Ο Πιερ Ροζανβαλόν είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους πολιτικούς στοχαστές, όχι μόνον στη Γαλλία, αλλά και διεθνώς. Καθηγητής της Ιστορίας της Πολιτικής Θεωρίας στο Collège de France στο Παρίσι, διευθυντής σπουδών στην Ανωτάτη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, θεωρείται ως ένας από τους πιο διακεκριμένους μελετητές των πολιτικών φαινομένων και θεσμών στην Ευρώπη.
Πρόσφατα ο Πιέρ Ροζανβαλόν βρέθηκε στην Αθήνα για μία διάλεξη περί της κρίσης της αντιπροσώπευσης, ως κρίση της δημοκρατίας, στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Στη διάλεξή του, ο οξυδερκής αυτός μελετητής εντόπισε τις αιτίες της κρίσης που διέρχεται η έννοια της αντιπροσώπευσης στους ίδιους παράγοντες που προκαλούν τις μεταπτώσεις στο χαρακτήρα της σύγχρονης δημοκρατίας και τους κλυδωνισμούς που οι νέες δομές της εξουσίας προξενούν στην άσκηση της διακυβέρνησης. Πλέον η σχέση της νομιμοποίησης μέσω της αντιπροσώπευσης έχει αλλάξει ριζικά χαρακτήρα, ακολουθώντας τη εκ βάθρων μεταλλαγή του χαρακτήρα της άσκησης της δημοκρατίας. Η κρίση της άσκησης της δημοκρατίας, κατά τον ίδιον, γεννά τα διάφορα παθογόνα φαινόμενα, όπως ο λαϊκισμός, καθώς η ίδια η εκτελεστική εξουσία, που εκ φύσεως δεν είναι αντιπροσωπευτική, ταυτίζεται πλέον με την κεντρική εξουσία και πολύ περισσότερο με την εικόνα του απολυταρχικού ηγέτη. Οι μεταβολές τούτες στον παραδοσιακό ορισμό των εννοιών δημοκρατία, εξουσία, εκλογές και ηγέτης, κατά τον Ροζανβαλόν αποτελούν τις αιτίες για τη δυσθυμία του εκλογικού σώματος και της κοινωνίας ολόκληρης απέναντι στο πολιτικό σύστημα των ημερών μας και τη δυσπιστία απέναντι στα κόμματα, αλλά και στους υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως π.χ. την ΕΕ.
Με την ευκαιρία της διάλεξής του, ο διακεκριμένος καθηγητής παραχώρησε συνέντευξη στον Γιώργη-Βύρωνα Δάβο για λογαριασμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ. Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης.
Ερ.: Κύριε Ροζανβαλόν, ευχαριστούμε που μιλάτε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Είσθε ένας από τους πιο σημαντικούς μελετητές της ιστορίας των πολιτικών εξελίξεων και υπ’ αυτό το πρίσμα θα θέλαμε να ξεκινήσουμε με μία αναπόφευκτη ερώτηση: Ποια είναι η δική σας ανάγνωση της ελληνικής εμπειρίας;
Απ.: Αντίθετα με ό,τι μπορεί κανείς να σκεφθεί, η ελληνική εμπειρία αποτελεί ένα σαφές σύμπτωμα της γενικότερης ευρωπαϊκής εμπειρίας. Είναι η εμπειρική απόδειξη της αποδόμησης της έννοιας και της δομής του κλασικού πολιτικού κόμματος. Βέβαια, θα έλεγα πως η πρώτη χώρα που βίωσε την αποδόμηση του παραδοσιακού πολιτικού κόμματος ήταν η Ιταλία. Διότι η σύνθεση του ιταλικού πολιτικού χάρτη ισορροπούσε ανάμεσα στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και στο ΚΚΙ κι αμφότερα κατέρρευσαν στις αρχές του ’90. Το δε ΚΚΙ έκανε μόνο του χαρακίρι γιατί το ’91 επέλεξε να μετατραπεί στο Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς. Λοιπόν, η Ελλάδα βίωσε το ανάλογο πολιτικό φαινόμενο. Έγινε μάρτυρας της αποσύνθεσης των κλασικών πολιτικών κομμάτων κι ίσως σε μεγαλύτερη κλίμακα από αυτή που συνέβη στη Γαλλία, διότι στο ενδιάμεσο της κρίσης στη Γαλλία είχαμε μία μεγάλη άνοδο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, κάτι που δεν συνέβη στην Ελλάδα. Και στην Ισπανία επίσης μετά την πτώση του φρανκισμού, η πολιτική ζωή συγκροτήθηκε ανάμεσα στο συντηρητικό κόμμα και τους σοσιαλιστές. Και στην περίπτωση της Ελλάδας, οι εξελίξεις ακολούθησαν την ίδια πεπατημένη. Ακολούθησε την ίδια πορεία της ιστορίας της δημοκρατίας. Και η ιστορία ακολούθησε την πεπατημένη γιατί κι εδώ το μεγαλύτερο πρόβλημα της δημοκρατίας από τη δεκαετία του ’80 ήταν το γεγονός ότι η μείωση της ανάπτυξης δημιούργησε τις συνθήκες όπου όλες οι χώρες που ήθελαν να διατηρήσουν το ίδιο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο έπρεπε να καταφύγουν σε εξωτερικό δανεισμό και να δημιουργήσουν χρέη. Και το χρέος εξερράγη παντού. Η έκρηξη του χρέους ίσως αναλογικά να ήταν πιο μεγάλη στην Ελλάδα, αλλά έκρηξη χρέους σημειώθηκε επίσης και στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία. Η μόνη διαφορά ήταν πως υπήρξε μία ανισότητα απέναντι στο ύψος και την αντιμετώπιση του χρέους. Οι ΗΠΑ μπορεί να είναι η χώρα με το υψηλότερο χρέος παγκοσμίως και όλοι γνωρίζουμε πως δεν μπορεί ποτέ να το αποπληρώσει και δεν το απαιτούμε. Η Γαλλία είναι σε μία ενδιάμεση κατάσταση, όμως η Ελλάδα βρίσκεται σε μία μειονεκτική θέση. Στο σημείο αυτό, ένας Γερμανός κοινωνιολόγος, ο Γκέρχαρντ Σρεκ που είχε γράψει ένα βιβλίο για τον Χρόνο ως περιουσιακό στοιχείο (asset), όπου διατείνεται πως η αύξηση του χρέους αποτελεί τρόπον τινά μία μέθοδο για να επιλυθεί το κοινωνικό ζήτημα. Δεν φροντίζουμε να αναμορφώσουμε το κράτος πρόνοιας, αλλά διευρύνουμε το εσωτερικό χρέος. Και υπ’ αυτό το πρίσμα η ελληνική περίπτωση δεν αποτελεί εξαίρεση στα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Το ελληνικό πρόβλημα αποτελεί απλώς μία μορφή ιδιαίτερα προχωρημένη σε ορισμένους τομείς, με δυσκολίες για την άσκηση της δημοκρατίας, αλλά και με δυσκολίες επίσης όσον αφορά τη σχέση της πολιτικής με την κοινωνία. Ιδίως με δυσκολίες όσον αφορά την κοινωνική διαιτησία, διότι το χρέος είναι επίσης το αποτέλεσμα της δυσκολίας να υπάρξει μία κοινωνική διαιτησία. Θα λέγαμε πως είναι προτιμητέο να συνάψουμε ένα χρέος, παρά να μειώσουμε κάποιες κοινωνικές και ταξικές ανισότητες. Προτιμούμε να χρεωθούμε παρά να κάνουμε κάτι, να αναλάβουμε το στοίχημα και το τίμημα να πληρώσουν κάποιοι για να εξασφαλισθεί η κοινωνική συνοχή. Κι αντί να πληρώσουμε για να υπάρξει κοινωνική συνοχή, εξαναγκάζουμε τις μελλοντικές γενεές να πληρώσουν εκείνες.
Ερ.. Ένα μεγάλο τμήμα της ανάλυσής σας εστιάζεται στην κρίση της αντιπροσώπευσης, τόσο σε πολιτικό όσο και σε κομματικό επίπεδο, τόσο σε μικρότερη εθνική κλίμακα όσο και σε διεθνή —διαμέσου υπερεθνικών οργανισμών κι ενώσεων, όπως π.χ. η ΕΕ. Σήμερα διαπιστώνουμε μία δυσπιστία των πολιτών απέναντι στα κόμματα, αλλά και στους ευρύτερους υπερεθνικούς θεσμούς. Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι έχει αρχίσει να σημαίνει το τέλος της αρχής της αντιπροσώπευσης και κατά συνέπειαν το τέλος της δημοκρατίας έτσι όπως ιστορικά την γνωρίζαμε;
Απ.: Θα λέγαμε πως βασικά είναι μία κρίση της αντιπροσώπευσης. Αλλά, ας δούμε πρώτα τι σημαίνει κρίση της αντιπροσώπευσης. Σημαίνει πως είναι μία κρίση της εκπροσώπησης των πολιτών, υπό την έννοια ότι οι πολίτες πλέον δεν πιστεύουν πλέον αυτά που τους λένε οι πολιτικοί και εκτιμούν ότι αυτοί δεν εκφράζουν τα συμφέροντά τους, τη βούλησή τους. Τούτο συμβαίνει για δύο λόγους. Το πρώτο που μπορούμε να πούμε είναι πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα πολιτικά κόμματα έχουν απομακρυνθεί πλέον από την κοινωνία. Έχουν γίνει πιο γραφειοκρατικά. Δεν αντιπροσωπεύουν τους πολίτες ούτε πολιτικά, αλλά ούτε και κοινωνικά. Γιατί τα πολιτικά κόμματα από καταβολής τους εκπροσωπούν κοινωνικές τάξεις, γεννήθηκαν κατά τα πρότυπα μίας πνευματικής οικογένειας. Έτσι, σε όλον τον κόσμο, τη εξαιρέσει των ΗΠΑ, υπάρχουν κόμματα που αντιπροσωπεύουν την αγροτιά, ή υπάρχουν εργατικά κόμματα, καθολικά, ή προτεσταντικά κόμματα όπως στην Ευρώπη. Ή κόμματα που εκπροσωπούν τους μικροεμπόρους. Είναι για τούτον τον λόγο ακριβώς που ο Ρουσσώ διατεινόταν πως υπάρχει μία “μεσαιωνική διάσταση της αντιπροσώπευσης”, που λειτουργεί καλύτερα όταν η κοινωνία συντίθεται από κοινωνικές τάξεις σαν ένας άνθρωπος, ένα σώμα, με καλά διαμορφωμένη ταυτότητα. Αυτή είναι η περίπτωση της εργατικής τάξης, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με το Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία, ή τους Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία, ή τα Κομμουνιστικά Κόμματα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι η στιγμή που η εργατική τάξη βιώνεται και αυτοαντιλαμβάνεται ως πλήρως διαφοροποιημένη ομάδα, με τη δική της κουλτούρα, σχεδόν ως αποκομμένο σώμα από την υπόλοιπη κοινωνία. Συνεπώς ήταν εύκολο να βρει την αντιπροσώπευσή της από ένα κόμμα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι πως οι διάφοροι τρόποι ζωής και οι κουλτούρες έχουν ενοποιηθεί. Για παράδειγμα έχει αναδειχθεί η μαζική κουλτούρα, και αυτό έχει να μας πει κάτι, γιατί το 1930, ή ακόμη και στη δεκαετία του ’50 η εργατική τάξη είχε ακόμη τη δική της κουλτούρα, που δεν έμοιαζε σε τίποτε με αυτή της μεσαίας τάξης. Συνεπώς υπήρχε τότε μία ισχυρή ταύτιση του ατόμου με την κοινωνική του τάξη. Τούτη η αποδυνάμωση της ταξικής ταύτισης δεν σημαίνει βέβαια το τέλος των κοινωνικών τάξεων, όμως μπορεί να θεωρηθεί ως το τέλος των κοινωνικών τάξεων εννοούμενων ως διαφοροποιημένων κόσμων. Υπάρχουν ακόμη αίτια εκμετάλλευσης στις κοινωνίες, υπάρχουν διακρίσεις, τρόποι κυριαρχίας, όμως δεν διαχωρίζουν τόσο κάθετα τις ομάδες πληθυσμού. Αυτό λοιπόν θεωρώ πως είναι το υπόβαθρο της κρίσης της αντιπροσώπευσης.
Όμως υπάρχει και μία άλλη διάσταση. Ανεξαρτήτως της μείωσης της σημασίας των πολιτικών κομμάτων, η κρίση της αντιπροσώπευσης σχετίζεται με το γεγονός ότι σήμερα η πολιτική εστιάζεται όλο και περισσότερο στην εκτελεστική εξουσία. Κάποτε, δημοκρατία σήμαινε παραγωγή νόμων. Ομοίως, η πολιτική ταυτιζόταν με τη νομοπαραγωγή, το κυβερνάν ταυτιζόταν με τη σύνταξη νόμων. Σήμερα η πολιτική ταυτίζεται με την διαρκή λήψη αποφάσεων, με την αντιμετώπιση των κρίσεων, με τη διαχείριση εκτάκτων καταστάσεων, καταστάσεων που βρίσκονται σε συνεχή μεταβολή. Συνεπώς η εκτελεστική εξουσία έχει μετατραπεί σε κεντρική εξουσία. Αλλά η εκτελεστική εξουσία εξ ορισμού δεν είναι αντιπροσωπευτική.
[…] Έτσι η κοινωνία αισθάνεται λιγότερο εκπροσωπημένη από την εκτελεστική εξουσία, διότι και έχει αλλάξει η κοινωνία, αλλά και η φύση της κεντρικής εξουσίας δεν έχει πλέον νομοθετικό χαρακτήρα, αλλά εκτελεστικό. Ποια θα πρέπει λοιπόν να είναι η απάντηση στην κρίση της αντιπροσώπευσης; Η λύση αυτή δεν μπορεί να προέλθει από τον κόσμο που εντάσσεται σε συμπαγείς κοινωνικές ομάδες, όπως παλιά. Αυτό σημαίνει πως πλέον η αντιπροσώπευση έχει ένα διπλό νόημα. Αφ’ ενός αντιπροσωπεύω σημαίνει να είσαι το φερέφωνο κάποιου και αφ’ ετέρου, αντιπροσωπεύω συνεπάγεται καθιστώ παρόντα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Είναι αυτό που εγώ ονομάζω “αφηγητική διάσταση” της αντιπροσώπευσης. Αντιπροσωπεύω σημαίνει πως στρέφω προς την κοινωνία έναν καθρέπτη για να αναγνωρίζει αυτά τα προβλήματα. Με άλλα λόγια, αντιπροσώπευση είναι να δίνεις μία γλωσσική έκφραση σε αυτά που βιώνει ο κόσμος. […]Είναι αυτή η γνωστική διάσταση της αντιπροσώπευσης που έχει υποβαθμισθεί σήμερα. Δηλ. η κοινωνία δεν μπορεί πλέον να ακούσει γιατί δεν υπάρχει τίποτε να της αφηγηθούν. Υπάρχουν βέβαια δυνατότητες να στηθούν αφηγήματα μέσω του Τύπου, του κινηματογράφου, της λογοτεχνίας, όπως υπάρχουν και άλλες διηγήσεις από άλλους χώρους που παίζουν κάποιο ρόλο, όπως η ραπ, που λειτουργεί ως κοινωνική έκφραση άλλων τμημάτων της κοινωνίας. Όμως όλες τούτες οι αφηγήσεις έχουν μικρότερες διαστάσεις εν σχέσει με το σύνολο της κοινωνίας, την οποία δεν μπορεί να περιλάβει και να εμπνεύσει στην εντέλεια το περιεχόμενό τους.
Ερ.: Θα μπορούσαμε να πούμε πως τούτη η νέα μορφή αντιπροσώπευσης απαιτεί μία νέα μορφή συμμετοχικότητας, πέρα από το κόμμα; Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μία σύγκρουση ανάμεσα στον σεβασμό των δικαιωμάτων του άλλου και της νομιμοποίησης της εξουσίας; Σήμερα, στο πρόσωπο της νέας γενιάς κυβερνητών, όπως ο Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία, μπορούμε να διακρίνουμε μία αναίρεση του συμμετοχικού στοιχείου και της εκπροσώπησης στη λήψη των αποφάσεων;
Απ.: Ναι εάν αναλογιστείτε τις πρόσφατες γαλλικές εκλογές, υπάρχουν τρία πρόσωπα, που κυριάρχησαν και μονοπώλησαν τον προεκλογικό διάλογο, είναι οι Εμανουέλ Μακρόν, ο Ζαν Πιερ Μελανσόν και η Μαρί Λεπέν. Και είναι γεγονός ότι γύρω τους δεν υπάρχει το κόμμα, μάλιστα δεν ήθελαν οι ίδιοι να περιβάλλονται από το κόμμα.
[…] Κανείς δεν συμμετέχει στο αποφασίζειν μέσα στο κόμμα, είναι ο Μελανσόν που αποφασίζει, είναι η Λεπέν που αποφασίζει, είναι ο Μακρόν εκείνος που αποφασίζει. Τι σημαίνει αυτό; Πως είναι η άνωθεν εκπορευόμενη πολιτική, η προσφερόμενη πολιτική. Γιατί τι είναι το πολιτικό κόμμα; Είναι η πολιτική της ζήτησης, ένας ενδιάμεσος, ένας μεσολαβητής, ανάμεσα στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα. Το πολιτικό σύστημα μέσω των κομμάτων δεν λειτουργεί από πάνω προς τα κάτω. Απεναντίας ξεκινά από την κοινωνία και απευθύνεται προς τα πάνω. Εδώ όμως έχουμε το αντίθετο. Η άσκηση της πολιτικής ξεκινά από πάνω και επιβάλλεται στην κοινωνία: η ηγετική φυσιογνωμία διατείνεται “όλοι ζητούν εμένα, συνταχθείτε πίσω μου και ακολουθήστε με”. Κι είναι αυτό που εγώ ονομάζω “πολιτική της προσφοράς”, που εκπορεύεται από πάνω και επιβάλλεται στα κάτω. Και τι είναι αυτό που διευκολύνει τούτην την κατάσταση; Αυτό που φυσικά τη διευκολύνει είναι η κρίση των κομμάτων. Και ο άλλος παράγοντας που τη διευκολύνει είναι ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της εκτελεστικής εξουσίας στην πολιτική. Διότι όλοι αυτοί έρχονται και λένε “σας προτείνω να γίνω ο ηγέτης σας”. Στην Ιστορία της δημοκρατίας διαχρονικά υπήρχε μία αποστροφή για την εικόνα του ηγέτη. Η Ιστορία της δημοκρατίας ταυτίζεται με ένα συλλογικό οικοδόμημα, η Ιστορία της δημοκρατίας είναι ότι οι ιδέες έρχονται πριν από τα πρόσωπα —η ομάδα προέχει του ατόμου— και οι παράγοντες αυτοί γεννούν την αποστροφή που λέγαμε προηγουμένως.Συνεπώς τώρα συντελείται μία μεγάλη ανατροπή όσων γνωρίζαμε και θα πρέπει να μάθουμε τα ελατήρια και το εύρος της. Και τούτη η ανατροπή οφείλεται κατά μέγα μέρος στην απώλεια της πολιτικής νομιμοποίησης και επίσης στη μείωση του αισθήματος που τρέφει ο πολίτης απέναντι στον ηγεμόνα. Και θα πρέπει να κατανοήσουμε πως αυτή η κρίση της αντιπροσώπευσης οφείλεται σε μία γενικότερη ανατροπή της δημοκρατίας, όσον αφορά το βασικό καταστατικό της στοιχείο που εντοπίζεται στις εκλογές και στη συμμετοχή. Οι εκλογές όφειλαν να αποτελούν έναν παράγοντα συμμετοχής και κατ’ αυτό, έναν νομιμοποιητικό παράγοντα της εξουσίας. Όφειλαν να είναι ένας παράγοντας για συγκρότηση μίας ισότιμης κοινωνίας, του εκλογικού σώματος, όλων των ψηφοφόρων ως σύνολο. Και πλέον εισερχόμαστε, ή μπορεί να εισέλθουμε, σε ένα νέο στάδιο της δημοκρατίας, γιατί το πιο άβολο στοιχείο της δημοκρατίας είναι ακριβώς οι εκλογές. Γιατί οι εκλογές είναι ασυνεχείς, δεν αποτελούν ένα μόνιμο και σταθερά περιοδικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενώ αντίθετα η σταθερή και βαθιά προσδοκία του κάθε πολίτη είναι η διαρκής δημοκρατία. Αλλά διαρκής δημοκρατία δεν είναι εκείνη στην οποία ψηφίζουμε καθημερινά.
Ερ.: Όμως σταθερό αίτημα για την άσκηση της δημοκρατίας είναι κι ο έλεγχος των κυβερνώντων και των αποφάσεών τους…
Απ.: Ακριβώς, αυτό είναι. Έτσι και στη Γαλλική Επανάσταση γινόταν ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στη “φωνή του λαού” και στο “μάτι του λαού”. Έλεγαν πως δημοκρατία είναι το δικαίωμα του κάθε πολίτη να παίρνει το λόγο, κι ένας τρόπος να του δίνεται δικαίωμα λόγου είναι και το δικαίωμα στην ψήφο. Κι ένας άλλος τρόπος άσκησης της δημοκρατίας από τους πολίτες είναι το να μπορούν να βλέπουν την εξουσία. Και για τούτο στην κύρια εικόνα-σύμβολο της Επανάστασης, και υπάρχουν πολλές αφίσες της εποχής που το τεκμαίρουν, ο λαός αναπαρίστατο από ένα μάτι.
Ερ.: Ωστόσο, η εξουσία πάντοτε φροντίζει να απλώνει ένα πέπλο πάνω στο μάτι του λαού, ή τουλάχιστον να φροντίζει μέσα από άλλα μέσα (επικοινωνιακά κ.λπ.) να του δημιουργεί παρωπίδες. Τρανό παράδειγμα για την παραπλάνηση του λαού είναι και το φαινόμενο του λαϊκισμού.
Απ.: […] Ναι, αλλά εάν εμφανίζεται ο λαϊκισμός στην Ευρώπη είναι γιατί δεν υπάρχει μία εναλλακτική απάντηση για δημοκρατική ανανέωση. Ο λαϊκισμός γεννιέται από την κρίση της δημοκρατίας, δεν υπάρχει παρθενογένεση για τον λαϊκισμό. Κι ο λαϊκισμός θα ευημερεί όσο δεν υπάρχει δημοκρατικός ανασχηματισμός γιατί αποτελεί μία απάντηση στην κρίση της δημοκρατίας. Μία απάντηση που το περιεχόμενό της μπορεί να είναι οτιδήποτε, αλλά είναι επαρκής μέσα στα πλαίσια της κρίσης της δημοκρατίας.
Ερ.: Για να κάνω και μία αναδρομή σε ένα πρόσφατο βιβλίο σας για την «Καλή διακυβέρνηση», είστε αισιόδοξος ότι μπορεί η παρούσα πορεία του πολιτικού να αλλάξει και να επιτύχουμε ένα είδος καλής διακυβέρνησης;
Απ.: Εγώ πιστεύω πως έχουμε χρέος να το πράξουμε, διότι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι η κοινωνία να βρεθεί σε μια κατάσταση αποσύνθεσης, ανομίας. Και για να μη βυθισθούμε στην ανομία, θα πρέπει να έχουμε ένα όραμα για το μέλλον […] Θα πρέπει να βρούμε τις εναλλακτικές ώστε να αναδυθεί ένα άλλο είδος αντιπροσώπευσης της κοινωνίας, από αυτό που είναι κυρίαρχο σήμερα, δηλ. το όραμα που θα στηρίζεται στην αξιοκρατία και στην ισότητα των ευκαιριών. Το όραμα της αξιοκρατίας είναι το νέο κοινωνικό όραμα, όμως είναι ένα άκρως προβληματικό όραμα. Για να διερευνήσω αυτό το πρόβλημα έχω γράψει το βιβλίο μου, η “Κοινωνία των Ίσων”, ένα είδος επιχειρηματολογημένης δίκης του οράματος αυτού της αξιοκρατίας, το οποίο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως ένα είδος εναλλακτικής. Βλέπετε, το χειρότερο σε στιγμές κρίσεις δεν είναι οι δυσκολίες του προβλήματος. Είναι οι πιθανότητες να μην βλέπουμε να διανοίγονται οι όποιες προοπτικές. Και για τούτο είναι εξόχως σημαντικό να προσπαθήσουμε να χαράξουμε αυτές τις προοπτικές, αποδεικνύοντας πως υπάρχουν προοπτικές για ένα νέο πεδίο για τη δημοκρατία, για ένα νέο πεδίο σύνταξης ενός κοινωνικού συμβολαίου –και θα πρέπει να συμμετέχουμε σε αυτήν την προσπάθεια.








