Ο Νίκος Μπελογιάννης τουφεκίστηκε χαράματα 30 Μάρτη. Έπεσε αλλά νίκησε.
Και αυτό γιατί ούτε λεπτό δε θεώρησε τον εαυτό του κατηγορούμενο, αλλά κατήγορο της πολιτικής της αμερικανικής επικυριαρχίας και κατοχής και του μοναρχοφασισμού που την υπηρετούσε.
«Θα έλεγα, λέει στην πολιτική του διάλεξη – «απολογία», ότι «δε μιλάνε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου», γιατί ο κόσμος το ‘χει τούμπανο τι ρόλο παίζουν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα. Και εδώ μέσα αποδείχτηκε ο ρόλος τους, ακόμη και στις ανακρίσεις της Ασφάλειας. Οι κομμουνιστές δεν είναι όργανα των ξένων. Ο κομμουνισμός είναι πανανθρώπινο ιδανικό και παγκόσμιο κίνημα (…).»
Τουφεκίστηκε λοιπόν αλλά σηκώθηκε. Γιατί με τη σύλληψη του θεώρησε τον εαυτό του μαχητή που πέρασε σε νέα αποστολή.
Και συνέχισε από κει τη μάχη για το λαό.
«Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε./ Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία/
Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο
για να μη νυχτώσει (…) συμπυκνώνει ο Ρίτσος.
«Η στάση του Ν Μπελογιάννη ανήκει τελικά, θα γράψει ο Κ. Τζιαντζής το 1995, στο μεγάλο και πάντα ανυπότακτο κόμμα της ιστορίας, στο διεθνές και διαχρονικό ‘’κόμμα’’ της τάξης, που το κτίζει κυρίως με τα ίδια της τα χέρια, που το κρατάει πάντα ζωντανό και γεννάει τελικά τις επαναστατικές μορφές που έχει ανάγκη η βασανιστική πορεία της προς την ελευθερία».
Αλλά γι αυτά όλα τον τουφεκίζουν κάθε τόσο.
Να θυμίσουμε τον τότε βουλευτή της νεοναζιστικής οργάνωσης, Παναγιώτης Ηλιόπουλος που στα εγκαίνια του μουσείου «Νίκος Μπελογιάννης στην Αμαλιάδα τον χαρακτήρισε «αρχισφαγέα του ΚΚΕ» και τόνισε πως «το σπίτι του θα το γκρεμίσουμε».
Ο Ν. Μπελογιάννης επομένως πρέπει να πάψει να υπάρχει, τα σύμβολα αγώνα της λαϊκής μνήμης πρέπει να κατεδαφιστούν, τα ίχνη τους να εξαλειφθούν ει δυνατόν δια παντός. Να σβήσουν ο μνήμες, να εξαφανιστεί η Ιστορία, δηλαδή να χαθεί ο λαός.
«Έχει ακουστεί, λέει στην ομιλία του το 17 στη Βουλή ο σημερινός πρόεδρος της και τότε αγορητής της ΝΔ Κώστας Τασούλας, ότι ο Μπελογιάννης αγωνίστηκε για τη Δημοκρατία.
Διαφωνώ.
Ο θάνατος του Μπελογιάννη ήταν σκληρότατος. Η θανατική ποινή είναι μια σκληρότατη πράξη. Αλλά δεν μπορεί εν ονόματι μιας σκληρότατης πράξης που μπορεί κανείς να την κρίνει, αν ήταν άδικη ή δίκαιη, να θεωρούμε ότι η επιδίωξη επιβολής κομμουνιστικής δικτατορίας συνιστά πράξη υπέρ της Δημοκρατίας»!!.
Την ημέρα απότισης τιμής από τη Βουλή το 2017 βρήκε ο εκπρόσωπος της ΝΔ, Κ. Τζαβάρας, για να μιλήσει για «ήρωες και κακοποιούς!!!» που «υπήρξαν από όλες τις πλευρές» για το «παρακράτος» και όχι το κράτος που τουφέκισε, για «ένα λαμπρό ήρωα της παράταξής του που μέσα από τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία της Βουλής εμφανίζεται (σ.σ. δεν είναι) ως ήρωας της Δημοκρατίας».
Είναι από τις στιγμές που οι δυο παρατάξεις, η ΝΔ και η κάθε Χρυσή Αυγή, κάθονταν η μια δίπλα στην άλλη με κοινά χρώματα και διαφορετικές αποχρώσεις.
Η στάση τους πηγάζει από το γεγονός πως οι ίδιοι γνωρίζουν πως η πολιτική που ακολουθούν, συνολικά η οικονομική και κοινωνική κατάσταση του συστήματος που υπηρετούν, κυριαρχείται από αβεβαιότητες και οξυνόμενες ανισορροπίες.
Πηγάζει από την επίγνωση πως οι όροι οπισθοχώρησης του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς συμβαδίζουν με τις απαιτήσεις και τις δυνατότητες ανασυγκρότησης τους.
Φυσικά οι συσχετισμοί εξακολουθούν να αναπτύσσονται σε όφελος της αστικής πολιτικής.
Αλλά δίχως πλέον το δυναμισμό των τελευταίων δεκαετιών.
Οι συσχετισμοί εξακολουθούν να είναι αρνητικοί για το εργατικό κίνημα, τη μαχόμενη Αριστερά και δη την επαναστατική.
Αλλά ο Ν. Μπελογιάννης συμπυκνώνει όχι μόνο τη γνώση της πραγματικότητας και των συσχετισμών της. Αντιπροσωπεύει το αναγκαίο, αυτή την αποφασιστικότητα που βασίζεται κυρίως στην επίγνωση της Ανάγκης για να αλλάξουν οι συσχετισμοί υπέρ του εργατικού και λαϊκού παράγοντα. Και ακριβώς γι αυτό, στην πιο δύσκολη ώρα, παραμένει πιστός ή μάλλον ατίθασος και ερωτευμένος με τη «λαϊκή υπόθεση».
Γι αυτό και οι κληρονόμοι της δολοφονίας του τον ξαναστήνουν στον τοίχο.
Ο θρύλος του επικοινωνεί με το σήμερα
Γιατί ο Ν. Μπελογιάννης είναι τόσο ο ίδιος όσο και ο θρύλος του, αυτός που έπλασε ο λαός.
Ο θρύλος που πλάθεται και αναπλάθεται από τις μισο – συνειδητοποιημένες ή και τις βαθύτερες ανάγκες του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας για την υπέρβαση στο σήμερα των ανεπαρκειών και των ηττών του χθες.
«Ο Νίκος Μπελογιάννης αλλά και εκατοντάδες άλλοι ‘’Μπελογιάννηδες’’ εκτελέστηκαν όχι διότι ήταν κίνδυνος για τη χώρα, αλλά μόνο και μόνο για να τορπιλιστεί κάθε προοπτική πολιτικής και εθνικής συνεννόησης, μετά τα χρόνια του εμφυλίου», τόνισε στην τότε ομιλία του στη βουλή ο κ. Τσίπρας.
Μιλά για εθνική συνεννόηση όταν αναφέρεται σε ποιον, στον Μπελογιάννη.
Αυτόν που καθώς τον οδηγούσαν στο απόσπασμα τα τελευταία λόγια που είπε ήταν
«Πάμε για καθαρό αέρα».
Επιχειρεί να περιορίσει τον Μπελογιάννη στα όρια της αστικής ομαλότητας και της εθνικής συνεννόησης.
Ποιον τον Μπελογιάννη.
Η μέθοδος είναι γνωστή.
Αν η εξαφάνιση των Μπελογιάννηδων δεν είναι δυνατή, που δεν είναι, τότε ας τους αλλάξουμε και ας τους απαλλάξουμε από κάθε τι το ανυπότακτο, το κοινωνικά απελευθερωτικό.
Η μέθοδος είναι γνωστή.
Η πλούσια, δυστυχώς, εμπειρία μετατροπής των αγωνιστών των μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αναμετρήσεων σε ακίνδυνες μούμιες έχει ορισμένα, όχι ευκαταφρόνητα, αποτελέσματα. Αυτό ακριβώς είναι το νόημα και το νήμα που συνδέει τους ποικιλώνυμους διαχειριστές της υπόθεσης Μπελογιάννη όλων των εποχών και όλων των τάσεων που χρόνια τώρα καλύπτουν με τη σιωπή, τη διαστρέβλωση, την κομματική καπηλεία και την εικονολατρία τα πραγματικά γεγονότα και τη δυναμική τους.
Ο Μπελογιάννης φυσικά ταυτίζεται με κάθε λαϊκή ανυπότακτη συνείδηση και πράξη, με την ίδια την αυταπάρνηση και την αφοσίωση στο συλλογικό περιπετειώδη αγώνα για κοινωνική απελευθέρωση.
Το ουσιαστικό αίτημα που έβαλε η απολογία και η συνολική στάση του ήταν το αίτημα μιας νέας επαναστατικής πορείας για το ανεκπλήρωτο αίτημα μιας χωρίς όρια ελεύθερης κοινωνίας, που έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος.
Γι αυτό και ο Μπελογιάννης πέφτει αλλά δεν σκύβει, δεν προσκυνά.
Και ακριβώς γι αυτό δεν φυλακίζεται.
Οι άνθρωποι ζουν στον πραγματικό χρόνο.
Σε αυτόν τον ανήλεο χρόνο τα παιδιά, πρωτίστως, και οι μεγάλοι πρέπει να τρώνε την ίδια περίπου ώρα, να ντύνονται, να αμείβονται, να μεγαλώνουν, να επιζούν και να ζουν.
Αυτή η πραγματικότητα της πείνας, της επιβίωσης και της ζωής επικάλυπτε τότε τις ιδέες της εθνικής αντίστασης για τη δίκαιη κοινωνία μιας λαοκρατικής Ελλάδας.
Οι ιδέες αυτές επιζούσαν στην παρανομία.
Εκεί πάει το πράμα και τώρα.
Αλά ο Μπελογιάννης συγκρούεται με τον καιρό του.
Αυτή του η ως τα ακρότατα όρια της αυταπάρνησης στάση του να παραμένει με το κεφάλι ψηλά, επικοινωνεί με την άλλη, την αθέατη πλευρά της σκέψης τόσο των σπουδαίων κοινωνικών αγωνιστών που εξακολουθούν να μη το βάζουν κάτω όσο και αυτών που νοιώθουν πως δεν πάει άλλο, αλλά δεν βλέπουν πώς μπορεί να πάει αλλιώς.
Με την άλλη πλευρά της σκέψης που παραμονεύει για να δει, κι ας μη το βλέπει ακόμα, το πώς μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.
Αυτή είναι η παραδειγματική επικοινωνία του Μπελογιάννη και του θρύλου του με το σήμερα.
Οι αναλογίες με το σήμερα είναι εμφανείς.
Η Ιστορία, αυτή η δύσκολη υπόθεση, είναι μια μάχη όχι για το χθες αλλά για το παρόν και το μέλλον των κοινωνιών. Αλλά η Ιστορία μπορεί να δράσει, υπό προϋποθέσεις, ως καταλύτης για μια νέα ταυτότητα και αυτοπεποίθηση της ανατρεπτικής Αριστεράς και των μαχόμενων λαϊκών δυνάμεων.
kommon.gr