Όλη η διαστροφή ενός «πολιτισμού» που ηδονίζεται ξανά με την πιθανότητα νέων κρεματορίων, στήνει ηλεκτροφόρους συνοριοφύλακες, λιθοβολεί παιδιά στον ύπνο τους όταν αποτυχαίνει να τα βομβαρδίσει ή να τα πνίξει, βρίσκεται σ’ ένα «σωσίβιο».
Της Νίνας Γεωργιάδου
Πόσο πιο διεστραμμένος μπορεί να είναι ένας νους, απ’ αυτόν που κατασκευάζει ένα σωσίβιο, με αληθοφανή, όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, σχήμα, χρώμα, κορδονάκια που κρέμονται, με υλικό που μουσκεύει και το γεμίζει με υλικό που βαραίνει όταν βρέχεται. Και στήνεται ένας μαύρος κύκλος εργασιών, προμήθεια υλικού, κατασκευή, διάθεση προϊόντος, μάρκετινγκ, τζίρος, τιμή, υπεραξία, κέρδος, θάνατος!
Δεκάδες επιχειρήσεις στην «ασφαλή» χώρα, έγιναν μανιφακτούρες θανάτου. Και ο κυνισμός δεν έχει πάτο. Προσλάμβαναν πρόσφυγες, πληρωμένους με ψίχουλα κι ένα «σωσίβιο». Καμιά αυταπάτη. Οι ίδιες θα στηνόντουσαν κι εδώ και παντού αν η διαδρομή γινόταν ανάποδα. Μόνο η ξεφτίλα και η αποκομιδή κέρδους δεν έχουν σύνορα.
Πόσο πιο φονικός μπορεί να είναι ένας νους απ αυτόν που κατασκευάζει ένα σωσίβιο, προορισμένο να πνίξει;
Πιθανό να είναι το ίδιο διεστραμμένος με αυτόν που κατασκευάζει μια μπουχάρα, με τους χιλιάδες κόμπους της δεμένους από τετράχρονα, λιμοκτονούντα δάχτυλα, για να πατήσουν στα μαλακά ψιλοτάκουνες γόβες και γραβατωμένα σκαρπίνια.
Πιθανό να είναι το ίδιο διεστραμμένος με το νου ενός φασίστα που έχει καεί από τις ψηλές θερμοκρασίες του κρεματορίου που ονειρεύεται.
Χιλιάδες τέτοια νεκροφόρα σωσίβια, ξεβρασμένα στις ακτές, ξεσκισμένα στα βράχια, πατικωμένα στους βυθούς. Πορτοκαλί και μακάβρια φωσφορίζοντα και το καθένα μια ιστορία τρόμου.
Η τελευταία του Ιμπραήμ. Που δεν είναι καν δεκάχρονος. Που η μάνα του κατάλαβε, την ύστατη ώρα του πνιγμού, πως το σωσίβιο ήταν ένα με το θάνατο, έβγαλε το δικό της, του το φόρεσε και μετά βούλιαξε για πάντα.
Πρώτη φορά διερμηνέας δεν μπορούσε να μεταφράσει απ’ τους λυγμούς.
Και ο Ιμπραήμ, μέσα στη μαύρη θλίψη της ορφάνιας του, ντρέπεται για την ακράτεια απ’ το σοκ.
Ο Μιχάλης που έμεινε μαζί του τη νύχτα στο νοσοκομείο, φόρεσε πάνα πάνω απ’ το παντελόνι, για να γλυκάνει τη ντροπή του παιδιού.
Πιο σωσίβιο απ’ τα σωσίβια, μια πάνα!
*Συνέβη χθες στην Κάλυμνο








