Η μικρή φόρμα που έχει επιλέξει ο ποιητής Λευτέρης Αχμέτης τον βοηθά να διεισδύσει καλύτερα, ευχερέστερα στο νόημα των λέξεων και να αποφύγει τον θόρυβο, που συνήθως αυτές δημιουργούν χάνοντας στο τέλος την ουσία τους και τη δύναμή τους· συνομιλεί εντούτοις ακατάπαυστα με ό,τι τον περιβάλλει και τον τυραννά χωρίς οι λέξεις του να ενοχλούν ή να «επαίρονται» για την τάχα λάμψη τους.
Γιώργος Σταματόπουλος
Ειλικρινής και ειρωνικός, αιχμηρός και αυτοσαρκαζόμενος, είτε προσεγγίζει είτε ερωτοτροπεί ή θωπεύει τη φύση, είτε τον έρωτα είτε τους πρόσφυγες είτε και τη δική του αγωνία να ακούσει τα σπλάχνα του. Τα ποιήματά του προσπαθούν να αποφύγουν το περιττό, ακόμη και τα τρίστιχα ή δίστιχά του. Σαν να πειραματίζεται με το αρχαίο επίγραμμα εντός του οποίου συμπυκνώνεται η λαϊκή σοφία, ως απαύγασμα αιωνίων κινήσεων και εσωτερικών ταραχών.
Γράφει στο Εν τάχει ΙΙΙ: «Να μάθεις να ξεχωρίζεις μες στη βροχή· τον ιδρώτα, το αίμα και το δάκρυ. Να μάθεις ν’ ακούς». Ιδού το αρχέγονο στοιχείο του νερού και η συνύφανσή του με τα υγρά εκκρίματα του σώματος, που παραπέμπουν στην εργασία, την υγεία, τον πόνο (ή και τη χαρά).
Ολα αυτά τα ερευνά με τον πολιτισμό όχι της όρασης αλλά της ακοής, έναν πολιτισμό που ουδέποτε ίσως τον αγάπησε η ανθρωπότητα, χωρίς βεβαίως ο λόγος του να είναι ακόμη απεσταγμένος, χωρίς να έχει επιτύχει την καβαφική γύμνια ή τη σολωμική εγκράτεια (κάτι που θα όφειλαν να σκοπεύουν οι ποιητές – γνώμη μας).
Η ποίηση γίνεται με λέξεις· η ιστορική αίσθηση και ο υπαινιγμός ακολουθούν – μόνο μια βαθιά εθνική ποίηση καθίσταται οικουμενική. Είναι σημαντικοί -τι λέω, μοναδικοί- ο Ρίλκε, ο Σέξπιρ, ο Μπουκόφσκι, ο Νίτσε, προέχουν εντούτοις τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, ο Ομηρος και οι αρχαίοι λυρικοί, οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, η μεσαιωνική ελληνική ποίηση και οι περισσότεροι ποιητές των δύο τελευταίων αιώνων.
Στο Εν τάχει VI διαβάζουμε: «Ξεφυλλίζουμε τα σώματά μας κάθε βράδυ… Εχουμε απρόσμενες συναντήσεις με κάποιες λέξεις τολμηρές». Να: τολμηρές λέξεις, το σώμα ως βιβλίο· όντως ο ποιητής τολμάει να είναι ολιγόλογος και στοχαστικός, παρότι απέχει από την ωριμότητα. Σε τρία-τέσσερα ποιήματα σκώπτει τους ποιητές ή παραιτείται μπροστά στο μεγαλείο της ζωής – θλίβεται μάλλον για την εξορία της ποίησης, από την έκπτωση του κοινωνικού της χαρακτήρα, για την κατάληξη του ποιητικού έργου στα παλιατζίδικα.
Στη συλλογή υπάρχουν ωραίες παρομοιώσεις: «Σαν γάτα πάνω σε περβάζι, το πορφυρό φεγγαρόφωτο». Εδώ, το επίθετο πορφυρός μάλλον περιττεύει, το φως του φεγγαριού είναι αυτεξούσιο, δεν έχει ανάγκη από επίθετα, όσο λαμπρά κι αν μας φαίνονται.
Η μικρή του φόρμα είναι γεμάτη υποσχέσεις σαν τα βλέμματα των ποιημάτων του. Εν τάχει 14: «Τα κορμιά των, μια κόλαση· που αναβλύζει φως». Δυνατή γραμματική, δυναμική στίξη, υπέροχη εικονική και λεξική συμπύκνωση. Η ίδια συμπύκνωση αλλά και χιούμορ στο Εν τάχει 16: «Απλώνουμε τα όνειρά μας στον ήλιο· κι όταν στεγνώσουν, τα βρέχουμε πάλι από συνήθεια».
Λίγα λόγια από την παρουσίαση του βιβλίου του Λευτέρη Αχμέτη «Ιντερμέδιο», εκδόσεις Εκάτη, στο βιβλιοπωλείο «Μωβ Σκίουρος», στην πλατεία Καρύτση, χθες. Αποτοξίνωση από το βάρβαρο, τηλεοπτικό θέατρο της Βουλής.
efsyn.gr