Ένας φίλος κάποτε, πριν χρόνια, καθ’ οδόν από το σπίτι προς το Πανεπιστήμιό του στο Λονδίνο, σταματούσε τα πρωινά σε ένα καφέ μικρό, χωρίς πολύν κόσμο εκείνη την ώρα, για έναν πρωινό καφέ με την εφημερίδα την κρεμασμένη από τη ράχη από το ξύλο.
- του Σταμάτη Πάρχα
Εκείνο το πρωί έπινε τον καφέ του ένας πιο μεγάλης ηλικίας κύριος, σοβαρός, καλοντυμένος, πιθανότατα καθηγητής, αν θυμάμαι καλά, αν θυμάται καλά, και διάβαζε την εφημερίδα του.
Ξάφνου, όπως διάβαζε, ο κύριος καθηγητής δάκρυσε και άρχισε να κλαίει… Να κλαίει βουβά και γοερά, διαβάζοντας. Ο φίλος διακριτικός τον κοίταξε με συμπάθεια… Δεν του μίλησε. Του μίλησε όμως ο καθηγητής: «Πέθανε ο… [κάποιος γνωστός τότε Άγγλος ποιητής]».
Ο φίλος τον κοίταξε αιφνιδιασμένος.
«Ήταν φίλος σας»;
«Όχι προσωπικός, μα ο κόσμος χάνει πάντα κάτι πολύ σπουδαίο όταν πεθαίνει ένας ποιητής.»
Από τότε τρέφω πολύ μεγάλο σεβασμό, απεριόριστο, σε εκείνον τον λαμπρότατο, είμαι σίγουρος, θετικό επιστήμονα (για τέτοιου είδους Πανεπιστήμιο μιλάμε), που έβλεπε τόσο πλήρως συμπληρωματικό τον δικό του κόσμο, της συλλογικής ερμηνείας της φύσης, με τον υποκειμενικό κόσμο έκφρασης των ανθρώπινων συναισθημάτων ενός ποιητή.
Και τρέφω επίσης έναν πολύ βαθύ σεβασμό προς τους καλλιτέχνες, ιδίως τους πιο τρυφερούς και ελεύθερους στο πνεύμα, που βαθιά μέσα τους κοιτάζουν με ελπίδα και εμπιστοσύνη τους επιστήμονες, που ερευνούν εκ μέρους όλων μας τις δυνατότητες του ανθρώπου για γνώση και θεμελιωμένη εξέλιξη του είδους.