Ιστορικά Ραντεβού Εργατικής Τάξης – Αριστεράς

Ιστορικά Ραντεβού Εργατικής Τάξης – Αριστεράς

  • |

Οι ταξικές παράμετροι της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ

Από την θε­ω­ρία της «προ­δο­σί­ας» στη ψυχρή τα­ξι­κή ανά­λυ­ση

          Σ’ ολό­κλη­ρη τη διάρ­κεια της σχε­δόν τριε­τούς πλέον κυ­βερ­νη­τι­κής δια­χεί­ρι­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, απο­τι­μού­με την πο­λι­τι­κή που ασκεί σε κυ­βερ­νη­τι­κό επί­πε­δο, σχε­δόν απο­κλει­στι­κά με όρους έγκλη­σής του για την εγκα­τά­λει­ψη της «αρι­στε­ρής» του φυ­σιο­γνω­μί­ας, κατά έναν τρόπο που λίγο απέ­χει από τον πο­λι­τι­κό εμπει­ρι­σμό, πα­ρό­τι θέ­λου­με να εμπνε­ό­μα­στε από την μαρ­ξι­στι­κή ανά­λυ­ση και κρι­τι­κή.

Ανέστης Ταρπάγκος

Και είναι γνω­στό από αυτή την άποψη ότι η μαρ­ξι­στι­κή με­θο­δο­λο­γία πά­ντο­τε ανα­ζη­τού­σε τις κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις και τις τα­ξι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις από τις οποί­ες διέ­πε­ται η πα­ρέμ­βα­ση των  σχη­μα­τι­σμών όλου του πο­λι­τι­κού φά­σμα­τος.

Έτσι με αφορ­μή γε­γο­νό­τα της τε­λευ­ταί­ας πε­ριό­δου, όπως βέ­βαια και προη­γού­με­να, κα­τα­κρί­νου­με τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ως «πρώτη φορά Αρι­στε­ρά» γιατί προ­χω­ρά σε εμπό­ριο όπλων με την Σα­ου­δι­κή Αρα­βία προ­κει­μέ­νου να πλη­γεί στρα­τιω­τι­κά ο πλη­θυ­σμός της Υε­μέ­νης, ότι το «κοι­νω­νι­κό μέ­ρι­σμα» που έχει θε­σπί­σει είναι εξαι­ρε­τι­κά χα­μη­λό και απο­κλεί­ει ολό­κλη­ρες λαϊ­κές κα­τη­γο­ρί­ες, ότι είναι συ­νυ­πεύ­θυ­νος, μαζί με τα αστι­κά κόμ­μα­τα που δια­κυ­βέρ­νη­σαν προη­γού­με­να για την συ­στη­μα­τι­κή απο­φυ­γή δη­μό­σιων επεν­δύ­σε­ων σε αντι­πλημ­μυ­ρι­κά έργα και δί­κτυα απορ­ρο­ής των ομ­βρί­ων υδά­των, ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προ­χω­ρά σε πλει­στη­ρια­σμούς λαϊ­κών κα­τοι­κιών, στο­λί­ζο­ντάς τον με πο­λυ­ποί­κι­λους χα­ρα­κτη­ρι­σμούς, που επι­διώ­κουν να ανα­δεί­ξουν την «ασυ­νέ­πεια» των δε­σμεύ­σε­ών του, το γε­γο­νός ότι έκανε και συ­νε­χί­ζει να πραγ­μα­το­ποιεί «κω­λο­τού­μπες» και στρο­φές 180ο μοι­ρών κλπ. Σε καμία πε­ρί­πτω­ση δεν προ­χω­ρά­με στην ανά­λυ­ση των τα­ξι­κών αφε­τη­ριών της ασκού­με­νης κυ­βερ­νη­τι­κής πο­λι­τι­κής, πράγ­μα που εφό­σον το κά­να­με θα μας οδη­γού­σε σε μια πολύ πιο ρι­ζο­σπα­στι­κή κρι­τι­κή το­πο­θέ­τη­ση πάνω στα πε­πραγ­μέ­να της δια­χεί­ρι­σής του. Έτσι αδυ­να­τού­με να συλ­λά­βου­με τις τα­ξι­κές πα­ρα­μέ­τρους της φυ­σιο­γνω­μί­ας και της πο­λι­τι­κής του και συ­νε­χί­ζου­με να πο­λι­τευό­μα­στε με όρους «προ­δο­σί­ας» του κι­νή­μα­τος και των λαϊ­κών προσ­δο­κιών, ανα­πα­ρά­γο­ντας μια ελ­λειμ­μα­τι­κή και ανε­παρ­κή πο­λι­τι­κή εκτί­μη­ση των πραγ­μά­των.

Είναι λοι­πόν ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ένας σχη­μα­τι­σμός αστι­κός, πρό­κει­ται για ένα λαϊκό ερ­γα­τι­κό κόμμα, είναι μια μορφή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και μά­λι­στα σε μια πα­ρα­μορ­φω­μέ­νη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη εκ­δο­χή της, ή πρό­κει­ται για έναν εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό πο­λι­τι­κό σχη­μα­τι­σμό του οποί­ου χρειά­ζε­ται να ερ­μη­νεύ­σου­με τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά για να μπο­ρού­με να τον αντι­με­τω­πί­ζου­με με πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κό και δρα­στι­κό τρόπο ; Μήπως μ’ αυτό τον τρόπο της απο­φυ­γής της τα­ξι­κής του ανά­λυ­σης επι­διώ­κου­με να απεκ­δυ­θού­με των δικών μας πο­λι­τι­κών ευ­θυ­νών, στο μέτρο που συ­νερ­γή­σα­με στην ανά­δει­ξή του στην κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία, πα­ρό­λο βέ­βαια που ασκού­σα­με μιαν ορι­σμέ­νη «αρι­στε­ρή αντι­πο­λί­τευ­ση», η οποία όμως ήταν εκ των πραγ­μά­των εν­σω­μα­τω­μέ­νη στο γε­νι­κό πλαί­σιο κί­νη­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στην πε­ρί­ο­δο που λει­τουρ­γού­σε ως αντι­πο­λι­τευ­τι­κή πο­λι­τι­κή δύ­να­μη ; Κι’ αυτό βέ­βαια το ερώ­τη­μα δεν αφορά μόνον τον κόσμο που ακο­λού­θη­σε μια ρι­ζο­σπα­στι­κή και αντι­μνη­μο­νια­κή πο­ρεία εντός του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και στη συ­νέ­χεια δια­χώ­ρι­σε την θέση του από αυτόν μετά τον μοι­ραίο Αύ­γου­στο του 2015, που υιο­θέ­τη­ση το τρίτο μνη­μό­νιο, αλλά αφορά εξί­σου και τις υπό­λοι­πες αρι­στε­ρές δυ­νά­μεις (ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ), που δεν συμ­με­τεί­χαν ούτε συμ­μά­χη­σαν με τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, εντού­τοις όμως έδω­σαν και αυτές τις δικές τους ανε­παρ­κείς απα­ντή­σεις για την εξέ­λι­ξη των πραγ­μά­των.

α) Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν υπήρ­ξε ένα κλα­σι­κό αστι­κό κόμμα κατά την έν­νοια που είναι η συ­ντη­ρη­τι­κή πα­ρά­τα­ξη της ΝΔ, γιατί δεν συ­γκρο­τή­θη­κε από πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις ανοι­χτά υπη­ρε­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα για τα συμ­φέ­ρο­ντα της αστι­κής και ευ­ρω­παϊ­κής κυ­ριαρ­χί­ας στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία.

β) Πα­ράλ­λη­λα δεν υπήρ­ξε κόμμα λαϊ­κού ερ­γα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, στο βαθμό που στην πρα­κτι­κή και στην σύν­θε­σή του στά­θη­κε συ­στη­μα­τι­κά ξένος προς την ερ­γα­τι­κή τάξη και τις όποιες ορ­γα­νι­κές σχέ­σεις μαζί της, ούτε προ­φα­νώς των άλλων λαϊ­κών στρω­μά­των (νε­ο­λαί­ας, ανέρ­γων, συ­ντα­ξιού­χων κλπ.).

γ) Τέλος δεν απο­τύ­πω­σε σε καμία πε­ρί­πτω­ση χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού κόμ­μα­τος που με­τα­στρά­φη­κε προς τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη με­τάλ­λα­ξή του, γιατί ένα κλα­σι­κό σο­σια­λι­στι­κό κόμμα δια­θέ­τει αφε­τη­ρια­κά του­λά­χι­στον δια­λε­κτι­κές σχέ­σεις με το ερ­γα­τι­κό συν­δι­κα­λι­στι­κό κί­νη­μα και ασκεί μια με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή ανα­δια­νε­μη­τι­κή πο­λι­τι­κή.

Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ υπήρ­ξε το διευ­ρυ­μέ­νο πλαί­σιο επιρ­ρο­ής και κυ­ριαρ­χί­ας του προη­γού­με­νου ΣΥΝ που είχε προ­κύ­ψει στις αρχές της δε­κα­ε­τί­ας του 1990 από τον δια­χω­ρι­σμό του με τον ενιαίο ΣΥΝ και το ΚΚΕ. Ο ΣΥΝ δεν ήταν παρά ο πο­λι­τι­κός κλη­ρο­νό­μος του ιστο­ρι­κού ρεύ­μα­τος της Ανα­νε­ω­τι­κής Αρι­στε­ράς, όπως είχε απο­τυ­πω­θεί με το ΚΚΕ εσω­τε­ρι­κού και την ΕΑΡ, από κοι­νού με ένα μέρος των δια­νοη­τι­κών δυ­νά­με­ων που απο­χώ­ρη­σαν από το ΚΚΕ. Το ρεύμα αυτό είχε μια ιδιό­μορ­φη σύν­θε­ση και πο­λι­τι­κή που χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν από την κυ­ρί­αρ­χη πα­ρου­σία τμη­μά­των της νέας μι­κρο­α­στι­κής τάξης της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας, που συ­γκρο­τού­νταν αυ­το­τε­λώς εξ αι­τί­ας : Αφε­νός της ιστο­ρι­κής αντί­θε­σης με την δεξιά πα­ρά­τα­ξη που βα­ρύ­νο­νταν με το «κρά­τος της εθνι­κο­φρο­σύ­νης», την στρα­τιω­τι­κή δι­κτα­το­ρία και τον με­τα­πο­λι­τευ­τι­κό κα­ρα­μαν­λι­κό αυ­ταρ­χι­σμό, και αφε­τέ­ρου της αντι­πα­λό­τη­τας προς τον σχη­μα­τι­σμό του ΠΑΣΟΚ εξ αι­τί­ας του υπέρ­με­τρα λαϊ­κού του χα­ρα­κτή­ρα, στο μέτρο που ήταν φο­ρέ­ας εκ­προ­σώ­πη­σης ευ­ρύ­τα­των στρω­μά­των της ερ­γα­τι­κής τάξης και του αγρο­τι­κού κό­σμου. Οι σχέ­σεις του ΣΥΝ με την ερ­γα­τι­κή τάξη, τη νε­ο­λαία και τους αγρό­τες ήταν εντε­λώς πε­ρι­θω­ρια­κές αν όχι μη­δα­μι­νές. Η κυ­ρί­αρ­χη πο­λι­τι­κή του κα­τεύ­θυν­ση μέχρι την απαρ­χή της ίδρυ­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ήταν ο μι­κρο­α­στι­κός εκ­συγ­χρο­νι­σμός, μέχρι του ση­μεί­ου αμ­φι­σβή­τη­σης των ακραί­ων συ­νε­πειών του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, δη­λα­δή το εγ­χεί­ρη­μα υπο­στή­ρι­ξης της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας, επι­φέ­ρο­ντας ορι­σμέ­νες με­ταρ­ρυθ­μί­σεις δη­μο­κρα­τι­κών εκ­συγ­χρο­νι­σμών, έτσι ώστε τα στρώ­μα­τα που εκ­προ­σω­πού­σε να μπο­ρούν να βρουν τη θέση τους στους τε­χνο­κρα­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς δια­χεί­ρι­σης της αστι­κής εξου­σί­ας.

Με την συ­γκρό­τη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 2000, και την συμ­με­το­χή σχη­μά­των και αγω­νι­στών της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς (λ.χ. ΔΕΑ, ΚΟΕ, Ξε­κί­νη­μα κλπ.), ο σχη­μα­τι­σμός αυτός τέ­θη­κε σε μια τρο­χιά ενός ορι­σμέ­νου λαϊ­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού, που χωρίς να ξε­φεύ­γει από το γε­νι­κό πλαί­σιο κί­νη­σης του ΣΥΝ, δη­μιούρ­γη­σε όρους μιας ευ­ρύ­τε­ρης αντι­μνη­μο­νια­κής συ­σπεί­ρω­σης με μια πολ­λα­πλα­σια­στι­κή δυ­να­μι­κή. Έτσι θέ­το­ντας το ζή­τη­μα της δυ­να­τό­τη­τας κα­τά­κτη­σης της κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας και της ενό­τη­τας της Αρι­στε­ράς έγινε ο απο­δέ­κτης της εκλο­γι­κής μα­ζι­κής στρο­φής προς τα αρι­στε­ρά του λαϊ­κού ερ­γα­τι­κού κό­σμου που προ­έρ­χο­νταν από την κα­τάρ­ρευ­ση του μνη­μο­νια­κού ΠΑΣΟΚ, κερ­δί­ζο­ντας τη θέση της αξιω­μα­τι­κής αντι­πο­λί­τευ­σης (27%). Τα απο­τε­λέ­σμα­τα αυτά της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής ανα­μέ­τρη­σης του Ιου­νί­ου 2012 στά­θη­καν ταυ­τό­χρο­να το εφαλ­τή­ριο για την άμεση εισ­δο­χή στα πλαί­σια του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ του λαϊ­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού, όλου του όγκου των δυ­νά­με­ων του μι­κρο­α­στι­κού δη­μο­κρα­τι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού του ΣΥΝ, που μέχρι τότε βρί­σκο­νταν σε αντί­θε­ση με τις δυ­νά­μεις του λαϊ­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού. Η επι­κρά­τη­ση αυτή των δυ­νά­με­ων της νέας μι­κρο­α­στι­κής τάξης της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας (μη­χα­νι­κών, για­τρών, δι­κη­γό­ρων, πα­νε­πι­στη­μια­κών, εκ­παι­δευ­τι­κών, οι­κο­νο­μο­λό­γων κλπ.) ήταν άμεση, χωρίς να συ­να­ντή­σει την αντι­πα­λό­τη­τα των λαϊ­κών ρι­ζο­σπα­στι­κών δυ­νά­με­ων. Ο κυ­βερ­νη­τι­σμός, κοι­νο­βου­λευ­τι­σμός και εκλο­γι­κι­σμός ήταν πλέον το άμεσο απο­τέ­λε­σμα αυτής της κυ­ριαρ­χί­ας, από τότε και μέχρι τον Ια­νουά­ριο του 2015. Από εκεί και πέρα η ανα­φο­ρά της ηγε­σί­ας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στην κα­τάρ­γη­ση των μνη­μο­νί­ων, στο «σκί­σι­μό» τους σε μια νύχτα, στην  ακύ­ρω­σή τους με ένα μόνον άρθρο δεν ήταν παρά μια δη­μα­γω­γι­κή επί­κλη­ση του ίδιου τύπου της ηγε­σί­ας του ΠΑΣΟΚ στις πα­ρα­μο­νές της ανό­δου του στην δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας (1981) : «Στις 17 ψη­φί­ζε­τε ΠΑΣΟΚ, στις 18 Σο­σια­λι­σμός»…

Η επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη αστο­χία της κομ­μου­νι­στι­κής Αρι­στε­ράς

Σ’ αυτό ακρι­βώς το ση­μείο τί­θε­ται το πρώτο και κα­θο­ρι­στι­κό μεί­ζον ζή­τη­μα : Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν επι­χεί­ρη­σε κατά κα­νέ­ναν τρόπο να δια­μορ­φώ­σει ορ­γα­νι­κούς δε­σμούς με τα ερ­γα­τι­κά στρώ­μα­τα που εγκα­τέ­λει­ψαν την ελ­λη­νι­κή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία, και απε­να­ντί­ας τα «χρη­σι­μο­ποί­η­σε» ως εκλο­γι­κό και μόνον εφαλ­τή­ριο για την άνοδό του στην δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας. Συ­νέ­χι­σε δη­λα­δή να είναι υπο­κει­με­νι­κά κόμμα του μι­κρο­α­στι­κού δη­μο­κρα­τι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού, πράγ­μα που αντι­κει­με­νι­κά συ­νι­στά βρα­χί­ο­να της αστι­κής πο­λι­τι­κής, με πο­λι­τι­κή «εκ­με­τάλ­λευ­ση» των εκλο­γι­κών αντι­μνη­μο­νια­κών ερ­γα­τι­κών και λαϊ­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων. Και ενώ ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ λει­τουρ­γού­σε κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υπό­λοι­πη Αρι­στε­ρά (ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ) αδυ­να­τού­σε να αξιο­ποι­ή­σει ένα μέρος του­λά­χι­στον της αρι­στε­ρής με­τα­στρο­φής των κοι­νω­νι­κών βά­σε­ων της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας που κι­νού­νταν προς τα αρι­στε­ρά.

Α) Συ­νο­λι­κά, αν κάνει κα­νείς την ανα­δρο­μή στις πα­ράλ­λη­λες ιστο­ρι­κές πο­ρεί­ες της ερ­γα­τι­κής τάξης και της Αρι­στε­ράς στις πάνω από τέσ­σε­ρεις δε­κα­ε­τί­ες που μας χω­ρί­ζουν από την με­τα­πο­λί­τευ­ση του 1974, δια­πι­στώ­νει ότι η εξέ­λι­ξη της πάλης των τά­ξε­ων στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία έδωσε, αν μπο­ρεί έτσι να λε­χθεί, τρία «ιστο­ρι­κά ρα­ντε­βού» ανά­με­σα στο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα και τις αρι­στε­ρές δυ­νά­μεις. Το πρώτο αυτό ρα­ντε­βού το­πο­θε­τεί­ται στην πρώτη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή πε­ρί­ο­δο (1974 – 1981), στη διάρ­κεια του οποί­ου ο άνε­μος του κοι­νω­νι­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού που προ­έ­κυ­ψε από την πτώση της στρα­τιω­τι­κής δι­κτα­το­ρί­ας είχε φυ­σή­ξει στα πε­ρισ­σό­τε­ρα με­γά­λα ερ­γο­στά­σια, ιδιαί­τε­ρα  στις βιο­μη­χα­νι­κές ζώνες Αθή­νας και Θεσ­σα­λο­νί­κης. Στην πε­ρί­ο­δο αυτή, και παρά την ισχύ του αντι­δρα­στι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού νόμου 330 / 1976, φύ­τρω­σαν κυ­ριο­λε­κτι­κά σαν τα μα­νι­τά­ρια μια πλη­θώ­ρα ερ­γο­στα­σια­κών σω­μα­τεί­ων τα οποία και έδω­σαν πει­σμα­τι­κούς απερ­για­κούς αγώ­νες για τους μι­σθούς, τα συν­δι­κα­λι­στι­κά δι­καιώ­μα­τα, τις απο­λύ­σεις κλπ. Έφτα­σαν μά­λι­στα να προ­βά­λουν στό­χους ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου, πε­ριο­ρι­σμού του διευ­θυ­ντι­κού δι­καιώ­μα­τος του κε­φα­λαί­ου και ορι­σμέ­νων μορ­φών κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης. Επρό­κει­το για μια πη­γαία και αυ­θε­ντι­κή έκ­φρα­ση της δυ­να­μι­κής του ίδιου του βιο­μη­χα­νι­κού προ­λε­τα­ριά­του σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις (οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις στην ΚΗΜ, στην ΜΕΛ, στην ΤΕ­ΚΟ­ΣΑ, την ΒΑΛ­ΚΑΝ ΕΞ­ΠΟΡΤ κλπ. με­τα­ξύ πολ­λών άλλων πε­ρι­πτώ­σε­ων ήταν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή). Αυτό το ερ­γο­στα­σια­κό συν­δι­κα­λι­στι­κό κί­νη­μα ήταν από την ίδια του τη φύση η πιο γνή­σια έκ­φρα­ση της στρο­φής του μι­σθω­τού βιο­μη­χα­νι­κού κό­σμου «προς τα αρι­στε­ρά».

Ποιά ήταν όμως η πο­λι­τι­κή και συν­δι­κα­λι­στι­κή στάση του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσω­τε­ρι­κού της επο­χής απέ­να­ντι σ’ αυτό το αυ­θε­ντι­κό και πη­γαίο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα; Το ΚΚΕ, που διέ­θε­τε μια με­γα­λύ­τε­ρη επι­φά­νεια, αντι­με­τώ­πι­σε  τα επι­χει­ρη­σια­κά σω­μα­τεία με πλήρη εχθρό­τη­τα, κα­χυ­πο­ψία και απώ­θη­ση, μια και η δυ­να­μι­κή τους δεν ήταν ελεγ­χό­με­νη από τις δυ­νά­μεις του, εφό­σον λει­τουρ­γού­σαν με όρους αυ­το­τέ­λειας και ανε­ξαρ­τη­σί­ας. Βο­λεύ­ο­νταν με την λει­τουρ­γία κλα­δι­κών σω­μα­τεί­ων, τα οποία και βρί­σκο­νταν κάτω από τον άμεσο κομ­μα­τι­κό έλεγ­χο, δεν είχαν όμως τη μα­ζι­κό­τη­τα και δυ­να­μι­κή της κί­νη­σης του βιο­μη­χα­νι­κού προ­λε­τα­ριά­του μέσα στη ίδια την ερ­γο­στα­σια­κή πα­ρα­γω­γή. Και από την άλλη πλευ­ρά το ΚΚΕ εσω­τε­ρι­κού ήταν βα­θειά νυ­χτω­μέ­νο σε σχέση μ’ αυτές τις κοι­νω­νι­κές διερ­γα­σί­ες, εφό­σον ήταν φο­ρέ­ας της σύ­μπλευ­σης με τις δυ­νά­μεις της «πε­φω­τι­σμέ­νης» δε­ξιάς και αστι­κής τάξης, μέσα στα πλαί­σια της πο­λι­τι­κής του για την Εθνι­κή Αντι­δι­κτα­το­ρι­κή Δη­μο­κρα­τι­κή Ενό­τη­τα (ΕΑΔΕ). Έτσι το απο­τέ­λε­σμα ήταν ότι εφό­σον ο ερ­γο­στα­σια­κός συν­δι­κα­λι­σμός συ­να­ντού­σε «τοίχο» από την πλευ­ρά των αρι­στε­ρών δυ­νά­με­ων, να στρα­φεί προς την φαι­νο­μέ­νη τότε «ρι­ζο­σπα­στι­κή» σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία του ΠΑΣΟΚ, συ­νερ­γώ­ντας στην ανά­δει­ξή της στην δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας (1981), Ήταν το πρώτο «ιστο­ρι­κό ρα­ντε­βού» το οποίο όχι μόνον δεν οδή­γη­σε σε «γάμο», αλλά σε μια μό­νι­μη αντι­πα­λό­τη­τα κομ­μου­νι­στι­κής Αρι­στε­ράς και επι­χει­ρη­σια­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος.

Β) Το δεύ­τε­ρο «ιστο­ρι­κό ρα­ντε­βού» που ανά­δει­ξε η τα­ξι­κή πάλη ση­μα­το­δο­τή­θη­κε από την μο­νε­τα­ρι­στι­κή στρο­φή της κυ­βερ­νη­τι­κής πο­λι­τι­κής του ΠΑΣΟΚ (1986) και τις πρώ­τες τρο­χιο­δει­κτι­κές βολές του μέλ­λο­ντος να ανα­φα­νεί νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού. Η με­γά­λη πλειο­νό­τη­τα των συν­δι­κα­λι­στι­κών δυ­νά­με­ων της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας (ερ­γο­στα­σια­κά συν­δι­κά­τα και Ομο­σπον­δί­ες της Κοι­νής Ωφέ­λειας) ήρθαν σε ρήξη με την κυ­βερ­νη­τι­κή πο­λι­τι­κή του ΠΑΣΟΚ και προ­χώ­ρη­σαν σε συμ­μα­χία με τις δυ­νά­μεις της ΕΣΑΚ και του ΑΕΜ (δεύ­τε­ρο μισό της δε­κα­ε­τί­ας του 1980). Σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση είναι αλή­θεια ότι συ­νά­φθη­κε ένας ορι­σμέ­νος «αρ­ρα­βώ­νας» Αρι­στε­ράς και ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, και οι πλειο­ψη­φί­ες ΣΣΕΚ και συν­δι­κα­λι­στι­κών αρι­στε­ρών δυ­νά­με­ων προ­χώ­ρη­σαν σε εξαι­ρε­τι­κά μα­ζι­κές απερ­για­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις απέ­να­ντι στην πο­λι­τι­κή του «ήπιου» μο­νε­τα­ρι­σμού. Επρό­κει­το για μια συμ­μα­χία που θα μπο­ρού­σε να ανα­τρέ­ψει και να με­τα­σχη­μα­τί­σει το συ­νο­λι­κό πο­λι­τι­κό σκη­νι­κό. Εντού­τοις για μια και­νούρ­για φορά η πο­λι­τι­κή Αρι­στε­ρά, μπήκε στο δρόμο της ενο­ποί­η­σης ΚΚΕ και ΕΑΡ, δη­μιουρ­γώ­ντας τον ενιαίο ΣΥΝ, και εγκα­τα­λεί­πο­ντας το πεδίο της τα­ξι­κής δια­πά­λης του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος. Υιο­θέ­τη­σε τις λο­γι­κές της ανα­πτυ­ξιο­λο­γί­ας, του εκ­συγ­χρο­νι­σμού, της κυ­βερ­νη­τι­κής υπευ­θυ­νό­τη­τας, πεδίο δόξης λα­μπρό για τις μι­κρο­α­στι­κές τε­χνο­κρα­τί­ες που τότε ηγε­μό­νευαν και στα δύο κομ­μου­νι­στι­κά κόμ­μα­τα, και που κα­τέ­λη­ξαν στις συ­γκυ­βερ­νή­σεις της Αρι­στε­ράς με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, πράγ­μα που άνοι­ξε διά­πλα­τα το δρόμο για την επι­κρά­τη­ση του νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­κού χει­μώ­να της κυ­βέρ­νη­σης της Δε­ξιάς στην αρχή της δε­κα­ε­τί­ας του 1990. Κατ’ αυτό τον τρόπο δια­λύ­θη­κε και αυτός ο «αρ­ρα­βώ­νας» και το ίδιο το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα μπήκε σε μια μα­κρό­χρο­νη πο­ρεία απο­δυ­νά­μω­σης και στα­δια­κού εκ­φυ­λι­σμού.

Γ) Το τρίτο και τε­λευ­ταίο μέχρι σή­με­ρα «ιστο­ρι­κό ρα­ντε­βού» που ανέ­δει­ξε η πάλη των τά­ξε­ων ήταν αυτό της διε­τί­ας 2010 – 2012, που ση­μα­δεύ­τη­κε από τις με­γά­λες και επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες πα­νερ­γα­τι­κές απερ­γί­ες απέ­να­ντι στα δύο πρώτα μνη­μό­νια του ΠΑΣΟΚ και της κυ­βερ­νη­τι­κής συμ­μα­χί­ας του με τη ΝΔ. Αυτή η διε­τής τα­ξι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση επέ­φε­ρε την διάρ­ρη­ξη των σχέ­σε­ων εκ­προ­σώ­πη­σης ερ­γα­τι­κής τάξης και σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, και απε­λευ­θέ­ρω­σε μια μα­ζι­κή με­τα­στρο­φή του λαϊ­κού κό­σμου της εκλο­γι­κής βάσης του ΠΑΣΟΚ «προς τα αρι­στε­ρά». Όπως είναι γνω­στό  αυτή η κοι­νω­νι­κή κί­νη­ση κα­τευ­θύν­θη­κε προς τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ που δή­λω­νε την αντί­θε­σή του στη μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή, έθετε ζή­τη­μα εναλ­λα­κτι­κής κυ­βερ­νη­τι­κής διε­ξό­δου και ενό­τη­τας της Αρι­στε­ράς. Τόσο το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ, όσο και η αρι­στε­ρή αντι­πο­λί­τευ­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, δεν κα­τόρ­θω­σαν στην συ­γκυ­ρία του Μαίου – Ιου­νί­ου 2012 να δια­μορ­φώ­σουν ορ­γα­νι­κούς δε­σμούς μ’ αυτά τα ερ­γα­τι­κά στρώ­μα­τα που είχαν μεί­νει χωρίς πο­λι­τι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση, ενώ το ΠΑΣΟΚ κα­τέρ­ρεε ολο­τα­χώς.

Το ΚΚΕ αρ­νού­νταν την προ­ο­πτι­κή της αρι­στε­ρής κυ­βερ­νη­τι­κής συμ­μα­χί­ας και πα­ρέμ­βα­σης, ενώ η ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ πο­λι­τεύ­ο­νταν με όρους μα­ξι­μα­λι­στι­κών επι­κλή­σε­ων, που ανε­ξάρ­τη­τα από τον αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό στρα­τη­γι­κό τους χα­ρα­κτή­ρα, δεν μπο­ρού­σαν να στοι­χειο­θε­τή­σουν γέ­φυ­ρες επι­κοι­νω­νί­ας με την τε­ρά­στια κρίση πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης των σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κών κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ων. Έτσι το πράγ­μα κα­τέ­λη­ξε σε ένα «συ­νοι­κέ­σιο από συμ­φέ­ρον» με την έν­νοια ότι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έγινε απο­δέ­κτης όλης αυτής της με­τα­στρο­φής, προ­σέ­δω­σε όμως σε αυτήν κα­θα­ρά εκλο­γι­κί­στι­κα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ου­δό­λως δια­μόρ­φω­σε ορ­γα­νι­κές σχέ­σεις μ’ αυτό τον ερ­γα­τι­κό κόσμο, και το χει­ρό­τε­ρο «χρη­σι­μο­ποί­η­σε» όλη αυτή την εκλο­γι­κή λαϊκή εκ­προ­σώ­πη­ση προ­κει­μέ­νου να εφαρ­μό­σει τα δικά του σχέ­δια του μι­κρο­α­στι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού και τε­χνο­κρα­τι­σμού, δη­λα­δή να υπη­ρε­τή­σει ευ­θέ­ως (από τον Ια­νουά­ριο του 2015 και μέχρι σή­με­ρα) την αστι­κή πο­λι­τι­κή της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μι­κής συσ­σώ­ρευ­σης. Αυτός ο «γάμος συμ­φέ­ρο­ντος» προ­φα­νώς και δια­λύ­θη­κε, ο «γα­μπρός» σφε­τε­ρί­στη­κε την πε­ριου­σία (εκλο­γι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση ερ­γα­τι­κής τάξης) και η «νύφη» ξα­να­κλεί­στη­κε στο σπίτι της…

Αρι­στε­ρή λαϊ­κό­τη­τα – γειω­μέ­νος ερ­γα­τι­κός αντι­κα­πι­τα­λι­σμός

Η απου­σία αυτή ορ­γα­νι­κής σύν­δε­σης της Αρι­στε­ράς με τον ερ­γα­ζό­με­νο μι­σθω­τό κόσμο, και απε­να­ντί­ας η αξιο­ποί­η­ση του εκλο­γι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού προς τους σχη­μα­τι­σμούς της αστι­κής πο­λι­τι­κής (προς την σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία στις εκλο­γι­κές ανα­με­τρή­σεις της δε­κα­ε­τί­ας του 1980 και προς τον μι­κρο­α­στι­κό εκ­συγ­χρο­νι­σμό στις αντί­στοι­χες κοι­νο­βου­λευ­τι­κές εκλο­γές στην πε­ρί­ο­δο 2012 – 2015), έχει προ­φα­νώς να κάνει με την ίδια την πο­λι­τι­κή γραμ­μή των κομ­μου­νι­στι­κών πο­λι­τι­κών σχη­μα­τι­σμών : Στην πρώτη πε­ρί­πτω­ση (1974 – 1981) με την επι­βο­λή  «από τα έξω» στην ερ­γα­τι­κή τάξη ανα­φο­ρι­κά με το ΚΚΕ, και την συμ­βι­βα­στι­κή – συμ­φι­λιω­τι­κή στάση του ΚΚΕ εσω­τε­ρι­κού. – Στην δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση (δεύ­τε­ρο μισό της δε­κα­ε­τί­ας του 1980) με τον προ­σα­να­το­λι­σμό του ενιαί­ου ΣΥΝ (ΚΚΕ + ΕΑΡ) προς τον κυ­βερ­νη­τι­σμό και την υπευ­θυ­νό­τη­τα της αστι­κής συ­ναι­νε­τι­κής δια­χεί­ρι­σης, εγκα­τα­λεί­πο­ντας την δυ­να­μι­κή του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος (ΣΣΕΚ + ΕΣΑΚ + ΑΕΜ). – Στην τρίτη σύγ­χρο­νη πε­ρί­πτω­ση με μια στάση που ου­σια­στι­κά αδυ­να­τού­σε να αντα­πο­κρι­θεί στον στόχο συγ­χώ­νευ­σης ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και Αρι­στε­ράς, στο βαθμό που το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ επι­κα­λού­νταν μεν έναν αντι­κα­πι­τα­λι­σμό, εντού­τοις δεν μπο­ρού­σαν να τον γειώ­σουν με συ­γκε­κρι­μέ­νο τρόπο στις απαι­τή­σεις της συ­γκυ­ρί­ας (είτε αδια­φο­ρώ­ντας για το ζή­τη­μα της δια­κυ­βέρ­νη­σης και απω­θώ­ντας την «λαϊκή εξου­σία» στο μα­κρι­νό μέλ­λον, είτε με­τα­τρέ­πο­ντας την αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή στρα­τη­γι­κή και την «κομ­μου­νι­στι­κή επαγ­γε­λία» σε άμεση τα­κτι­κή πρό­τα­ση).

Επι­πρό­σθε­τα δεν μπο­ρεί να μην ση­μειώ­σει κα­νείς την  ευ­θύ­νη της αρι­στε­ρής αντι­πο­λί­τευ­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που ενώ ήταν άμεσα ορατή η εκλο­γι­κή στρο­φή της ερ­γα­τι­κής πλειο­νό­τη­τας προς τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, δεν κι­νή­θη­κε στην κα­τεύ­θυν­ση δια­μόρ­φω­σης ορ­γα­νι­κών δε­σμών μ’ αυτήν, δεν πρι­μο­δό­τη­σε την κι­νη­μα­τι­κή ανα­σύ­ντα­ξη των ερ­γα­ζο­μέ­νων, δεν κα­τόρ­θω­σε να ει­σά­γει την ερ­γα­τι­κή κοι­νω­νι­κή δυ­να­μι­κή εντός του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Απε­να­ντί­ας άφησε να ανα­πτυ­χθεί στις γραμ­μές του μετά τον Ιού­νιο του 2012 η κυ­ριο­λε­κτι­κή «άλωση» του κόμ­μα­τος της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς από τις δυ­νά­μεις της μι­κρο­α­στι­κής εκ­συγ­χρο­νι­στι­κής τε­χνο­κρα­τί­ας, με την συ­να­κό­λου­θη υιο­θέ­τη­ση του τρί­πτυ­χου «εκλο­γι­κι­σμός – κοι­νο­βου­λευ­τι­σμός – κυ­βερ­νη­τι­σμός», και πε­ριο­ρί­στη­κε στην αντι­πα­ρά­θε­σή της στο απο­κλει­στι­κό πεδίο της νο­μι­σμα­τι­κής δια­πά­λης (ευρώ ή δραχ­μή), χωρίς να δια­χω­ρί­ζε­ται και από τις κυ­ρί­αρ­χες πα­ρα­μέ­τρους της οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (οι­κο­νο­μι­σμός με ανά­πτυ­ξη και μετά κοι­νω­νι­κή ανα­δια­νο­μή, πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση, στή­ρι­ξη της μα­ζι­κής βάσης της κα­πι­τα­λι­στι­κής επι­χει­ρη­μα­τι­κής πυ­ρα­μί­δας των μι­κρό-με­σαί­ων επι­χει­ρή­σε­ων κλπ.).

Είναι συ­νε­πώς πε­ρισ­σό­τε­ρο από φα­νε­ρό ότι το ανα­πό­τρε­πτο επό­με­νο «ιστο­ρι­κό ρα­ντε­βού» λαϊ­κών τά­ξε­ων και Αρι­στε­ράς, για να έχει γο­νι­μό­τη­τα, να συν­δυά­ζε­ται με ρι­ζι­κούς επα­να­προσ­διο­ρι­σμούς στους όρους υπό­στα­σης και κί­νη­σης του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος. Γιατί η ανά­καμ­ψη του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού δεν έχει ακόμη ξε­πε­ρά­σει την επί­μο­νη κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης, η μνη­μο­νια­κή απορ­ρύθ­μι­ση της ερ­γα­σί­ας δεν φαί­νε­ται να παίρ­νει τέλος, και η απο­μύ­ζη­ση του λαϊ­κού ει­σο­δή­μα­τος προ­βλέ­πε­ται να συ­νε­χί­ζε­ται από το βάρος εξυ­πη­ρέ­τη­σης των δα­νεια­κών δε­σμεύ­σε­ων. Έτσι με­τα­ξύ των άλλων προ­βάλ­λουν ως ανα­γκαί­οι επα­να­προσ­διο­ρι­σμοί κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα :

1)Της τε­λε­σί­δι­κης υπέρ­βα­σης της εν­δη­μι­κής αντί­λη­ψης της Αρι­στε­ράς ότι ο πο­λι­τι­κός της ρόλος είναι η «εκ­προ­σώ­πη­ση», ή ακόμα χει­ρό­τε­ρα η «κα­θο­δή­γη­ση» των ερ­γα­ζο­μέ­νων, ανέρ­γων, συ­ντα­ξιού­χων, νε­ο­λαί­ας, και μά­λι­στα στην κοι­νο­βου­λευ­τι­κή εκ­δο­χή αυτής της «εκ­προ­σώ­πη­σης». Το κί­νη­μα δεν υπάρ­χει για να λει­τουρ­γεί ως υπο­στη­ρι­κτι­κή δύ­να­μη των αρι­στε­ρών δυ­νά­με­ων, αλλά απε­να­ντί­ας η Αρι­στε­ρά δεν μπο­ρεί παρά να έχει ως πρω­ταρ­χι­κό ρόλο την υπη­ρέ­τη­ση της υπο­κει­με­νο­ποί­η­σης και κί­νη­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης. Η ερ­γα­τι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση έχει τον δε­σπό­ζο­ντα ρόλο ένα­ντι της προ­τε­ραιό­τη­τας και κυ­ριαρ­χί­ας του πο­λι­τι­κού και κομ­μα­τι­κού υπο­κει­με­νι­σμού. Χωρίς να πα­ρα­γνω­ρί­ζο­νται οι τα­ξι­κές δια­στά­σεις της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής δια­πά­λης, η Αρι­στε­ρά δεν μπο­ρεί να δια­μορ­φώ­νει προ­ο­πτι­κές παρά και καθ’ υπέρ­βα­ση της αστι­κής κοι­νο­βου­λευ­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης.

2)Το ξε­πέ­ρα­σμα των πρα­κτι­κών που είτε πα­ρα­πέ­μπουν την εγκα­θί­δρυ­ση της «λαϊ­κής ερ­γα­τι­κής εξου­σί­ας» στο απροσ­διό­ρι­στο μέλ­λον, και έτσι αρ­κεί­ται σε έναν άγονο αμυ­ντι­σμό και μέχρι τότε στο «ατσά­λω­μα» του κομ­μα­τι­κού υπο­κει­μέ­νου, είτε επι­διώ­κουν να εγκα­τα­στή­σουν την «κομ­μου­νι­στι­κή στρα­τη­γι­κή» στο πεδίο των άμε­σων τα­κτι­κών στό­χων, αδυ­να­τώ­ντας να πραγ­μα­τώ­σουν την υλική σύν­δε­ση του πο­λι­τι­κού φορέα με τις χει­μα­ζό­με­νες λαϊ­κές τά­ξεις. Η ανά­δει­ξη των άμε­σων και εκρη­κτι­κών ζω­τι­κών κοι­νω­νι­κών ανα­γκών είναι το μόνο πεδίο όπου μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει μια ισό­τι­μη δια­σύν­δε­ση Αρι­στε­ράς και ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, όπου μπο­ρεί να αν­θί­σει μια με­τα­βα­τι­κή ρι­ζο­σπα­στι­κή προ­γραμ­μα­τι­κή λο­γι­κή, και όπου, μέσα από την αλ­λα­γή του τα­ξι­κού συ­σχε­τι­σμού των δυ­νά­με­ων, μπο­ρεί να καρ­πο­φο­ρή­σει μια συ­νο­λι­κή κι­νη­μα­τι­κή και κυ­βερ­νη­τι­κή διέ­ξο­δος γε­νι­κευ­μέ­νης χει­ρα­φέ­τη­σης.

3)Την επι­κέ­ντρω­ση στο ζή­τη­μα του με­τα­σχη­μα­τι­σμού των κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής (κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση ιδιο­κτη­σί­ας, δια­χεί­ρι­σης, γνώ­σης κλπ.) που οδη­γεί στην κα­θο­λι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων, σε σχέση με την επι­δί­ω­ξη της ανά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων. Η επι­ζή­τη­ση της «ανά­πτυ­ξης», της «πα­ρα­γω­γι­κής ανα­συ­γκρό­τη­σης» κλπ. δεν οδη­γεί παρά στην ισχυ­ρο­ποί­η­ση της αστι­κής επι­χει­ρη­μα­τι­κής εξου­σί­ας, και σε καμία πε­ρί­πτω­ση δεν έχει οδη­γή­σει στην με­ταλ­λα­γή των κοι­νω­νι­κών πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων. Απε­να­ντί­ας η εγκα­θί­δρυ­ση μορ­φών σο­σια­λι­στι­κής δό­μη­σης και λει­τουρ­γί­ας των πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων είναι η μόνη που μπο­ρεί να απε­λευ­θε­ρώ­σει και να οδη­γή­σει τις πα­ρα­γω­γι­κές δυ­νά­μεις στην πιο πλήρη τους ανά­πτυ­ξη.

4)Η με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή εμπει­ρία έχει πε­ρί­τρα­να απο­δεί­ξει ότι και όταν ακόμη ένας πο­λι­τι­κός σχη­μα­τι­σμός επι­κα­λεί­ται τον σο­σια­λι­σμό, την ικα­νο­ποί­η­ση των λαϊ­κών συμ­φε­ρό­ντων, την κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή κ.ά., ακόμη και αν βα­σί­ζε­ται στην εκλο­γι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση ερ­γα­τι­κών και αγρο­τι­κών δυ­νά­με­ων, δεν μπο­ρεί παρά να οδη­γεί­ται στην εν­σω­μά­τω­ση στην αστι­κή κρα­τι­κή δια­χεί­ρι­ση (ΠΑΣΟΚ στη δε­κα­ε­τία του 1980, ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στη σύγ­χρο­νη πε­ρί­ο­δο), εφό­σον στο υπο­κει­με­νι­κό πο­λι­τι­κό του επί­πε­δο κυ­ριαρ­χεί­ται από μι­κρο­α­στι­κές δυ­νά­μεις «ει­δη­μό­νων», «τε­χνο­κρα­τών της εξου­σί­ας», «επαϊ­ό­ντων» κλπ. Γι’ αυτό η Αρι­στε­ρά δεν μπο­ρεί σε καμία πε­ρί­πτω­ση να οδη­γή­σει σε ρι­ζο­σπα­στι­κές οι­κο­νο­μι­κές και κοι­νω­νι­κές αλ­λα­γές αν στο εσω­τε­ρι­κό της δεν ηγε­μο­νεύ­ουν, δεν έχουν κυ­ρί­αρ­χη και απο­φα­σι­στι­κή συμ­με­το­χή οι ίδιες οι ορ­γα­νω­μέ­νες κοι­νω­νι­κές λαϊ­κές δυ­νά­μεις που «εκλο­γι­κά» εκ­προ­σω­πού­νται, αν σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση μέσα στα ίδια τα σπλά­χνα της Αρι­στε­ράς δεν ασκεί­ται η ερ­γα­τι­κή δη­μο­κρα­τία και εξου­σία.

/rproject.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος