Σε άρθρο του στην «Καθημερινή» (6/8/2023) ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος παρουσιάζει τις απόψεις του σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των δύο επικρατέστερων υποψηφίων για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., την Εφη Αχτσιόγλου και τον Ευκλ. Τσακαλώτο. Δεν θα προβώ εδώ στις προσωπικές μου εκτιμήσεις όσον αφορά τις τοποθετήσεις των δύο αξιόλογων υποψηφίων. Θα περιοριστώ στις παρατηρήσεις του διακεκριμένου ιστορικού.
Παίρνω ως αφετηρία την τελευταία παράγραφο του άρθρου του: «Πάντως αν η δεξιά έχει σύμμαχο τον χρόνο, η αριστερά ανέκαθεν βασιζόταν στον καιρό» (η υπογράμμιση δικιά μου). Οφείλουμε τη φιλοσοφική εκλαΐκευση του διαχωρισμού «χρόνου» και «καιρού» στον πολυγραφότατο Γάλλο φιλόσοφο J. Derrida (1930-2004) – οι ρίζες της διάκρισης βρίσκονται στον Αριστοτέλη (και σε άλλους φιλόσοφους της Αρχαιότητας, αργότερα σε θεολόγους).
Τι σημαίνει λοιπόν αυτός ο διαχωρισμός; Προτιμώ τα απλά λόγια. Ο «χρόνος» κυλάει ανεπιστρεπτί, προϋπόθεση ή αποτέλεσμα της εμπειρίας μας. Ο «καιρός», αντίθετα, απαντάει στις ερωτήσεις του είδους: «Τι καιρό κάνει; Είναι ευνοϊκός για τη βόλτα που προγραμματίζω;», «Οι παρούσες συνθήκες προσφέρονται για την επίτευξη του στόχου που επιλέγω;» Ο νεοφιλελευθερισμός έχει εφεύρει τον δικό του «καιρό», το λεγόμενο «παράθυρο ευκαιρίας» – αν δεν το αδράξεις, πας χαμένος. Περί «ευκαιριών» λοιπόν.
Παρακάμπτοντας κάθε αναφορά στις αιτίες που οδήγησαν τον Μάη και τον Ιούνη στην παταγώδη κατάρρευση του πολιτικού εγχειρήματος μιας συμπεριληπτικής διακυβέρνησης «από την αριστερά, την κεντροαριστερά έως και τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο» (κομβικός λογότυπος μετά την ήττα του 2019), ο Αντ. Λιάκος θωρεί σήμερα, περιέργως πώς, ότι οι εν λόγω υποψήφιοι στην προεδρία του κόμματος συνιστούν την «ευκαιρία» επανάληψης του ίδιου ακριβώς, κατά λέξη, πολιτικού εγχειρήματος, ήτοι «την ανασυγκρότηση της αριστεράς και της κεντροαριστεράς», «την ανασύνθεση του δημοκρατικού και προοδευτικού χώρου».
Το ότι το εγχείρημα αυτό κατέρρευσε μόλις πριν από έναν μήνα δεν φαίνεται να προβληματίζει τον αρθρογράφο. Ποια «ενδεχομενικότητα», ποιος «καιρός» (χρησιμοποιώ τους όρους του) τεκμηριώνει την εν δυνάμει επιτυχία μιας τέτοιας επανάληψης; Από το 2015, πλάι στον πρόεδρο Τσίπρα, η Εφη Αχτσιόγλου και ο Ευκλ. Τσακαλώτος ήταν από τα υψηλότερα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., και μάλιστα προβλήθηκαν και ως στελέχη της πρώτης γραμμής στην απελπισμένη σύσταση μιας «προεκλογικής ομάδας κρούσης» για τις εκλογές του Ιούνη, με στόχο να μειωθεί τουλάχιστον η διαφορά από τις εκλογές του Μάη. Η διαφορά όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε. Πώς λοιπόν αυτοί οι ίδιοι θα κατορθώσουν σήμερα αυτό που δεν κατόρθωσαν από το 2019 έως το ολέθριο αποτέλεσμα του Ιούνη 2023;
Μια τέτοια «ευκαιρία» θα μπορούσε να τεκμηριωθεί ως «ενδεχόμενο», αν όντως είχε προηγηθεί η διερεύνηση των ουσιαστικών αιτιών της διπλής αυτής ήττας και κατά συνέπεια ο καθορισμός των αλλαγών και των διορθώσεων που επιβάλλονται όσον αφορά τον πολιτικό προσανατολισμό, τη στρατηγική και τις δομές τού εν δυνάμει «νέου κόμματος». Αλλά ούτε η Εφη Αχτσιόγλου ούτε ο Ευκλ. Τσακαλώτος αναφέρονται ευθέως σε έναν τέτοιο απαραίτητο απολογισμό εκ βάθρων, περιορίζονται στα πιο εμφανή προβλήματα, τα τακτικά και επικοινωνιακά λάθη των τελευταίων μηνών.
Και εδώ συνίσταται το πολιτικά απαράδεκτο: η ανάλυση των αιτιών της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. παραπέμπεται στο επόμενο συνέδριο, τον Δεκέμβρη, δηλαδή μετά την εκλογή του προέδρου αρχές Σεπτεμβρίου. Εν απουσία απολογισμού, με ποια κριτήρια καλούμαστε λοιπόν να εκλέξουμε πρόεδρο; Ολα τείνουν να μας πείσουν ότι τα κριτήρια θα είναι, λίγο ή πολύ, τα ελκυστικά ή μη «προφίλ» των δύο επικρατέστερων υποψηφίων, η στάθμιση των «πλεονεκτημάτων» και «μειονεκτημάτων» αμφοτέρων.
Το άρθρο του Αντ. Λιάκου επιδίδεται σε μια συμπυκνωμένη παρουσίαση αυτών των κριτηρίων, για να καταλήξει σε δύο κομβικές ερωτήσεις: Η Εφη Αχτσιόγλου ως «σημαίνον με κυμαινόμενο σημαινόμενο» (!), με «αποδεδειγμένες ικανότητες και επικοινωνιακή έλξη» θα υπερβεί τις «γενικολογίες που θολώνουν την εικόνα όπως έγινε έως τώρα» (υποθέτω, «είμαστε με τους πολλούς και με το δίκιο», «ούτε αριστερά ούτε κέντρο») ή θα αρθρώσει «ένα σαφή λόγο» έτσι ώστε να «μας εκπλήξει» και «να γίνει ένας θηλυκός Τσίπρας»; «Ακόμα άδηλον» αποφαίνεται ό αρθρογράφος. Ο Ευκλ. Τσακαλώτος, «μια από τις πιο βαθιά καλλιεργημένες προσωπικότητες» με «διεθνές προφίλ», θα μπορέσει να υπερβεί «την σύνδεσή του με την κομματική ομαδοποίηση (53, Ομπρέλα) […] δημιουργώντας ένα σοβαρό αλλά φρέσκο αριστερό κόμμα;» – θα μπορέσει δηλαδή να εγκαταλείψει την «επανακατάκτηση» του «ανεύρετου ριζοσπαστισμού της κρίσης»;
Δύο ουσιαστικές παρατηρήσεις απορρέουν από τις εκτιμήσεις του Αντ. Λιάκου. Πρώτη παρατήρηση: Η προσέγγιση των κριτηρίων που προτείνει τοποθετείται σε αμιγώς προσωπικό επίπεδο στο ποσοστό που οι «επικεφαλής» (αρχηγοί) των διαφόρων παρατάξεων συνιστούν ντε φάκτο και τους εν δυνάμει «αρχηγούς» του κόμματος. Αναπαράγεται, δηλαδή, τόσο στο επίπεδο των παρατάξεων όσο και σ’ αυτό του κόμματος, η «αρχηγοκεντρική»1, βοναπαρτιστική δομή που θεσμοποίησε καταστατικά ο παραιτηθείς πρόεδρος. Η δεύτερη απορρέει από την προηγούμενη: η ενδεχόμενη «έκπληξη», κατά τον Αντ. Λιάκο, ανάδυσης ενός νέου Τσίπρα, εν προκειμένω «θηλυκού», της πρώτης επικρατέστερης, ικανής, συμπεραίνουμε, να εξουδετερώσει/πατάξει τις εσωκομματικές «γκρίνιες». Ο έτερος επικρατέστερος πήρε το μήνυμα. Εσπευσε να δηλώσει ότι, ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών, η ηγεσία του υπό ανασύσταση κόμματος οφείλει να είναι «συλλογική».
Οσοι παρατηρούν τις διαδικασίες από τον Ιούνη έως σήμερα εύκολα θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι τα επίδικα της αρχηγίας του κόμματος δεν μπορούν να λυθούν εσωκομματικά. Εξ ου και η τολμηρή απόφαση μετατόπισης των εσωκομματικών αντιπαραθέσεων στη δημόσια σφαίρα. Οι υποψήφιοι οργανώνουν δημόσια τις προεκλογικές τους εκστρατείες ανά την επικράτεια, στα τηλεοπτικά κανάλια, στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Καλούνται να προσέλθουν στις κάλπες οι «πολλοί», όχι μόνο τα μέλη και οι φίλοι του κόμματος αλλά και όλοι οι ενδιαφερόμενοι πολίτες – αρκεί η καταβολή ενός συμβολικού ποσού. Αυτό μπορεί βέβαια να ερμηνευτεί ως δημοκρατικό άνοιγμα στις «ανάγκες της κοινωνίας», αλλά μπορεί να αντιπαρατεθεί και μια άλλη ερμηνεία: τον γόρδιο δεσμό της αρχηγίας του κόμματος καλείται να τον λύσει όχι το κόμμα αλλά η κοινωνία, βάζοντας τάξη στις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις. Ο αρχηγός νομιμοποιείται όχι από τα όργανα του κόμματος, αλλά από την αδιαμεσολάβητη σχέση του με την κοινωνία.
* Καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας, Βρυξέλλες
1. Την αναπαραγωγή της «αρχηγοκεντρικής» δομής του κόμματος επισημαίνει και ο Κύρκος Δοξιάδης στο άρθρο του «Το “κενό” της παραίτησης του Τσίπρα», «Εφ.Συν.» 8/8/2023.
efsyn.gr