«Να ξεπεράσουμε τις ιστορικές ήττες του κινήματός μας»

«Να ξεπεράσουμε τις ιστορικές ήττες του κινήματός μας»

  • |

Ανέστης Ταρπάγκος

Πάνω στην σημερινή περίοδο που διανύουμε βαρύνουν με τα σωρευτικά τους αποτελέσματα τρεις μορφές ήττας του κινήματός μας, οι οποίες και εμποδίζουν μια πορεία ανάκαμψης του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς.

Στην ιστο­ρι­κή δια­δρο­μή που εκτεί­νε­ται από την με­τα­πο­λί­τευ­ση μέχρι σή­με­ρα, έχουν κα­τα­γρα­φεί τρία ση­μα­ντι­κά γε­γο­νό­τα των οποί­ων οι συ­νέ­πειες δεν έχουν κατά κα­νέ­ναν τρόπο ξε­πε­ρα­στεί. Πρό­κει­ται για : Την κα­τάρ­ρευ­ση των ανα­το­λι­κών κα­θε­στώ­των του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού» με τον οποίο είχε συν­δε­θεί ορ­γα­νι­κά το ελ­λη­νι­κό κομ­μου­νι­στι­κό κί­νη­μα στο κύριο και κυ­ρί­αρ­χο μέρος του. – Τον εκ­φυ­λι­σμό του ρι­ζο­σπα­στι­κού ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος που ση­μα­το­δο­τή­θη­κε από την εί­σο­δο στο προ­σκή­νιο των ερ­γο­στα­σια­κών σω­μα­τεί­ων και των ομο­σπον­διών της κοι­νής ωφέ­λειας, εξ αι­τί­ας της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης με­τάλ­λα­ξης της ελ­λη­νι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας. – Τέλος την χρε­ο­κο­πία του κι­νή­μα­τος της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς (και κατά μία έν­νοια της Αρι­στε­ράς εν γένει) που εν­σαρ­κώ­θη­κε από τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και ο οποί­ος αφού κα­τέ­λα­βε την κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία απο­ποι­ή­θη­κε το ίδιο του το πρό­γραμ­μα, πέ­τα­ξε σαν κου­ρε­λό­χαρ­το τις ίδιες του τις λαϊ­κές δε­σμεύ­σεις.

Οι τρεις αυτές πα­ρά­με­τροι επι­δρούν συν­δυα­στι­κά στο ση­με­ρι­νό κί­νη­μα και ορί­ζουν τα πε­ριο­ρι­σμέ­να πλαί­σια της επιρ­ρο­ής και της απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τάς του: Το κί­νη­μα της κα­θο­λι­κής λαϊ­κής χει­ρα­φέ­τη­σης ενός ρη­ξι­κέ­λευ­θου αντι­κα­πι­τα­λι­σμού δεν μπο­ρεί να έχει αξιό­λο­γη προ­ο­πτι­κή, παρά ξε­περ­νώ­ντας τις συ­νέ­πειες αυτών των τριών ηττών. Το πρώτο ζή­τη­μα έχει να κάνει με το ίδιο το σο­σια­λι­στι­κό όραμα που δια­δρα­μα­τί­ζει καί­ριο ρόλο στην δια­μόρ­φω­ση των λαϊ­κών συ­νει­δή­σε­ων αλλά και στην εμ­βέ­λεια του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος. – Το δεύ­τε­ρο έχει να κάνει με την κα­τα­γρα­φό­με­νη σή­με­ρα ολο­σχε­ρή απο­ψί­λω­ση και πα­θη­τι­κο­ποί­η­ση του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος, πρω­τί­στως στην πλειο­ψη­φι­κή ιδιω­τι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή, πράγ­μα που επι­τεί­νε­ται τα μέ­γι­στα από την υψηλή ανερ­γία και την πίεση που ασκεί ο εφε­δρι­κός στρα­τός στην ενερ­γό ερ­γα­σία. – Το τρίτο τέλος αφορά το πρό­σφα­το φαι­νό­με­νο της μνη­μο­νια­κής με­τάλ­λα­ξης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ που έχει αδρα­νο­ποι­ή­σει ένα με­γά­λο μέρος του ερ­γα­ζό­με­νου κό­σμου, και έχει να κάνει με τις μορ­φές υπό­στα­σης της ίδιας της Αρι­στε­ράς.

Η κα­κο­ποί­η­ση της σο­σια­λι­στι­κής επαγ­γε­λί­ας

          Ξε­κι­νώ­ντας από την πρώτη μορφή ήττας του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος, δεν μπο­ρεί κα­νείς παρά να δια­πι­στώ­σει ότι η ολο­σχε­ρής κα­τάρ­ρευ­ση των κα­θε­στώ­των του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού» είχε καί­ριες συ­νέ­πειες στην επιρ­ροή των κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των, οδη­γώ­ντας τα είτε στην πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση, είτε στον ρι­ζι­κό πε­ριο­ρι­σμό τους, πλήτ­το­ντας κα­θο­ρι­στι­κά το κύρος και την αξιο­πι­στία τους. Το ζή­τη­μα βέ­βαια δεν ήταν η «κα­τάρ­ρευ­ση» αυτή καθ’ εαυτή, που υπήρ­ξε ένα από τα σπου­δαιό­τε­ρα γε­γο­νό­τα του 20ου αιώνα και δεν μπο­ρεί να αμ­φι­σβη­τη­θεί. Το θέμα είναι ότι η ελ­λη­νι­κή Αρι­στε­ρά στις δύο κύ­ριες εκ­φρά­σεις της, το ΚΚΕ από τη μια πλευ­ρά και τον ΣΥΝ (και τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ) από την άλλη πλευ­ρά, ούτε μπό­ρε­σε να ερ­μη­νεύ­σει το χα­ρα­κτή­ρα και την φύση αυτών των κα­θε­στώ­των, ούτε να λει­τουρ­γή­σει δια­λε­κτι­κά και δια­φω­τι­στι­κά για τον ερ­γα­ζό­με­νο λαό, ούτε και να προ­χω­ρή­σει σε νέες μορ­φές συν­θέ­σε­ων και ανα­φο­ρών που να απο­κα­θι­στούν τον ίδιο τον σο­σια­λι­σμό, ο οποί­ος και βά­ναυ­σα δει­νο­πά­θη­σε στη διάρ­κεια πολ­λών δε­κα­ε­τιών του προη­γού­με­νου αιώνα στις ανα­το­λι­κές χώρες.

Το απο­τέ­λε­σμα ήταν ότι στα μάτια της με­γά­λης πλειο­νό­τη­τας των ερ­γα­ζο­μέ­νων τά­ξε­ων στις χώρες της δυ­τι­κής Ευ­ρώ­πης, ο σο­σια­λι­σμός ταυ­τί­στη­κε με ένα κα­θε­στώς απε­χθές, βα­σι­σμέ­νο στην κυ­ριαρ­χία της τε­χνο­κρα­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας, στον πο­λι­τι­κό δε­σπο­τι­σμό, στην εκ­με­τάλ­λευ­ση και υπο­τέ­λεια της ερ­γα­τι­κής τάξης, στην απου­σία των πο­λι­τι­κών ελευ­θε­ριών και δη­μο­κρα­τι­κών δι­καιω­μά­των. Μ’ αυτή την έν­νοια τα όρια επιρ­ρο­ής της Αρι­στε­ράς ήταν πλέον εξαι­ρε­τι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­να, αδυ­να­τώ­ντας να αγκα­λιά­ζουν ευ­ρύ­τε­ρα ερ­γα­ζό­με­να στρώ­μα­τα. Το δυ­στύ­χη­μα είναι ότι και σή­με­ρα, ένα τέ­ταρ­το και πλέον του αιώνα μετά το με­ταίχ­μιο του 1989, το ΚΚΕ συ­νε­χί­ζει να θε­ω­ρεί αυτά τα κα­θε­στώ­τα ως μορ­φές σο­σια­λι­στι­κής κοι­νω­νι­κής ορ­γά­νω­σης, να υπε­ρα­μύ­νε­ται της φυ­σιο­γνω­μί­ας τους (πα­ρό­λο που οι ερ­γα­τι­κές τά­ξεις της ανα­το­λής δεν κού­νη­σαν καν το δα­χτυ­λά­κι τους για να τα υπε­ρα­σπι­σθούν), πράγ­μα που εξ αντι­κει­μέ­νου λει­τουρ­γεί απω­θη­τι­κά για τις λαϊ­κές τά­ξεις. Από την άλλη πλευ­ρά ο ΣΥΝ (και ο με­τέ­πει­τα ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ) έκανε λόγο για σο­σια­λι­σμό με «δη­μο­κρα­τία και ελευ­θε­ρία», υπο­νο­ώ­ντας προ­φα­νώς ότι στα κα­θε­στώ­τα αυτά λει­τουρ­γού­σε μια ορι­σμέ­νη σο­σια­λι­στι­κή οι­κο­νο­μι­κή υπό­βα­ση, και εκεί­νο που κλω­τσού­σε ήταν η λει­τουρ­γία του εποι­κο­δο­μή­μα­τος, όπου απου­σί­α­ζαν οι δη­μο­κρα­τι­κές ελευ­θε­ρί­ες.

Και στις δύο αυτές πε­ρι­πτώ­σεις (και με την εξαί­ρε­ση ορι­σμέ­νων μι­κρό­τε­ρων αρι­στε­ρών σχη­μά­των όπως π.χ. το ΝΑΡ στη διάρ­κεια της δε­κα­ε­τί­ας του 1990), κα­τα­γρά­φε­ται ακόμη και σή­με­ρα μια άνευ προη­γου­μέ­νου ανε­πάρ­κεια μαρ­ξι­στι­κής προ­σέγ­γι­σης αυτών των κοι­νω­νιών, ανοι­χτής εξή­γη­σης στον λαϊκό κόσμο περί τίνος επρό­κει­το, και δια­χω­ρι­σμού της έν­νοιας του σο­σια­λι­σμού από αυτό που τε­λι­κά υπήρ­ξε το αντί­στρο­φό του. Κι’ αυτό δεν ήταν άλλο από το γε­γο­νός ότι ο «υπαρ­κτός σο­σια­λι­σμός», μετά τον εκ­φυ­λι­σμό της πρώ­της πε­ριό­δου της οκτω­βρια­νής επα­νά­στα­σης, υπήρ­ξε ένα κα­θε­στώς δε­σπο­τι­κού κρα­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, ο οποί­ος και έδωσε ιστο­ρι­κά την θέση του στον νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο ιδιω­τι­κό κα­πι­τα­λι­σμό. Ένα κα­θε­στώς στε­ρη­μέ­νο της κοι­νω­νι­κής ιδιο­κτη­σί­ας των μέσων πα­ρα­γω­γής, με μια ερ­γα­τι­κή τάξη ακρω­τη­ρια­σμέ­νη από τα πο­λι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά της δι­καιώ­μα­τα, ένα σύ­στη­μα ιε­ραρ­χι­κού κα­τα­με­ρι­σμού της γνώ­σης και της ερ­γα­σί­ας (ακόμη ισχυ­ρό­τε­ρο από ό,τι στον δυ­τι­κό κα­πι­τα­λι­σμό), με κα­τα­πιε­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της κυ­ρί­αρ­χης τα­ξι­κά τε­χνο­κρα­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας στο σύ­νο­λο της κοι­νω­νί­ας και των εκ­φρά­σε­ών της κλπ. Δεν ήταν το εποι­κο­δό­μη­μα αυ­ταρ­χι­κό και αντι­δη­μο­κρα­τι­κό, αλλά ήταν και η υπο­δο­μή χα­ραγ­μέ­νη με τα γνω­ρί­σμα­τα του κα­πι­τα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής.

Μ’ αυτή την έν­νοια η Αρι­στε­ρά δεν λει­τούρ­γη­σε επί μια σχε­δόν τρια­κο­ντα­ε­τία ως φο­ρέ­ας της κοι­νω­νι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης των ερ­γα­ζο­μέ­νων, ως υπο­κεί­με­νο κα­θο­λι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης των πο­λι­τών, ως ορ­γα­νω­τής μιας σο­σια­λι­στι­κής κοι­νω­νι­κής προ­ο­πτι­κής. Αυτό είναι από τους θε­με­λιώ­δεις λό­γους που το ελ­λη­νι­κό αρι­στε­ρό κί­νη­μα πα­ρα­γκω­νί­σθη­κε από την κυ­ριαρ­χία του αστι­κού πο­λι­τι­κού δι­πό­λου συ­ντη­ρη­τι­σμού και σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ΝΔ και ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ). Οποια­δή­πο­τε πο­λι­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση στο επί­πε­δο της συ­γκυ­ρί­ας, με οποια­δή­πο­τε τα­ξι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, και με οποια­δή­πο­τε αντι­μνη­μο­νια­κή ση­μα­το­δό­τη­ση, δεν μπο­ρεί να επι­τύ­χει την διεύ­ρυν­σή του εφό­σον το ορα­μα­τι­κό του πεδίο κα­λύ­πτε­ται από πρό­τυ­πα «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού», ή του τρα­γε­λα­φι­κού σο­σια­λι­σμού «με ελευ­θε­ρία και δη­μο­κρα­τία», κι’ αυτό τα λαϊκά στρώ­μα­τα το γνω­ρί­ζουν κα­λύ­τε­ρα από οποιον­δή­πο­τε.

Από την ερ­γα­τι­κή τα­ξι­κό­τη­τα  στον ερ­γο­δο­τι­κό συν­δι­κα­λι­σμό

          Σ’ ένα δεύ­τε­ρο επί­πε­δο, εκεί­νο που έχει κα­τα­γρα­φεί στη διάρ­κεια των δε­κα­ε­τιών της με­τα­πο­λί­τευ­σης είναι η προ­βο­λή στο προ­σκή­νιο του ερ­γο­στα­σια­κού και κοι­νω­φε­λούς συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος (1974 – 1990) και η πα­ρα­φθο­ρά και με­τάλ­λα­ξή του που επήλ­θε από την με­τα­τό­πι­ση του ΠΑΣΟΚ στο πεδίο του ακραί­ου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού (1990 – 2012) : Η ήττα της ελ­λη­νι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας επό­με­νο ήταν να συ­μπα­ρα­σύ­ρει και το ρι­ζο­σπα­στι­κό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα που είχε ιστο­ρι­κά συν­δε­θεί μαζί της. Κι’ αυτό γιατί από την άλλη πλευ­ρά το ελ­λη­νι­κό κομ­μου­νι­στι­κό κί­νη­μα είτε είχε στα­θεί εχθρι­κά προς τον ερ­γο­στα­σια­κό συν­δι­κα­λι­σμό (ΚΚΕ), είτε λει­τουρ­γού­σε απω­θη­τι­κά (συμ­μα­χία με την δη­μο­κρα­τι­κή αντι­δι­κτα­το­ρι­κή δεξιά του ΚΚΕ εσ.). Αυτό το κί­νη­μα, που ήταν πλειο­ψη­φι­κό στον ερ­γα­τι­κό συν­δι­κα­λι­σμό, είχε φτά­σει στο επί­πε­δο της διεκ­δί­κη­σης της κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης και του ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου (ΓΕΝΟΠ /ΔΕΗ, ΟΒΕΣ, ΟΜΕ / ΟΤΕ, ΟΤΟΕ κλπ.), επι­χει­ρώ­ντας να συν­δέ­σει την κί­νη­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης με την σο­σια­λι­στι­κή επαγ­γε­λία.

Η με­γά­λη του δο­κι­μα­σία έγινε στο δεύ­τε­ρο μισό της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, όταν βρέ­θη­κε αντι­μέ­τω­πο με τον αρ­χό­με­νο κυ­βερ­νη­τι­κό μο­νε­τα­ρι­σμό, όπου αυ­το­νο­μή­θη­κε από την επιρ­ροή του ΠΑΣΟΚ, και επι­χεί­ρη­σε να απο­κτή­σει μια αυ­το­τε­λή συν­δι­κα­λι­στι­κή και πο­λι­τι­κή υπό­στα­ση (ΣΣΕΚ). Ωστό­σο αυτό το εγ­χεί­ρη­μα είχε πε­ριο­ρι­σμέ­νη διάρ­κεια, και δεν είχε την δυ­να­μι­κή και επάρ­κεια εκεί­νη να δια­δρα­μα­τί­σει το ρόλο του ερ­γα­τι­κού, κοι­νω­νι­κού και πο­λι­τι­κού, υπο­κει­μέ­νου και οδη­γή­θη­κε στην επα­νεν­σω­μά­τω­σή του στους μη­χα­νι­σμούς της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας. Τε­λευ­ταία του ανα­λα­μπή οι με­γά­λες κι­νη­το­ποι­ή­σεις στην τριε­τία της δε­ξιάς δια­κυ­βέρ­νη­σης (1990 – 93) για την απο­τρο­πή της ιδιω­τι­κο­ποί­η­σης των αστι­κών συ­γκοι­νω­νιών της Αθή­νας (ΕΑΣ).

Από εκεί και πέρα και σ’ όλα τα επό­με­να χρό­νια στα­δια­κά με­τα­σχη­μα­τι­ζό­ταν μέχρι σή­με­ρα σε μη­χα­νι­σμό του κυ­βερ­νη­τι­κού και ερ­γο­δο­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού, υπο­κλι­νό­με­νο στις κα­τευ­θύν­σεις της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης, μια πο­ρεία πα­ράλ­λη­λη με τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη με­τάλ­λα­ξη του ΠΑΣΟΚ. Απο­δέ­χθη­κε τη δια­δι­κα­σία ελα­στι­κο­ποί­η­σης των ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων, το μα­κρο­χρό­νιο πά­γω­μα των ερ­γα­τι­κών μι­σθών, τη λο­γι­κή της υιο­θέ­τη­σης της δε­κά­ω­ρης ερ­γα­σί­ας, τη στα­δια­κή εφαρ­μο­γή του προ­γράμ­μα­τος ιδιω­τι­κο­ποί­η­σης των δη­μό­σιων επι­χει­ρή­σε­ων κλπ. Η τε­λευ­ταία πράξη γε­νι­κής του ανά­τα­ξης στά­θη­κε η μα­ζι­κή πα­νερ­γα­τι­κή απερ­γία του Απρι­λί­ου 2001 για την προ­στα­σία της Κοι­νω­νι­κής Ασφά­λι­σης. Το ερ­γα­τι­κό απερ­για­κό κί­νη­μα απέ­να­ντι στο πρώτο μνη­μό­νιο του 2010 – 12, ενώ είχε επι­δεί­ξει ση­μα­ντι­κή ζω­τιό­τη­τα, εντού­τοις πο­δη­γε­τή­θη­κε από τον θε­σμι­κό συν­δι­κα­λι­σμό της συ­ναί­νε­σης στην ερ­γο­δο­σία και την κυ­βέρ­νη­ση, οδη­γώ­ντας στην ήττα των απερ­για­κών κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων. Εντού­τοις η ερ­γα­τι­κή πλειο­νό­τη­τα της κοι­νω­νι­κής βάσης της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας με­τα­κι­νή­θη­κε πλέον προς τα «αρι­στε­ρά», ανα­ζη­τώ­ντας μια αντι­μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή διέ­ξο­δο, την οποία ευαγ­γε­λί­ζο­νταν η Ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά.

Η πα­ρα­φθο­ρά και ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός αυτού του με­τα­πο­λι­τευ­τι­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος (από τον λαϊκό ρι­ζο­σπα­στι­σμό στον ερ­γο­δο­τι­κό συν­δι­κα­λι­σμό), οδή­γη­σε στην στα­δια­κή «από­συρ­ση» της ερ­γα­τι­κής τάξης από το πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο, τη στιγ­μή που το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ από την άλλη πλευ­ρά, βα­σι­ζό­με­να σε έναν απο­ψι­λω­μέ­νο κλα­δι­κό συν­δι­κα­λι­σμό, αδυ­να­τού­σαν να εκ­φρά­σουν και να κι­νη­το­ποι­ή­σουν την ερ­γα­ζό­με­νη πλειο­ψη­φία. Η μα­ζι­κή ανερ­γία η οποία εκλύ­θη­κε από την κρίση κα­πι­τα­λι­στι­κής υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης στα προη­γού­με­να χρό­νια ήρθε κυ­ριο­λε­κτι­κά να επι­φέ­ρει  το τε­λειω­τι­κό χτύ­πη­μα στο πάλαι ποτέ ρι­ζο­σπα­στι­κό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα. Το γε­γο­νός αυτό δη­μιούρ­γη­σε το έδα­φος για την εμπέ­δω­ση της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης ιδε­ο­λο­γί­ας στις ίδιες τις λαϊ­κές συ­νει­δή­σεις, αλλά και στην ιδιαί­τε­ρη ισχυ­ρο­ποί­η­ση των μι­κρο­α­στι­κών στρω­μά­των της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας και την εξά­πλω­ση του εκ­συγ­χρο­νι­σμού.

Μι­κρο­α­στι­κός εκ­συγ­χρο­νι­σμός και λαϊ­κός ρι­ζο­σπα­στι­σμός

          Η τρίτη μορφή της ήττας του ελ­λη­νι­κού κι­νή­μα­τος στά­θη­κε η ση­με­ρι­νή χρε­ο­κο­πία της κυ­βερ­νη­τι­κής δια­χεί­ρι­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, με την έν­νοια ότι ενώ ο σχη­μα­τι­σμός της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς είχε κα­τα­γρα­φεί ως φο­ρέ­ας λαϊ­κών με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κών επι­διώ­ξε­ων (κα­τάρ­γη­ση των μνη­μο­νί­ων και των εφαρ­μο­στι­κών τους νόμων, απο­κα­τά­στα­ση των μι­σθών και των συ­ντά­ξε­ων, απαλ­λα­γή των λαϊ­κών στρω­μά­των από την υπέρ­με­τρη φο­ρο­λό­γη­ση, μα­ταί­ω­ση της απο­κρα­τι­κο­ποί­η­σης κοι­νω­φε­λών επι­χει­ρή­σε­ων κλπ.), απο­ποι­ή­θη­κε τις προ­γραμ­μα­τι­κές του δε­σμεύ­σεις και τέ­θη­κε στην υπη­ρε­σία της αστι­κής πο­λι­τι­κής, σε ελ­λη­νι­κό και ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο. Εκεί­νο που είχε να κάνει η Αρι­στε­ρά ήταν να πραγ­μα­τώ­σει τον εαυτό της, να επι­ζη­τή­σει την επι­κύ­ρω­ση των λαϊ­κών τά­ξε­ων (και αυτό το απέ­δει­ξε το αντι­μνη­μο­νια­κό δη­μο­ψή­φι­σμα της 5ης Ιου­λί­ου 2015), και να αντι­πα­ρα­τε­θεί στο σύ­νο­λο των δυ­νά­με­ων, της ελ­λη­νι­κής αστι­κής τάξης και των ορ­γά­νων της ευ­ρω­παϊ­κής ολο­κλή­ρω­σης, που στέ­κο­νταν εμπό­διο στην υλο­ποί­η­ση του στοι­χειώ­δους ρι­ζο­σπα­στι­κού της προ­γράμ­μα­τος. Αντί­στοι­χα με ό,τι είχε συμ­βεί στα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1940, όπου το πλειο­ψη­φι­κό εα­μι­κό κί­νη­μα στά­θη­κε ανε­παρ­κές να πραγ­μα­τώ­σει τον εαυτό του, να υλο­ποι­ή­σει τους στό­χους του ΕΑΜ, απο­ποι­ή­θη­κε τις επι­διώ­ξεις της λα­ο­κρα­τί­ας, της δη­μο­κρα­τί­ας κλπ., και τέ­θη­κε υπό την ηγε­μο­νία και κυ­ριαρ­χία της αστι­κής πο­λι­τι­κής, ελ­λη­νι­κής και βρε­τα­νι­κής.

Το να λει­τουρ­γή­σει η ελ­λη­νι­κή Αρι­στε­ρά στη διάρ­κεια των τε­λευ­ταί­ων επτά δε­κα­ε­τιών δύο φορές κατά τον ίδιο τρόπο αναί­ρε­σης του εαυ­τού της, αυτό ση­μαί­νει ότι οι επι­πτώ­σεις από εδώ και πέρα θα είναι εξαι­ρε­τι­κά επώ­δυ­νες. Το να επι­βά­λεις δύο συ­νε­χή μνη­μό­νια μέσα σε μία μόνο χρο­νιά, από εκεί που ευαγ­γε­λι­ζό­σουν την ακύ­ρω­ση των μνη­μο­νί­ων, αυτό είναι ένα απύθ­με­νου θρά­σους πο­λι­τι­κό γε­γο­νός που θα βα­ρύ­νει καί­ρια στην εξέ­λι­ξη του ελ­λη­νι­κού αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος. Κι’ αυτό ακρι­βώς γιατί επρό­κει­το για την ιστο­ρι­κή Αρι­στε­ρά που ανα­λάμ­βα­νε την δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας, σε μια εξαι­ρε­τι­κά κρί­σι­μη πε­ρί­ο­δο, για πρώτη φορά, και όχι για οποιον­δή­πο­τε άλλο σχη­μα­τι­σμό, και επι­πλέ­ον οι συ­νέ­πειές του βα­ρύ­νουν το σύ­νο­λο των αρι­στε­ρών κομ­μά­των (ΚΚΕ, Ανταρ­σύα και Λαϊκή Ενό­τη­τα). Δεν πρό­κει­ται μόνον για την ήττα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, αλλά και ολό­κλη­ρης της ελ­λη­νι­κής Αρι­στε­ράς.

Στη διάρ­κεια της πρώ­της μνη­μο­νια­κής διε­τί­ας (2010 – 12) κα­τα­γρά­φο­νταν μια ολο­κλη­ρω­τι­κή μα­ζι­κή με­τα­κί­νη­ση ερ­γα­ζο­μέ­νων δυ­νά­με­ων της ιστο­ρι­κής επιρ­ρο­ής της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας «προς τα αρι­στε­ρά». Ολό­κλη­ρη αυτή η με­τα­στρο­φή κα­τευ­θύν­θη­κε στη Ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά γιατί επι­δεί­κνυε μια λαϊκή συ­σπει­ρω­τι­κή δυ­να­μι­κή, τη στιγ­μή που το ΚΚΕ και η Ανταρ­σύα δεν κα­τόρ­θω­σαν να συ­σπει­ρώ­σουν πο­λι­τι­κά ούτε ένα μικρό μέρος αυτών των με­τα­κι­νού­με­νων κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ων. Κατά συ­νέ­πεια η ευ­θύ­νη για τις με­τέ­πει­τα εξε­λί­ξεις δεν αφο­ρούν μόνον την με­τάλ­λα­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, αλλά και τους ίδιους τους κομ­μου­νι­στι­κούς σχη­μα­τι­σμούς της ελ­λη­νι­κής Αρι­στε­ράς, που επέ­δει­ξαν μια πρω­το­φα­νών δια­στά­σε­ων ανι­κα­νό­τη­τα να επι­κοι­νω­νή­σουν και να συν­δε­θούν μ’ αυτές τις λαϊ­κές δυ­νά­μεις. Απο­δει­κνύ­ε­ται δυ­στυ­χώς ότι μετά από αυτό, μια τέ­τοια μο­να­δι­κή για την Αρι­στε­ρά ευ­και­ρία, φαί­νε­ται ότι αυτοί οι δύο σχη­μα­τι­σμοί δεν θα κα­τορ­θώ­σουν σχε­δόν ποτέ να διευ­ρυν­θούν και να επη­ρε­ά­σουν τις εξε­λί­ξεις. Συ­νε­πώς η ευ­θύ­νη βα­ρύ­νει όχι μόνον τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, αλλά και το ΚΚΕ και την Ανταρ­σύα, που έλαμ­ψαν δια της απου­σί­ας τους στο κα­θο­ρι­στι­κό με­ταίχ­μιο του κα­λο­και­ριού του 2012, προ­τι­μώ­ντας να κλει­δα­μπα­ρω­θούν στα κά­στρα τους και στον απο­μο­νω­τι­σμό τους.

Η με­τάλ­λα­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν υπήρ­ξε προ­ϊ­όν μιας από­το­μης βο­λο­ντα­ρι­στι­κής «προ­δο­σί­ας – κω­λο­τού­μπας», αλλά απε­να­ντί­ας προ­έ­κυ­ψε ως απο­τέ­λε­σμα του γε­γο­νό­τος της υπό­κλι­σής του στην ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη στην πε­ρί­ο­δο που ήταν ήδη αξιω­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση (Ιού­νιος 2012 – Ια­νουά­ριος 2015). Στην πρώτη φάση ανά­πτυ­ξής του το κόμμα της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, από την ίδρυ­σή του μέχρι το κα­λο­καί­ρι του 2012, λει­τουρ­γού­σε ως εκ­φρα­στής μιας λαϊ­κής, αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης, ρι­ζο­σπα­στι­κής πο­λι­τι­κής, που είχε στο επί­κε­ντρό της την κα­τάρ­γη­ση των μνη­μο­νί­ων. Μετά το 27% και την ανά­δει­ξή του στην θέση του διεκ­δι­κη­τή της πο­λι­τι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης της χώρας, εντά­χθη­καν μα­ζι­κά οι μι­κρο­α­στι­κές δυ­νά­μεις της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας του ΣΥΝ, οι οποί­ες μέχρι τότε τον αντι­με­τώ­πι­ζαν με αδια­φο­ρία, αν όχι με εχθρό­τη­τα (πα­νε­πι­στη­μια­κοί, μη­χα­νι­κοί, δι­κη­γό­ροι, οι­κο­νο­μο­λό­γοι κλπ.), οι οποί­ες διέ­πο­νταν από την πλειο­ψη­φι­κή πο­λι­τι­κή του μι­κρο­α­στι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού της ανα­νε­ω­τι­κής Αρι­στε­ράς του ΣΥΝ. Η ερ­γα­τι­κή τάξη, ενώ πλειο­ψη­φι­κά στή­ρι­ξε στο εκλο­γι­κό επί­πε­δο τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, προσ­δο­κώ­ντας την ακύ­ρω­ση των μνη­μο­νί­ων, ήταν ο «με­γά­λος απών» στη συ­γκρό­τη­ση και τη λει­τουρ­γία αυτού του κόμ­μα­τος.

Επήλ­θαν έτσι δύο με­τα­σχη­μα­τι­σμοί, αλ­λη­λέν­δε­τοι με­τα­ξύ τους: Στο μεν επί­πε­δο της πο­λι­τι­κής υπό­στα­σης επι­βλή­θη­κε η πο­λι­τι­κή του μι­κρο­α­στι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού (φι­λο­ευ­ρω­παϊ­σμός, ανα­πτυ­ξιο­λο­γία κλπ.) επί των δυ­νά­με­ων που δια­τη­ρού­σαν μια στάση λαϊ­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού. Στο επί­πε­δο δε της τα­κτι­κής, υιο­θε­τή­θη­κε πλή­ρως η πο­λι­τι­κή του κυ­βερ­νη­τι­σμού και του εκλο­γι­κι­σμού, με την πα­ράλ­λη­λη υπα­γω­γή των επι­διώ­ξε­ων του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στις κα­τευ­θύν­σεις της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης (πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση, εκ­συγ­χρο­νι­σμός του κρά­τους κλπ.). Ήταν έτσι αυτό το τε­τε­λε­σμέ­νο γε­γο­νός που επέ­βα­λε στη συ­νέ­χεια την υπό­κλι­ση στους θε­σμούς της ευ­ρω­παϊ­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής ολο­κλή­ρω­σης, την απο­δο­χή της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής, της πι­στής εξυ­πη­ρέ­τη­σης των δα­νει­στών, της δη­μο­σιο­νο­μι­κής ασφυ­ξί­ας, της πάση θυσία πα­ρα­μο­νής στην ευ­ρω­ζώ­νη κλπ. Ήδη ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ διέ­θε­τε μια κοι­νο­βου­λευ­τι­κή ομάδα με τους μι­σούς βου­λευ­τές της ελ­λη­νι­κής βου­λής, που στην συ­ντρι­πτι­κή τους πλειο­ψη­φία αντι­προ­σώ­πευαν επί­λε­κτους εκ­προ­σώ­πους του μι­κρο­α­στι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού, που έκα­ναν απο­δε­κτή χωρίς αντιρ­ρή­σεις αυτή τη με­τάλ­λα­ξη, τη στιγ­μή που οι ορ­γα­νω­μέ­νες πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις δεν δια­δρα­μά­τι­σαν κα­νέ­ναν ρόλο.

Ένα σύγ­χρο­νο εγ­χεί­ρη­μα της Αρι­στε­ράς και του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, που το­πο­θε­τεί­ται στο πεδίο της αντι­μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής και διέ­πε­ται από μια αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή φυ­σιο­γνω­μία, στην ανά­πτυ­ξη της πα­ρέμ­βα­σής του, έχει να ξε­πε­ρά­σει αυτές τις τρεις ζω­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα ήττες του κι­νή­μα­τος, των οποί­ων τα απο­τε­λέ­σμα­τα είναι πα­ρό­ντα στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία: Πλή­ρης σύγ­χυ­ση για το χει­ρα­φε­τη­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο του σο­σια­λι­στι­κού ορά­μα­τος, ισχυ­ρή απο­ψί­λω­ση και κα­θή­λω­ση του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος, ανα­ξιο­πι­στία και αφε­ρεγ­γυό­τη­τα της αρι­στε­ρής πο­λι­τι­κής, εφό­σον ήταν ο κύ­ριος φο­ρέ­ας της που την έριξε στα τάρ­τα­ρα και την έβαλε με το κε­φά­λι κάτω και τα πόδια επάνω. Έχου­με την επάρ­κεια, το σθέ­νος και την αντο­χή να στή­σου­με εκ νέου τα πράγ­μα­τα στα πόδια τους, απο­κα­θι­στώ­ντας το νόημα του σο­σια­λι­σμού, ανα­τάσ­σο­ντας το ερ­γα­τι­κό λαϊκό κί­νη­μα, ξε­περ­νώ­ντας την χρε­ο­κο­πη­μέ­νη εμπει­ρία της δια­κυ­βέρ­νη­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ;

rproject.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος