Το συγκεκριμένο κείμενο θα προτιμούσα να μη το έγραφα ποτέ, αλλά ο καιρός και οι περιστάσεις με οδήγησαν στην αλλαγή της θεματολογίας του. Ίσως γιατί αύριο θα τον ξεχάσουμε και αυτόν, όπως και πολλούς άλλους. Καθώς βέβαια δεν είναι ο Παντελίδης, για να ασχολούνται τα μέσα ενημέρωσης μαζί του (εδώ θα στενοχωρήσω πολλούς), αλλά ένας σύγχρονος διονυσιακός ακόλουθος, μια φωνή μοναδική που με τη σάτιρα και τη μουσική του μίλησε πολύ πιο πριν για γεγονότα που βιώνουμε τα αποτελέσματά τους σήμερα. Τη διορατικότητα του την εξέφρασε πολλές φορές με βωμολοχίες, στίχο ανατρεπτικό και αντιφατικό όσο ποτέ, σαν Αριστοφάνης, προκαλώντας τότε τον καθωσπρεπισμό της κοινωνίας.
Του Γιώργου Λιανού
Ο Τζίμης τραγουδούσε κάποτε στα 1985 «Αχ Ευρώπη» αναφερόμενος στη άσχημη πορεία της Ελλάδας μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ολοένα αυξανόμενη αφαίμαξη των Ελλήνων πολιτών. Ο αυτοσαρκασμός και η σκληρή αυτοκριτική είναι διάχυτη απέναντι στους συγχρόνους του που τους έβλεπε να ελπίζουν και να πανηγυρίζουν για το «νέο ευρωπαϊκό μέλλον» και την «επερχόμενη ανάπτυξη» που ερχόταν μέσω των επιδοτήσεων που διέλυσαν την αγροτική παραγωγή, με τους αγρότες να πετούν στις χωματερές την παραγωγή για να απολαμβάνουν παχυλές αποζημιώσεις. Οι μεσάζοντες και οι πολυεθνικές γίνονται βάρος για μεγάλη μερίδα μικρών αγροτών που αναγκάζονται να αφήνουν τις παραγωγές τους να σαπίζουν στις αποθήκες για να μην τις πουλήσουν κοψοχρονιά στις μεγάλες αγορές. Στα αστικά κέντρα και όχι μόνο οι πολίτες μετατρέπονται σε πειθήνια όργανα των κομμάτων εξουσίας με τους πελατειακούς διορισμούς στο δημόσιο ημετέρων και συγγενών να επεκτείνονται μέχρι και το τελευταίο χωριό. Τα εξοπλιστικά προγράμματα, τα διάφορα οικονομικά σκάνδαλα, η κατασπατάληση και αφαίμαξη του δημοσίου πλούτου, η διαφθορά και το έ νόμος, και η πολιτική ένα επικερδέστατο επάγγελμα από την οποίοι πλούτισαν νόμιμα και μη πολλοί εκπρόσωποί μας.
Η Ευρώπη σάπιζε σιγά αλλά με σταθερά βήματα, γινόταν πιο αυταρχική από ποτέ, έρμαιο των Αμερικανικών πολιτικών, ενώ οι αρχές του ανθρωπισμού και της δημοκρατίας περνούσαν στη σφαίρα του ονείρου. Οι παρεμβάσεις στα κράτη από το διευθυντήριο γίνονταν ολοένα πιο συχνές μέσω της αμερικανικής επιρροής. Το όνειρο της ευρωπαϊκής προοπτικής μετατράπηκε σε εφιάλτης καθώς σήμερα οι πολίτες της Γηραιάς ηπείρου είναι πιο φτωχοί από ποτέ.
Αυτό όμως ο «Νεοέλληνας» άργησε να το καταλάβει καθώς τα ψίχουλα που του μοίρασαν ήταν αρκετά και δυστυχώς τον βύθισαν στον καναπέ του να ρουφά τα δελτία των οκτώ, τον Πρετεντέρη, τον Καψή, τον Μπάμπη, τον Άρη, τη Σπυράκη. Αναλωθήκαμε και σπαταλήσαμε το χρόνο μας παρακολουθώντας ανούσιες εκπομπές τύπου Ανίτας και Survivor, βλέποντας ανθρώπους να εξευτελίζονται, μπροστά μας χωρίς να κάνουμε τίποτε για να το σταματήσουμε.
Ο Έλληνας πίστεψε στην αλλαγή, και η αλλαγή δεν ήρθε, οι νοοτροπίες της ιδιοτέλειας, της θέασης της πολιτικής, όχι ως κάτι ζωτικό και απαραίτητο για τη λειτουργία της δημοκρατίας και της ύπαρξη μας, αλλά ως όχημα εξυπηρέτησης των προσωπικών μας επιδιώξεων.
Ο Τζίμης Πανούσης έθιξε ζητήματα που η κοινωνία ακόμη στις μέρες μας τρομάζει μόνο και μόνο στο άκουσμά τους. Άσκησε κριτική στην παθητικότητα και την αδράνεια των Ελλήνων για αυτά που συμβαίνουν. Καυτηρίασε τη σεμνοτυφία, την απανθρωπιά και τον κοινωνική μας υποκρισία. Τα τραγούδια του ήταν σαν το ενοχλητικό ξυπνητήρι που με προκλητικότητα σπάμε για να μη μας ενοχλεί. Ως άνθρωπος του πνεύματος μέσω του αστέρευτου χιούμορ και τη σάτιρα άσκησε κριτική σε όλους και σε όλα, δεν έδειξε καμία επιείκεια ποτέ σε κανέναν. Με τα τραγούδια του βρέθηκε πολύ μπροστά από όλους. Αναφέρθηκε στην ομοφυλοφιλία («Ένα τραγούδι για το χειμώνα»), τραγούδι-κεντρί αναφέρεται στην υποκρισία των ανθρώπων που καταδικάζουν την επιλογή ενός ανθρώπου, ενώ αρνούνται να παραδεχτούν τα δικά τους λάθη, να σεβαστούν τις επιλογές των άλλων. Άσκησε κριτική και έθεσε προβληματισμούς επίκαιρους και διαχρονικούς, αξιοποιώντας τη λαϊκή παράδοση. Έθεσε τους πάντες προς των ευθυνών τους, προβλημάτισε και κλόνισε χρόνιες νοοτροπίες και παθογένειες. Καυτηρίασε πολλές φορές τη στάση της αριστεράς και ιδιαίτερα του Κ.Κ.Ε για την υποτονικότητα και αδυναμία να τονώσει τα αισθήματα των πολιτών να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή χωρίς φτώχεια και εκμετάλλευση. Δυσαρέστησε, αλλά δεν πτοήθηκε. Συνέχισε να κεντρίζει με το ενδιαφέρον του για την μεταλλαγή της κοινωνίας σε άντρο των τραπεζών και των αγορών, μας έμαθε το πόσο η ζωή μας αδειάζει ολοένα και πιο γρήγορα. Το χιούμορ και η οξυδέρκειά του θα μείνει διαχρονική και ανεπανάληπτη μέσα στο χρόνο.