«Θέλεις να σου πω γιατί είμαι πάντα θλιμμένη;» μονολόγησε μια μέρα. Κι άρχισε να μιλά χωρίς απάντηση να περιμένει απ’ τον εαυτό. «Είδα κάποιο βράδυ έναν άστεγο που είχε πεθάνει μπρος στην είσοδο μιας πολυκατοικίας κι είχε δίπλα του μια τσάντα και δυο τσάντες και τρεις τσάντες με κάτι ρούχα και κουβέρτες και μαύρες πατούσες είχε και τα μαλλιά του μπλεγμένα και γκρι είχε και κουρασμένος μου φάνηκε έτσι μόνος πεθαμένος τόση ώρα, τόσα χρόνια μόνος πεθαμένος και μια μέρα είδα μια γριούλα που έψαχνε στα σκουπίδια μ’ ένα μακρύ παλιό μπαστούνι μα σαν περνούσε κάποιος εκείνη χαμογελούσε και ένας ηλικιωμένος στον φούρνο έψαχνε να βγουν τα κέρματα από ένα μαύρο στρογγυλό μικρό πορτοφόλι για ν’ αγοράσει γιαούρτι και φρυγανιές κι όλο γλιστρούσε κι έτρεμε το ρυτιδιασμένο του χεράκι και δεν τα έβρισκε κι ύστερα τ’ άφησε, καλημέρα είπε κι έφυγε σκυφτός κι ένας κύριος στο παγκάκι έγραφε σ’ ένα χαρτί όλο λογαριασμούς κι υπολόγιζε και έκανε αχ χωρίς βαχ κι ένα παιδί είδα να χαζεύει μια βιτρίνα παιχνιδιών μα μια τρύπα είχε στο παπούτσι και μια κυρία ήρθε στην δουλειά κι είχε αίμα κάτω απ’ τα χείλη κι είπε πως έπεσε, μα είχε πέσει και προχθές και τις προάλλες είχε πέσει και θυμάμαι και πριν μήνες που είχε πέσει κι ένας λιμενικός ένα καλοκαίρι μου είπε « άσε ξεβράζονται στις ακτές κάθε μέρα» αυτό μου είπε κι ένας πρόσφυγας, που τυχερός στάθηκε κι έφτασε μου είπε πως άλλο δεν βαστά και θα λυγίσει κι άλλο δεν αντέχει μακριά να είναι από τους δικούς και δεν ξέρει αν θα τους ξαναδεί και φοβάται, όλο φοβάται, συνέχεια φοβάται και το πρωί φοβάται και το μεσημέρι φοβάται και το βράδυ φοβάται, γιατί τ’ άκουσες, μου είπε, πάλι βομβαρδιστικά πέταξαν πάνω απ’ την γη μου και με ρώτησε αν είδα το παιδί που έχασε τα μάτια του και το άλλο που έβγαλαν απ’ τα χαλάσματα κι εκείνους που προσπάθησαν να περάσουν τα σύνορα, μα το κρύο τους πάγωσε κι αν είδα κι εκείνους που πνίγηκαν κι ένας εδώ προσπάθησε να τον διώξει κι άσχημα του μίλησε μα εκείνος είναι που όλο φοβάται και δεν απάντησε… Θέλεις να σου πω γιατί είμαι θλιμμένη; Επειδή το μόνο που θέλησα ήταν να δω στα μάτια των ανθρώπων ‘ένα παιδί να μετράει τ’ άστρα’ …. μ’ άστρα δεν υπάρχουν στα μάτια κάποιων ανθρώπων, ούτε και παιδιά»