δυ­νά­μεις. Και ταυ­τό­χρο­να αυτό δεν μπο­ρεί παρά να συ­νο­δεύ­ε­ται από μια πα­ράλ­λη­λη ανά­τα­ξη και ενερ­γο­ποί­η­ση του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, που και αυτό βρί­σκε­ται σε κα­τά­στα­ση απο­διάρ­θρω­σης (στον ιδιω­τι­κό τομέα πλή­ρους απο­ψί­λω­σης, στο δη­μό­σιο τομέα συ­στη­μα­τι­κής πα­θη­τι­κο­ποί­η­σης). Το πεδίο στο οποίο απο­κλει­στι­κά σή­με­ρα μπο­ρεί να προ­ω­θη­θεί μια μορφή αρι­στε­ρής συ­μπα­ρά­τα­ξης είναι εκεί­νο ενός κοι­νω­νι­κού με­τώ­που με αυ­το­τε­λή υπό­στα­ση, που στην ανά­πτυ­ξή του μπο­ρεί να επα­να­προσ­διο­ρί­σει τους όρους κί­νη­σης της Αρι­στε­ράς και τις σχε­τι­κές της συμ­μα­χί­ες.

Πραγ­μα­τι­κά μπο­ρεί να επι­διω­χθεί η ανά­δει­ξη ενός κοι­νω­νι­κού ρι­ζο­σπα­στι­κού με­τώ­που που να έχει στο επί­κε­ντρό του την προ­ώ­θη­ση διεκ­δι­κή­σε­ων που αφο­ρούν τις άμε­σες ζω­τι­κές λαϊ­κές ανά­γκες, και που να ξε­περ­νά αγω­νι­στι­κά και κι­νη­μα­τι­κά τις ασύμ­βα­τες με­τα­ξύ τους κα­τευ­θύν­σεις των αρι­στε­ρών φο­ρέ­ων. Αυτό μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει το πεδίο συ­μπα­ρά­τα­ξης των τα­ξι­κών ερ­γα­τι­κών και λαϊ­κών δυ­νά­με­ων, υπερ­βαί­νο­ντας κατ’ αρχήν τον επι­κα­θο­ρι­σμό του από πο­λι­τι­κές κα­τευ­θύν­σεις που θέ­τουν προ­οι­μια­κά εμπό­δια : Προ­βο­λή αι­τη­μά­των όπως η απο­κα­τά­στα­ση των μι­σθών, η γε­νι­κευ­μέ­νη επι­δό­τη­ση του συ­νό­λου των ανέρ­γων, ο τερ­μα­τι­σμός του συ­νε­χούς ρο­κα­νί­σμα­τος των συ­ντά­ξε­ων, η κα­τάρ­γη­ση της βα­ριάς φο­ρο­λο­γι­κής επι­βά­ρυν­σης των ερ­γα­ζο­μέ­νων (ΕΝΦΙΑ, άμεση φο­ρο­λο­γία, ΦΠΑ κλπ.). Αυτή η στο­χο­θε­σία μπο­ρεί να εκ­φρά­σει την πλειο­νό­τη­τα του ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού της χώρας (το 62% του «όχι» του Ιου­λί­ου 2015, σε σχέση με το 38% του «ναι» των αστι­κών δυ­νά­με­ων), πράγ­μα που δεν μπο­ρεί να επι­τευ­χθεί με τις επι­διώ­ξεις των επι­μέ­ρους πο­λι­τι­κών κομ­μά­των της Αρι­στε­ράς (π.χ. προ­οι­μια­κή υιο­θέ­τη­ση εθνι­κού νο­μί­σμα­τος, «ατσά­λω­μα» του κομ­μα­τι­κού υπο­κει­μέ­νου, εδώ και τώρα απο­χώ­ρη­ση από όλες τις μορ­φές της ευ­ρω­παϊ­κής ολο­κλή­ρω­σης κ.ά.).

Έχει ήδη απο­δει­χθεί από την υπαρ­κτή εμπει­ρία ότι οι επι­μέ­ρους αυτές πο­λι­τι­κές γραμ­μές δεν μπο­ρούν να έχουν πλα­τειά λαϊκά και ερ­γα­τι­κά ακρο­α­τή­ρια, ενώ απε­να­ντί­ας ένα κί­νη­μα λαϊ­κής χει­ρα­φέ­τη­σης με την μορφή ενός αγω­νι­στι­κού κοι­νω­νι­κού με­τώ­που είναι σε θέση να αγκα­λιά­σει την ίδια τη λαϊκή πλειο­ψη­φία. Αυτή άλ­λω­στε είναι η ευ­και­ρία για την ίδια την κοι­νω­νι­κή ανα­βά­πτι­ση της Αρι­στε­ράς, σε σχέση με εκ­φυ­λι­στι­κά γρα­φειο­κρα­τι­κά φαι­νό­με­να, μα­κριά  από τα αγριε­μέ­να κύ­μα­τα μιας τα­ραγ­μέ­νης θά­λασ­σας που είναι η τα­ξι­κή δια­πά­λη στους ίδιους τους χώ­ρους της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής. Γρα­φειο­κρα­τιών που πά­ντο­τε βρί­σκο­νται υπε­ρά­νω των ερ­γα­τι­κών τα­ξι­κών αντα­γω­νι­σμών, θε­ω­ρούν αυ­τό­κλη­τα τον εαυτό τους ως δυ­νη­τι­κό «κα­θο­δη­γη­τή», «συ­μπα­ρα­στέ­κο­νται» στους λαϊ­κούς αγώ­νες αλλά είναι μα­κριά από την πυ­ρο­δό­τη­ση και την διε­ξα­γω­γή τους.

Ρόλος της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής πο­λι­τι­κής στο κοι­νω­νι­κό κί­νη­μα

Ένα τέ­τοιο αυ­τό­νο­μο και πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νο κοι­νω­νι­κό μέ­τω­πο μπο­ρεί να ξε­κι­νή­σει με την συν­δυα­σμέ­νη πα­ρέμ­βα­ση των ρι­ζο­σπα­στι­κών ερ­γα­τι­κών δυ­νά­με­ων, των ανέρ­γων, της νε­ο­λαί­ας και των συ­ντα­ξιού­χων. Το ζή­τη­μα είναι να απο­κτή­σουν ένα διευ­ρυ­μέ­νο μέ­γε­θος, πέραν πά­ντο­τε του ερ­γο­δο­τι­κού και κυ­βερ­νη­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού, έτσι ώστε να μπο­ρούν ντε φάκτο να θέ­σουν προς τις δυ­νά­μεις που συ­σπει­ρώ­νο­νται στο ΠΑΜΕ την ανα­γκαιό­τη­τα της τα­ξι­κής συ­μπα­ρά­τα­ξης, πέρα από τη λο­γι­κή του συν­δι­κά­του – μακρύ χέρι του κόμ­μα­τος. Μια ισχυ­ρή ανά­πτυ­ξη του ρι­ζο­σπα­στι­κού ερ­γα­τι­κού ρεύ­μα­τος, (μα­κράν της οποιασ­δή­πο­τε λο­γι­κής «ακτι­βι­σμού» που δεν δη­μιουρ­γεί κί­νη­μα παρά μόνον εντυ­πώ­σεις) είναι σε θέση με βάση τους συ­σχε­τι­σμούς δυ­νά­με­ων να εγκα­λέ­σει και να συ­σπει­ρώ­σει (στην πε­ρί­πτω­ση που το ΠΑΜΕ συ­νε­χί­ζει την στάση απο­μο­νω­τι­σμού και κομ­μα­τι­κής πε­ρι­χα­ρά­κω­σης) τον ερ­γα­τι­κό κόσμο αυτής της πα­ρά­τα­ξης, ολο­κλη­ρώ­νο­ντας τη συ­γκρό­τη­ση ενός αυ­το­τε­λούς κοι­νω­νι­κού αγω­νι­στι­κού με­τώ­που.

Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά προ­κύ­πτει ότι η αρι­στε­ρή συ­μπα­ρά­τα­ξη δεν είναι άμεσα εφι­κτή εξ αι­τί­ας των ρι­ζι­κά δια­φο­ρε­τι­κών πο­λι­τι­κών γραμ­μών των υπαρ­κτών αρι­στε­ρών ρευ­μά­των. Άλ­λω­στε δεν είναι δυ­να­τή ούτε και στο επί­πε­δο των στρα­τη­γι­κών στό­χων, μια και ανα­δει­κνύ­ο­νται δια­φο­ρε­τι­κά είδη «σο­σια­λι­σμού» : Στη μία πε­ρί­πτω­ση πρό­κει­ται για τον «κρα­τι­κό κα­πι­τα­λι­σμό» κατά τα ανα­το­λι­κά κοι­νω­νι­κά πρό­τυ­πα, σε άλλη πε­ρί­πτω­ση πρό­κει­ται για τη δη­μο­κρα­τία των ερ­γα­ζο­μέ­νων με αυ­το­δια­χεί­ρι­ση και πλήρη λαϊκή χει­ρα­φέ­τη­ση, σε μια άλλη πε­ρί­πτω­ση ο «σο­σια­λι­σμός» νο­εί­ται ως συ­νώ­νυ­μος της λει­τουρ­γί­ας «κρα­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων» και προ­ϊ­όν της αστι­κής οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης κλπ. Υπό ορι­σμέ­νες προ­ϋ­πο­θέ­σεις είναι δυ­να­τή η  με­τω­πι­κή κοι­νω­νι­κή ενό­τη­τα της ερ­γα­τι­κής τάξης, των ανέρ­γων, των συ­ντα­ξιού­χων και της νε­ο­λαί­ας (μα­κράν της λο­γι­κής της εθνι­κής συ­σπεί­ρω­σης των πα­τριω­τι­κών δυ­νά­με­ων σε μια δια­τα­ξι­κή συμ­μα­χία). Κλα­σι­κό το γό­νι­μο πα­ρά­δειγ­μα του γαλ­λι­κού κοι­νω­νι­κού κι­νή­μα­τος με τη λει­τουρ­γία της Ιντερ­συ­ντι­κάλ, της ορι­ζό­ντιας δη­λα­δή συ­μπα­ρά­τα­ξης των συν­δι­κα­λι­στι­κών ρευ­μά­των (CGT, Solidaires, FO κλπ.), παρά τις επι­μέ­ρους ση­μα­ντι­κές πο­λι­τι­κές δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις, όπως απο­δεί­χθη­κε στο απερ­για­κό κί­νη­μα του 2016 απέ­να­ντι στο νόμο της Μυ­ριάμ Ελ Κομρί.

Βέ­βαια και αυτό για να συμ­βεί απο­τε­λεί στόχο προς κα­τά­κτη­ση εξ αι­τί­ας του δια­χω­ρι­σμού ΠΑΜΕ, Πα­ρεμ­βά­σε­ων και ΜΕΤΑ. Για να επι­τευ­χθεί μια αρι­στε­ρή κοι­νω­νι­κή συ­μπα­ρά­τα­ξη χρειά­ζε­ται την αυ­το­τε­λή πα­ρέμ­βα­ση των ρι­ζο­σπα­στι­κών ερ­γα­τι­κών δυ­νά­με­ων στο σύ­νο­λο της ερ­γα­ζό­με­νης κοι­νω­νί­ας (και όχι μόνον στον συ­νή­θη, προ­στα­τευ­μέ­νο από τη μο­νι­μό­τη­τα, χώρο των δη­μο­σί­ων υπαλ­λή­λων), τη διεύ­ρυν­ση αυτού του ρεύ­μα­τος στην κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή και στους ανέρ­γους και συ­ντα­ξιού­χους. Μόνον σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση μπο­ρεί να προ­α­χθεί η αρι­στε­ρή λαϊκή ενό­τη­τα, με βάση τη ση­μα­ντι­κή αλ­λα­γή του συ­σχε­τι­σμού των δυ­νά­με­ων, εντός του στρα­το­πέ­δου του τα­ξι­κού κι­νή­μα­τος. Εάν αυτά πραγ­μα­το­ποι­η­θούν, τότε η προ­βο­λή αυτού του ενω­τι­κού με­τώ­που στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο με όρους διεκ­δι­κη­τι­κούς (ου­σια­στι­κά κα­τάρ­γη­ση όλων των εφαρ­μο­στι­κών νόμων των τεσ­σά­ρων συ­νε­χών μνη­μο­νί­ων), είναι σε θέση να ανα­δια­τά­ξει και να επα­να­προσ­διο­ρί­σει τα πράγ­μα­τα στο ελ­λη­νι­κό αρι­στε­ρό κί­νη­μα, με όρους τα­ξι­κά γειω­μέ­νους και ρι­ζο­σπα­στι­κά αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κούς. Κι’ αυτό γιατί δεν είναι δυ­να­τό να υπάρ­ξει αρι­στε­ρό πο­λι­τι­κό και συν­δι­κα­λι­στι­κό κί­νη­μα που να μην έχει στο επί­κε­ντρό του την αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή στο μεί­ζον κοι­νω­νι­κό ζή­τη­μα. Η Αρι­στε­ρά είτε θα είναι αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή και χει­ρα­φε­τη­τι­κή, είτε δεν θα υπάρ­χει και θα ανα­πα­ρά­γε­ται με στρε­βλούς κυ­ριο­λε­κτι­κά όρους, υπη­ρε­τώ­ντας σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση την κα­τί­σχυ­ση μι­κρο­α­στι­κών ή ακόμα και αστι­κών συμ­φε­ρό­ντων.

Η δρο­μο­λό­γη­ση μιας τέ­τοιας πο­ρεί­ας κοι­νω­νι­κής λαϊ­κής αντι­πο­λί­τευ­σης στα σί­γου­ρα απαι­τεί την λει­τουρ­γία ενός αρι­στε­ρού πο­λι­τι­κού υπο­κει­μέ­νου που να χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από στα­θε­ρές οι οποί­ες υπερ­βαί­νουν τις ση­με­ρι­νές ανε­πάρ­κειες των αρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών : Έχει στο επί­κε­ντρό του κυ­ρί­αρ­χα το κοι­νω­νι­κό τα­ξι­κό ζή­τη­μα, τη μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή και την κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­καμ­ψη, αντί να πα­ρα­πέ­μπει τις όποιες αλ­λα­γές στο απροσ­διό­ρι­στο μέλ­λον, ή να προ­τάσ­σει προ­οι­μια­κές απο­χω­ρή­σεις από την ευ­ρω­παϊ­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή ολο­κλή­ρω­ση. – Ανα­δει­κνύ­ει κατά τρόπο κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό ένα άμεσο με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα στό­χων πάλης, σε άμεση συ­νά­φεια με τα ζω­τι­κά λαϊκά προ­βλή­μα­τα και ανά­γκες, μόνος δρό­μος εφι­κτός για την διά­νοι­ξη στρα­τη­γι­κών προ­ο­πτι­κών κα­θο­λι­κής ερ­γα­τι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης. – Δια­μορ­φώ­νει ορ­γα­νι­κές σχέ­σεις με τον κόσμο της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας της ιδιω­τι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής, προ­ά­γει τις επι­διώ­ξεις της, εδρά­ζε­ται στην ερ­γα­τι­κή τάξη σε μια σχέση ορ­γα­νι­κής ισό­τι­μης αλ­λη­λο­τρο­φο­δό­τη­σης. – Επι­διώ­κει την συμ­μα­χία των λαϊ­κών δυ­νά­με­ων των «από κάτω», σε μια βάση τα­ξι­κή και αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή, μα­κράν των λο­γι­κών των δια­τα­ξι­κών συ­μπα­ρα­τά­ξε­ων (π.χ. με τις μι­κρο­με­σαί­ες επι­χει­ρή­σεις ή τα «αντι­μο­νο­πω­λια­κά στρώ­μα­τα») και των εθνι­κό – πα­τριω­τι­κών με­τώ­πων κλπ. Τέ­τοιες άλ­λω­στε είναι οι πε­ρι­πτώ­σεις της ση­με­ρι­νής ανό­δου του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος στο πα­γκό­σμιο σκη­νι­κό, από το βρε­τα­νι­κό Ερ­γα­τι­κό Κόμμα μέχρι τους Unidos Podemos, από την «Ανυ­πό­τα­κτη Γαλ­λία» μέχρι τον Μ. Σά­ντερς στις ΗΠΑ κ.ά.

rproject.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος