Το μεγάλο πρόβλημα του πολιτικού μας συστήματος είναι πως διαχρονικά φροντίζει ώστε η συζήτηση για την τριτοβάθμια εκπαίδευση να γίνεται με όρους επικοινωνίας και όχι ουσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον περιβάλλοντα χώρο του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπήκε στο πανεπιστήμιο ούτε θέλησε να συνομιλήσει με μέλη ΔΕΠ, τη φοιτητική κοινότητα ή το διοικητικό προσωπικό. Αρκέστηκε σε μια δήλωση έξω από την κεντρική είσοδο του Ιδρύματος επί της οδού Πατησίων στην οποία συνέδεσε τα φαινόμενα παρεμπορίου με τα προβλήματα των δημόσιων ΑΕΙ.
Ηλίας Μπελχιτερ
Τα τελευταία χρόνια μια σειρά πολιτικών στελεχών, διακομματικά, έχει εκφραστεί υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ. Το κύριο επιχείρημα το οποίο χρησιμοποιούν είναι η μείωση της εκροής κεφαλαίων από φοιτητές που φεύγουν στο εξωτερικό για να σπουδάσουν. Αν όμως παρατηρήσει κάνεις προσεκτικά τις δηλώσεις αυτές θα διαπιστώσει πως στοχεύουν σε συγκεκριμένο κοινό.
Φοιτητές που επιλέγουν κατά κύριο λόγο να σπουδάσουν σε σχολές της Κύπρου, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας ή σε χαμηλού βεληνεκούς πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου, όχι σε εκείνους που επιλέγουν να κυνηγήσουν τα όνειρα τους στα μεγάλα και διάσημα πανεπιστήμια όπως το Harvard ή το Massachusetts Institute of Technology (MIT). Η λογική είναι απλή.
Αντί οι ελληνικές οικογένειες να ξοδεύουν τα χρήματα τους ως συνάλλαγμα εκεί, να τα ξοδεύουν στην Ελλάδα. Είναι το σύγχρονο αντίστοιχο των πρακτικών περασμένων δεκαετιών με την ίδρυση τμημάτων σε κάθε πιθανό και απίθανο τόπο, χωρίς κανένα επί της ουσίας κριτήριο για το τι σημαίνει πανεπιστήμιο, τι πρέπει να προάγει πως πρέπει να λειτουργεί ή πως εξυπηρετεί την κοινωνία των πολιτών. Το μόνο που μετρούσε ήταν η οικονομική “άνθηση” της τοπικής κοινωνίας και προφανώς η ψηφοθηρία που κρυβόταν πίσω της.
Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο δεν αναφέρονται όσοι συμφωνούν για τα ιδιωτικά ΑΕΙ είναι ο τρόπος εισαγωγής σε αυτά. Γενικά υπάρχουν δύο περιπτώσεις υποψήφιων φοιτητών. Η πρώτη αφορά όσους έχουν πάρει προκαταβολικά την απόφαση να φύγουν στο εξωτερικό και προετοιμάζονται αναλόγως μέσω του διεθνούς απολυτηρίου (ΙΒ) άλλων προγραμμάτων. Η δεύτερη αφορά όσους αποτυγχάνουν να περάσουν στη σχολή προτίμησης τους μέσω των εισαγωγικών εξετάσεων και βλέπουν το εξωτερικό ως μία πολύ συμφέρουσα εναλλακτική. Καλώς ή κακώς ένας μαθητής που προετοιμάζεται δύο χρόνια για να σπουδάσει στο εξωτερικό πολύ δύσκολα θα αλλάξει απόφαση ακόμα και αν στην Ελλάδα υπάρχει αντίστοιχης εμβέλειας Ίδρυμα.
Οι προτάσεις που έχουν τεθεί στον δημόσιο διάλογο έως σήμερα για τα ιδιωτικά ΑΕΙ δεν προβλέπουν πουθενά την ύπαρξη ενός ενιαίου συστήματος εισαγωγής στα πανεπιστήμια, το οποίο καλό θα ήταν να μην βασίζεται στην απαρχαιωμένη μέθοδο της αξιολόγησης μεμονωμένων γραπτών επιδόσεων, αλλά λειτουργούν ως φερετζές ενός άδικου διπλού συστήματος εισαγωγής. Στα δημόσια πανεπιστήμια η εισαγωγή θα γίνεται μέσα από τις πανελλαδικές εξετάσεις ενώ στα ιδιωτικά θα γίνεται με βάση υποκειμενικά κριτήρια του κάθε οργανισμού.
Στην χώρα μας πολλές φορές συγχέουμε το δημόσιο με το δωρεάν. Η αλήθεια είναι πως ένα δημόσιο πανεπιστήμιο δεν είναι πάντα δωρεάν, όπως συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το σίγουρο όμως είναι πως ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο ποτέ δεν είναι δωρεάν. Φθάνουμε λοιπόν στο τρίτο και μεγαλύτερο πρόβλημα, αυτό των διδάκτρων. Συνήθως δίδακτρα χρησιμοποιούν οι χώρες με “αγγλοσαξονικού” τύπου τριτοβάθμια εκπαίδευση (ΗΠΑ, Αγγλία, Καναδάς) σε δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια ή ιδιωτικά πανεπιστήμια που βρίσκονται σε όλες τις άλλες χώρες (Πανεπιστήμιο Bocconi στην Ιταλία). Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες τα δημοσία πανεπιστήμια δεν έχουν δίδακτρα (Δανία, Αυστρία, Γερμανία) αν και μερικές ζητούν ένα σχετικά μικρό ποσό ως συμμετοχή (Ολλανδία, Ιταλία, Ελβετία). Δεν ήταν όμως πάντα έτσι.
Στην Αμερική έως την δεκαετία του 1970 σύμφωνα με τον John Thelin, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Kentucky & συγγραφέα του βιβλίου “ Α History of American Higher Education” τα πανεπιστήμια δεν είχαν θεσμοθετήσει δίδακτρα, ενώ τα κόστη για διαβίωση και συντήρηση των υποδομών τους καλυπτόντουσαν από προγράμματα υποτροφιών και κληροδοτημάτων. Η κατάσταση άλλαξε στη συνέχεια οπού λόγω της πετρελαϊκής κρίσης, του μεγάλου πληθωρισμού και της γενικότερης κατάστασης της αμερικάνικης οικονομίας οι δημόσιες επενδύσεις στον χώρο των πανεπιστημίων υποχώρησαν σημαντικά.
Συγκεκριμένα το 2008 το κόστος των διδάκτρων είχε αυξηθεί 439% σε σχέση με το 1982, ενώ το οικογενειακό εισόδημα είχε αυξηθεί μόλις 147% για την ίδια περίοδο. Στο παρακάτω γράφημα βλέπουμε τις προβλέψεις για την αύξηση των διδάκτρων μέχρι το 2033.

Στην Αγγλία τα δίδακτρα θεσπίστηκαν πρώτη φορά το 1998 από την κυβέρνηση των Εργατικών του Tony Blair και ορίστηκαν στις 1.000 λίρες. Το 2003 επίσης με κυβέρνηση Blair το ταβάνι αυξήθηκε στις 3.000 λίρες και το 2010 φτάσαμε στο σημερινό όριο των 9.000 λιρών.
Με την εισαγωγή των διδάκτρων λοιπόν δημιουργούνται 3 δρόμοι αποπληρωμής τους. Η χρηματοδότηση τους από ίδιους πόρους (οικογενειακή περιουσία κλπ.), η χρηματοδότησή τους από υποτροφίες και τα φοιτητικά δάνεια. Προφανώς επειδή κανείς δεν επιθυμεί την ύπαρξη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης δύο ταχυτήτων, πλουσίων και φτωχών, θα πρέπει να αναπτυχθούν τόσο από φορείς του δημοσίου όσο και από το χρηματοπιστωτικό σύστημα τα άλλα δύο εργαλεία χρηματοδότησης. Ας εξετάσουμε λοιπόν την έως τώρα πορεία του θεσμού των φοιτητικών δανείων στις ΗΠΑ οπού και δημιουργήθηκαν αλλά και στην Αγγλία που επίσης χρησιμοποιούνται ευρέως.
Τα φοιτητικά δάνεια αποτελούν διαχρονικά από τα πιο εμπορικά πετυχημένα τραπεζικά προϊόντα αφού εν μέρει βασίζονται και στο συναισθηματισμό των γονιών που θέλουν να δουν τα παιδιά τους να σπουδάζουν και να πετυχαίνουν στις ζωές τους. Σήμερα όμως η κατάσταση είναι διαφορετική. Τα τελευταία 3 χρόνια αυξάνονται εκθετικά οι φωνές που χαρακτηρίζουν τα φοιτητικά δάνεια ως την επόμενη μεγάλη χρηματοπιστωτική φούσκα στις ΗΠΑ.
Ο συνολικός τζίρος των φοιτητικών δανείων σήμερα είναι 1,48 τρισεκατομμύρια δολάρια, και έρχεται δεύτερος σε μέγεθος πίσω μόνο από τα στεγαστικά. Το 70% όσων αποφοιτούν από τις προπτυχιακές τους σπουδές (περίπου 44 εκατομμύρια Αμερικανοί) έχουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της αποπληρωμής τους, ενώ ο μέσος όρος της μηνιαίας δόσης ανέρχεται σε 351 δολάρια. Χαρακτηριστικά σύμφωνα με το MarketWatch οι απόφοιτοι του 2015 αποφοίτησαν με μέσο χρέος 35,051 δολάρια.
Σε πρόσφατη έρευνά του το Brookings Institute συμπεραίνει πως το 40% των δανειοδοτούμενων για σπουδές φοιτητών του 2004 έχει μεγάλη πιθανότητα να μην μπορέσει να τα αποπληρώσει έως το 2023. Τα ευρήματα όμως δεν σταματούν εκεί. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα το 90% των φοιτητών που στοχεύουν σε ιδιωτικά, κερδοσκοπικά πανεπιστήμια κάνουν αίτηση για να λάβουν κάποιο φοιτητικό δάνειο.
Αυτοί οι φοιτητές είναι 4 φορές πιο πιθανό να χρεοκοπήσουν στα δάνεια αυτά από τους φοιτητές στοχεύουν σε δημόσια πανεπιστήμια. Σε άλλη έρευνα το Kauffman Foundation εξέτασε την σχέση των φοιτητικών δανείων με τη νεανική επιχειρηματικότητα με τα ευρήματα να δείχνουν μία αρνητική σχέση κυρίως λόγω της έλλειψης των απαιτούμενων κεφαλαίων αλλά και της έλλειψης διάθεσης ανάληψης επιχειρηματικού ρίσκου αφού δεν έχουν εξασφαλίσει την αποπληρωμή του δανείου τους.
Ας πάρουμε τώρα το παράδειγμα ενός πιο “ρυθμισμένου” περιβάλλοντος, αυτού της Αγγλίας. Σύμφωνα με το BBC το μέσο χρέος ενός φοιτητή μόλις αυτός αποφοιτήσει φτάνει τις 50.800 λίρες εκ των οποίων οι 5.800 αποτελούν πληρωμές τόκων οι οποίοι τρέχουν μόλις ο φοιτητής ξεκινήσει τις σπουδές του. Το φοιτητικό χρέος έχει διπλασιαστεί από το 2011 έως το 2017, δηλαδή μέσα στην οικονομική κρίση, με την κυβέρνηση να θέλει να πουλήσει το χρέος αυτό σε ιδιωτικά funds για να αποφύγει την τραπεζική κρίση.
Ας εξετάσουμε μία ιδιάζουσα αλλά και υπαρκτή τάση στην σημερινή Ελλάδα. Σύμφωνα με έρευνα του Υπουργείου Παιδείας μεταξύ του 2003 και του 2014 και ενώ ο νόμος Διαμαντοπούλου από το 2011 προέβλεπε την διαγραφή τους, ο αριθμός των επί πτυχίω φοιτητών σκαρφάλωσε από τις 163.037 στις 328.742.
Ένας κύριος λόγος σύμφωνα με την έρευνα ήταν η αναγκαιότητα μεγάλου αριθμού φοιτητών να δουλέψουν για να μπορέσουν να συντηρηθούν λόγω της οικονομικής κρίσης. Ως προς τα δάνεια αυτό πρακτικά σημαίνει πως όσο καθυστερεί η αποφοίτηση, οι τόκοι τους τρέχουν και το συνολικό χρέος χτυπάει κόκκινο. Επιστρέφοντας στην έρευνα του BBC βλέπουμε τις επιπτώσεις των διδάκτρων στην συμμετοχή των part time φοιτητών στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση:

Με βάση όλα τα παραπάνω δεδομένα, την κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος & το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, τα μειωμένα εισοδήματα των Ελλήνων, αλλά και τις προοπτικές για το ύψος των μισθών την επόμενη δεκαετία είναι δυνατόν να προσθέσουμε άλλη μια πυρηνική βόμβα στην οικονομία μας;
Μάλλον το ερώτημα είναι ρητορικό. Ούτε φυσικά μπορούμε να βασιστούμε σε κρατική βοήθεια υπό μορφή υποτροφιών σε τέτοιο βαθμό που να καλύπτει τη ζήτηση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, από την στιγμή που οι δημόσιες επενδύσεις κινούνται σε ιστορικά χαμηλά, το Υπουργείο Παιδείας έχει πολύ σημαντικές υποχρεώσεις να εκπληρώσει ως προς την πρωτοβάθμια και την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και οι ευρωπαϊκοί πόροι κατευθύνονται στην ανάσχεση της ανεργίας.
Επόμενο θέμα προς εξέταση είναι και η έως τώρα εμπειρία. Στην Ελλάδα μπορεί επίσημα να μην αναγνωρίζονται ιδιωτικά πανεπιστήμια, όμως υπάρχουν γνωστά Ιδρύματα με ίδια επαγγελματικά δικαιώματα για τους αποφοίτους τους όπως αυτά των δημόσιων. Πού υπερτερούν και πού υστερούν ;
Σίγουρα έχουν επενδύσει πάρα πολύ στην απορρόφηση των αποφοίτων τους στην αγορά εργασίας, περισσότερο από ότι θα έπρεπε να επενδύσουν τα δημόσια πανεπιστήμια. Σίγουρα προσφέρουν ένα πιο οργανωμένο περιβάλλον σπουδών από αυτό που προσφέρουν τα δημόσια πανεπιστήμια με αποκλειστική ευθύνη των διοικήσεων τους.
Από εκεί και πέρα όμως ούτε σε επίπεδο έρευνας υπερτερούν, ούτε σε επίπεδο προσφερόμενης γνώσης, ούτε ακόμα στο θέμα της διεθνούς κατάταξης τους σε σχέση με τα αντίστοιχα δημόσια ΑΕΙ. Αν συνυπολογίσουμε και τον τρόπο λειτουργίας (πχ. το σκάνδαλο οικονομικής κακοδιαχείρισης το 2014) των δημοφιλών κερδοσκοπικών ΙΙΕΚ, πολλά από τα οποία ελπίζουν στην “προαγωγή” τους σε ΑΕΙ, συμπεραίνουμε πως η μεταλυκειακή ιδιωτική εκπαίδευση στην χώρα μας δεν έχει αποδώσει όσο καλά θα περίμεναν κάποιοι.
To πανεπιστήμιο Stanford στην Καλιφόρνια δεν είναι ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο επειδή είναι ιδιωτικό και έχει υψηλό κόστος φοίτησης. Ούτε το πανεπιστήμιο Berkeley, επίσης στην Καλιφόρνια, είναι ένα σπουδαίο πανεπιστήμιο επειδή είναι δημόσιο και είναι πιο φθηνό.
Δεν δημιουργήθηκαν με γνώμονα να δουλεύουν τα μαγαζιά της τοπικής αγοράς ούτε για να πέσει χρήμα στην περιοχή. Δεν έγιναν σπουδαία όταν άρχιζαν να χτίζουν μεγαλοπρεπή campus για να προσελκύσουν μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών, ήταν σπουδαία από πριν. Έγιναν σπουδαία επειδή έχουν θέσει στο κέντρο της λειτουργίας τους την παράγωγη επιστημονικής έρευνας, την προαγωγή της ακαδημαϊκής γνώσης, την απελευθέρωση της δημιουργικότητας της κοινότητας τους (επιστημονικής & φοιτητικής). Δεν λειτουργούν με βάση την αποκατάσταση και την υστεροφημία των καθηγητών τους αλλά για αυτή των φοιτητών τους. Κάνουν δηλαδή όλα αυτά που δεν κάνουν τα ελληνικά πανεπιστήμια.
Έχουν περάσει 8 χρόνια από τον πολυδιαφημισμένο νόμο της Άννας Διαμαντοπούλου. Κοιτώντας πίσω βλέπουμε πως η μόνη πραγματική επιτυχία του νόμου είναι η ανακατανομή της εξουσίας εντός των Ιδρυμάτων. Δεν ασχολήθηκε με κατεστημένα, πρακτικές και νοοτροπίες που βγάζουν από το επίκεντρο του πανεπιστημίου τον φοιτητή και τον αντικαθιστούν με άλλα συμφέροντα.
Ούτε η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου μείωσε τα φαινόμενα βίας, όπως μας υπόσχονταν κάποιοι, ούτε ο αποκλεισμός των φοιτητών από τη λήψη των αποφάσεων έφερε βελτίωσε την αποτελεσματικότητα στη διοίκηση και την ακαδημαϊκή άνθηση. Οι κτιριακές υποδομές πάνε από το κακό στο χειρότερο ενώ έχουν γίνει καταγγελίες για μολυσμένο νερό και μούχλα.
Τα αναχρονιστικά προγράμματα σπουδών παραμένουν, το σκάνδαλο με τα πανεπιστημιακά συγγράμματα συνεχίζεται και η καθηγητική αυθαιρεσία κρύβεται “άριστα” κάτω από το χαλί. Το επίπεδο της οργάνωσης και της λειτουργίας των τμημάτων είναι επιεικώς ανεπαρκές με τις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία να μένουν σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητες.
Ο δρόμος που έχουμε όλοι μπροστά μας είναι αυτός της δημιουργίας, της ελπίδας και της σκληρής δουλειάς, έτσι ώστε να διεθνοποιήσουμε τα Ιδρύματά μας, να τα εκσυγχρονίσουμε & να τα ανοίξουμε στην κοινωνία. Να εκμεταλλευτούμε την ιστορία του τόπου μας δημιουργώντας συνέργειες με καταξιωμένα Ιδρύματα του εξωτερικού καθιστώντας την Ελλάδα ένα hub γνώσης. Να κεφαλαιοποιήσουμε τις μεγάλες προοπτικές των νέων Ελλήνων επιστημόνων προσελκύοντας ή δημιουργώντας ερευνητικά κέντρα τα οποία θα λειτουργούν μαζί με το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Ας επικεντρωθούμε όλοι στην επιτυχία του δρόμου αυτού, ας συμφωνήσουμε ή ας διαφωνήσουμε στα επί μέρους, αλλά στην πραγματικότητα αυτή είναι η μόνη συζήτηση με πραγματικές προοπτικές για το μέλλον των ελληνικών πανεπιστημίων στην οποία πρέπει να αναλωθούμε και όχι κάποια άλλη ξεπερασμένη και οικονομικά επικίνδυνη για το καθεστώς της ιδιοκτησίας τους.
efsyn.gr/