Το Anti-Dühring του Engels δημοσιεύτηκε το 1878, 30 χρόνια μετά το Κομμουνιστικό Μανιφέστο.
Σ’ αυτό ο Engels –απ’ ότι φαίνεται σε στενή συνεργασία με τον Marx- διατυπώνει περίτεχνα μια συμπαγή έκθεση της κοινής συνολικής θεωρητικής και πολιτικής τοποθέτησης και στάσης τους. Δικαιολογημένα ο Gouldner [1980] θεωρεί το Anti-Dühring ότι είναι «ίσως η πιο συνεκτική δήλωση του “συστήματός” τους που γράφτηκε ποτέ είτε από τον Marx ή τον Engels».
Ο Engels ανακηρύσσει την «κοινωνικοποίηση» και την «οικονομική κρίση» ως τις δύο συμπληρωματικές και αλληλεπιδρώσες κινητήριες δυνάμεις της προλεταριακής επανάστασης.
Ειδικότερα ισχυρίζεται [1878:III-2] ότι «Εάν οι κρίσεις αποδεικνύουν την ανικανότητα της μπουρζουαζίας να διαχειριστεί άλλο πια τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις, η μετατροπή των μεγάλων επιχειρήσεων παραγωγής και διανομής σε μετοχικές εταιρείες και κρατική ιδιοκτησία δείχνουν πόσο μη αναγκαία είναι η μπουρζουαζία για αυτό το σκοπό. Όλες οι κοινωνικές λειτουργίες του καπιταλιστή εκτελούνται από μισθωτούς υπαλλήλους. Οι καπιταλιστές δεν έχουν καμιά παραπέρα κοινωνική λειτουργία εκτός από το να τσεπώνουν μερίσματα, να κόβουν κουπόνια και να χαρτοπαίζουν στο χρηματιστήριο όπου οι διάφοροι καπιταλιστές ξεπαραδιάζουν ο ένας τον άλλον από το κεφάλαιό του. Κατ’ αρχήν, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εκδιώκει τους εργάτες. Τώρα εκδιώκει τους καπιταλιστές, τους αποβάλλει, όπως ακριβώς αποβάλλει τους εργάτες, στις γραμμές του πλεονάζοντος πληθυσμού, αν και όχι αμέσως στις γραμμές του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού. Αλλά, η μετατροπή είτε σε μετοχικές εταιρείες ή σε κρατική ιδιοκτησία δεν εξαλείφει την καπιταλιστική φύση των παραγωγικών δυνάμεων. Για τις μετοχικές εταιρείες αυτό είναι φανερό. Και το σύγχρονο κράτος είναι μόνο η οργάνωση που η αστική κοινωνία προσλαμβάνει προκειμένου να υποστηρίξει τις γενικές εξωτερικές συνθήκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ενάντια στις καταχρήσεις τόσο των εργατών όσο και των ατομικών καπιταλιστών. Το σύγχρονο κράτος, είναι ουσιαστικά, ασχέτως της μορφής του, μια καπιταλιστική μηχανή, το κράτος των καπιταλιστών, η ιδανική προσωποποίηση του συνολικού εθνικού κεφαλαίου. Όσο περισσότερο προχωράει στην κατάληψη των παραγωγικών δυνάμεων, τόσο περισσότερο γίνεται εμπράκτως ο εθνικός καπιταλιστής, τόσο περισσότερους πολίτες εκμεταλλεύεται. Οι εργάτες παραμένουν μισθωτοί εργάτες, προλετάριοι. Η καπιταλιστική σχέση δεν εξαλείφεται. Μάλλον αποκορυφώνεται. Αλλά αποκορυφωνόμενη καταρρέει. Η κρατική ιδιοκτησία των παραγωγικών δυνάμεων δεν είναι η λύση στη σύγκρουση αλλά εμπεριέχει μέσα της τις τεχνικές συνθήκες που διαμορφώνουν τα στοιχεία αυτής της λύσης.
Αυτή η λύση μπορεί μόνο να συνίσταται στην πρακτική αναγνώριση της κοινωνικής φύσης των σύγχρονων δυνάμεων της παραγωγής και, συνεπώς, στην εναρμόνιση των τρόπων παραγωγής, ιδιοποίησης και ανταλλαγής με τον κοινωνικό χαρακτήρα των μέσων παραγωγής. Και αυτό μπορεί να προέλθει από την κοινωνία με την ανάληψη της κατοχής, ανοικτά και άμεσα, των παραγωγικών δυνάμεων που έχουν υπερβεί κάθε έλεγχο εκτός από εκείνο της κοινωνίας σαν σύνολο. Ο κοινωνικός χαρακτήρας των μέσων παραγωγής και των προϊόντων αντιδρά σήμερα ενάντια στους παραγωγούς, διαταράσσει περιοδικά κάθε παραγωγή και ανταλλαγή, ενεργεί μόνο σαν φυσικός νόμος που λειτουργεί τυφλά, εξαναγκαστικά και καταστροφικά. Αλλά με την ανάληψη από την κοινωνία των παραγωγικών δυνάμεων, ο κοινωνικός χαρακτήρας των μέσων παραγωγής και των προϊόντων θα χρησιμοποιείται από τους παραγωγούς με μια τέλεια κατανόηση της φύσης του και αντί να είναι πηγή διαταραχών θα γίνει ο πιο ισχυρός μοχλός της ίδιας της παραγωγής».
Και ο Engels συμπεραίνει: «Μ’ αυτή την αναγνώριση, επιτέλους, της πραγματικής φύσης των σημερινών παραγωγικών δυνάμεων, η κοινωνική αναρχία της παραγωγής παραχωρεί τα θέση της σε μια κοινωνική ρύθμιση της παραγωγής από ένα σχέδιο καθορισμένο σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινότητας και του κάθε ατόμου.».
Ο Engels θεωρεί, λοιπόν, ότι η “ανάληψη της κατοχής των παραγωγικών δυνάμεων από την κοινωνία” υποστασιοποιείται από «ένα μοναδικό τεράστιο σχέδιο». Πάρα πέρα, θεωρεί ότι αυτό το σχέδιο είναι η ανώτατη έκφραση της επαναστατικοποίησης των παλιών μεθόδων παραγωγής που έχει καταστεί πιθανή και εφικτή από την κοινωνικοποίηση της παραγωγής που έχει επιφέρει ο ίδιος ο καπιταλισμός.
Προκειμένου, ωστόσο, να εγκαθιδρυθεί ο σφαιρικός σχεδιασμός, το προλεταριάτο είναι υποχρεωμένο πρώτα να αποσπάσει βίαια τα μέσα παραγωγής από τα χέρια των καπιταλιστών, δηλαδή να καταργήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία πάνω τους.
Ο Engels αναθέτει αυτό το καθήκον στο προλεταριακό κράτος: «Το προλεταριάτο καταλαμβάνει την πολιτική εξουσία και γυρίζει κατ’ αρχήν τα μέσα παραγωγής σε κρατική ιδιοκτησία. Αλλά, κάνοντάς το αυτό, αυτοκαταργείται ως προλεταριάτο, καταργεί όλες τις ταξικές διακρίσεις και ταξικούς ανταγωνισμούς, καταργεί επίσης το κράτος ως κράτος.».
Και συνεχίζει ο Engels αναλυτικότερα: «Η πρώτη πράξη δυνάμει της οποίας το κράτος αυτοκαθίσταται πραγματικά ο αντιπρόσωπος πραγματικά ολόκληρης της κοινωνίας – η ανάληψη της κατοχής των μέσων παραγωγής εξ ονόματος της κοινωνίας- είναι, ταυτόχρονα, η τελευταία ανεξάρτητη πράξη του ως κράτους. Η κρατική παρέμβαση στις κοινωνικές σχέσεις γίνεται, στο ένα πεδίο μετά το άλλο, περιττή και τότε εκπνέει· η διακυβέρνηση των προσώπων αντικαθίσταται από τη διοίκηση των πραγμάτων και την διεύθυνση των διαδικασιών της παραγωγής. Το κράτος δεν “καταργείται”. Εκπνέει. Αυτό αποδίδει το μέτρο της αξίας της φράσης “ελεύθερο λαϊκό κράτος”, και σε σχέση με τη δικαιολογημένη χρήση της κατά καιρούς από τους αγκιτάτορες και σε σχέση με την έσχατη επιστημονική ανεπάρκειά της καθώς, επίσης, και σε σχέση με τα αιτήματα των επονομαζόμενων αναρχικών για την κατάργηση του κράτους μονομιάς.».
Συνεπώς, ο Engels αποσπά την ιδιοκτησία του κεφαλαίου από τα χέρια των καπιταλιστών και την κάνει ιδιοκτησία του προλεταριακού κράτους. Μετά, μετατρέπει την «κοινωνική ιδιοκτησία» του Marx σε «κοινή χρήση της προλεταριακής κρατικής περιουσίας» από την ίδια την κοινωνία. Μετά, δηλώνει ότι ο μόνος πιθανός και εφικτός τρόπος που η κοινωνία έχει για να χρησιμοποιήσει από κοινού την περιουσία του προλεταριακού κράτους, δηλαδή τις διαθέσιμες παραγωγικές δυνάμεις της, είναι μέσω του μέσου ενός σφαιρικού, συνολικά περιεκτικού, σχεδίου. Κατόπιν και τελικά, βάζει την κοινωνία να φονεύει το προλεταριακό κράτος μέσω της εφαρμογής του σχεδίου που η ίδια εκπονεί.
Πρέπει, βεβαίως, να επισημανθεί ότι η «ιδιοκτησία» εμπεριέχει τόσο την «κατοχή» όσο και το «σχεδιασμό». Επομένως, η «κατοχή» αποκτά αυθύπαρκτο νόημα ως διακριτό στοιχείο μόνο εφόσον αφορά ιδιοκτησία τρίτου και εν προκειμένω του προλεταριακού κράτους.
Άρα: η ενγκελσιανή κατοχή = κρατική ιδιοκτησία + κοινωνικό σχέδιο.
Με τον τρόπο αυτό ο Engels δεν επιλύει το πρόβλημα διαχείρισης της «κοινωνικής ιδιοκτησίας» του Marx. Αντ’ αυτού μεταφέρει το πρόβλημα στον ίδιο το σχεδιασμό: με ποιό συγκεκριμένο τρόπο μπορεί θεωρηθεί ότι ο σχεδιασμός των παραγωγικών δυνάμεων αποτελεί την έκφραση των κοινωνικών προτιμήσεων και ταυτόχρονα το αποτέλεσμα της συνολικής συμμετοχής της κοινωνίας, δηλαδή των πολιτών, προκειμένου να εκτιμηθεί ότι τελεί, υλοποιεί, τη διαχειριστική κοινωνικοποίηση της κρατικής ιδιοκτησίας;
Πως γίνεται αυτός o “κοινωνικός σχεδιασμός της παραγωγής»; Με ποιόν τρόπο το κράτος αρχικά ή / και επακόλουθα η κοινωνία –εν προκειμένω είναι αδιάφορο ποιο θα είναι το αρχικό όργανο σχεδιασμού- θα καταρτίζουν, θα εκτελούν, θα αξιολογούν και θα διορθώνουν αυτό το “μοναδικό τεράστιο σχέδιο”. Στο ζήτημα αυτό, που αποτελεί και τη λύση στο πρόβλημα που έθεσε ο Marx, ο Engels σιωπά· και δικαιολογημένα. Απλά δεν γνωρίζει και, επομένως, δεν έχει λύση.
Η μόνη εξειδίκευση στην οποία προχωρά ο Engels είναι ότι δηλώνει το σχέδιο που θα κοινωνικοποιήσει την παραγωγή και θα φονεύσει ταυτόχρονα το κράτος δεν θα εκφράζεται σε αξίες, δηλαδή τα προϊόντα και οι υπηρεσίες δεν θα έχουν τιμές. Επομένως, η προκύπτουσα οικονομία είναι μια οικονομία σε είδος, αξιών χρήσης και όχι ανταλλακτικών αξιών.
Βεβαίως, ο Engels διευκρινίζει ότι θα υφίσταται ένας κάποιος οικονομικός λογισμός σε όρους εργασίας: «Είναι αλήθεια ότι ακόμα και τότε θα εξακολουθεί να υπάρχει η ανάγκη για την κοινωνία να γνωρίζει πόση πολύ εργασία απαιτεί η παραγωγή κάθε αντικειμένου κατανάλωσης. Θα οφείλει να διαρρυθμίσει το σχέδιο της παραγωγής της σύμφωνα με τα μέσα παραγωγής της, που συμπεριλαμβάνουν –ιδιαίτερα- τις εργατικές δυνάμεις της. Οι χρήσιμες επιπτώσεις των διάφορων αντικειμένων κατανάλωσης, συγκρινόμενες μεταξύ τους καθώς και με τις ποσότητες της εργασίας που χρειάζονται για την παραγωγή τους, θα καθορίζει στο τέλος το σχέδιο. Ο κόσμος θα είναι σε θέση να διαχειρίζεται το κάθε τι πολύ εύκολα, χωρίς την παρέμβαση της περιβόητης “αξίας”».
Επομένως, προκύπτει «μια κοινωνική ρύθμιση της παραγωγής στη βάση ενός ορισμένου σχεδίου σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινότητας και κάθε ατόμου» που αντικαθιστά την κοινωνική αναρχία της παραγωγής.
Συνεπώς, το οικονομικό σχέδιο δεν είναι ένα απλό διαχειριστικό εργαλείο της κρατικής ιδιοκτησίας από το ίδιο το κράτος ή την κοινωνία ανάμεσα σε πολλά άλλα διαθέσιμα εργαλεία. Απεικονίζει την πλήρη λειτουργική ρήξη ανάμεσα στο καπιταλιστικό παρόν και το προλεταριακό μέλλον επειδή υποστασιοποιεί λειτουργικά την κατάργηση της αξίας, άρα και της υπεραξίας, δηλαδή της ταξικής εκμετάλλευσης που προκύπτει δομικά από την κατάργηση του χρήματος. Μέσω, λοιπόν, του οικονομικού σχεδίου ο αξιακός οικονομικός λογισμός αντικαθίσταται, θεωρητικά, από τον κοινωνικό λογισμό της χρησιμότητας ή των κοινωνικών προτιμήσεων (π.χ. Arrow 1951).
Αυτό, ωστόσο, το ταξικά καταλυτικό οικονομικό σχέδιο, που συσχέτιζε ατομικές χρησιμότητες και προτιμήσεις με κοινωνικά κόστη άμεσης εργασίας δίχως αποσβέσεις (παρελθούσα εργασία) και ενδιάμεσες εισροές (άμεση και παρελθούσα εργασία), ήταν –και όχι μόνο- τότε ακόμα ένας απλοϊκός μύθος επιστημονικής φαντασίας. Προπαγανδιστικά ήταν πολύ αποτελεσματικός και ταξικά ήταν ιδιαίτερα παρακινητικός αλλά παρέμενε ένας μύθος αφού δεν υπήρχε ούτε κ’ αν ως σχέδιο σ’ ένα από τα πολλά συρτάρια του γραφείου του Engels!
Υπενθυμίζεται ότι η επονομασθείσα «πολεμική οικονομία» και «οικονομία σε είδος» καθώς και ο «οικονομικός λογισμός σε είδος ή αξίες χρήσης» ήταν διαθέσιμες στα χαρτιά από τους Neurath, πατέρα [1892] και γιό Otto [1910, 1916, 1925], μόνο από το 1892. Συνεπώς, μέχρι τότε, το «σχέδιο» είχε ένα λειτουργικό νόημα μόνο στις σοσιαλιστικές αποικίες στον Νέο και τον Παλιό Κόσμο. Το πέρασμα από το μικρό και τοπικό επίπεδο στο μεγάλο και εθνικό επίπεδο σχεδιασμού προϋπόθετε όρους, λειτουργίες και δομές που δεν περιέχονται, ούτε κ’ αν δηλώνονται, στους πολλαπλασιασμούς που έκανε ο Engels για να αποκτήσει το περιεκτικό όλων σχέδιό του, κρατικό ή κοινωνικό.
Ο Engels δεν επιλύει και ούτε στην εποχή του μπορούσε να επιλύσει το πρόβλημα της διαχείρισης της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής ως κοινωνικού σχεδιασμού. Απλώς μεταθέτει την επίλυσή του στην επόμενη ιστορική περίοδο της αποκρατικοποίησης και –κατ’ λογική συνεπαγωγή- επικεντρώνεται σ’ αυτό που θεωρεί ότι είναι ιστορικά και πολιτικά εφικτό, δηλαδή την προλεταριακή κρατικοποίηση ως από-ιδιωτικοποίηση του κεφαλαίου και την υπαγωγή της κρατικοποιούμενης και ήδη κρατικοποιημένης ιδιοκτησίας στο κρατικό οικονομικό σχέδιο που καθίσταται ο τρόπος διαχείρισης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας ύστερα από την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Φυσικά, μια ενδεχόμενη αρχική λειτουργικοποίηση ή έμμεση υποκατάσταση του κοινωνικού σχεδίου σε αξίες χρήσης από το κρατικό σχέδιο σε ανταλλακτικές αξίες επιλύει κάποια από τα προβλήματα που συναντώνται κατά την εκπόνηση και την εφαρμογή του σχεδιασμού στον αστικό[i] κόσμο. Υπενθυμίζεται ότι δεν υπάρχει κανένα κράτος που να μην λειτουργεί με κάποιο τρόπο σχεδιασμένα. Ο σχεδιασμός είναι μια δομική λειτουργική συνιστώσα στην ίδια την έννοια του κράτους ακόμα και εάν αυτό περιορίζεται μόνο στη στρατιωτική ισχύ του. Οι ένοπλες δυνάμεις και οι επιχειρήσεις τους αποτελούν την παραδοσιακή σχολή σχεδιασμού και διοίκησης στην ιστορία. Ο νεαρός Engels [1842] είχε συνειδητοποιήσει από την αρχή της διανοητικής δραστηριότητάς του ότι η συγκεντροποίηση αποτελεί μια ενδογενή λειτουργία του κράτους, σχεδόν συνώνυμη με την ουσία του. Επακόλουθα, ανακάλυψε ότι στις αρμοδιότητές του περιλαμβάνεται και ο σχεδιασμός.
Η έμμεση αντικατάσταση της «κοινωνικής ιδιοκτησίας» των μέσων παραγωγής του Marx από την «κοινωνική κατοχή» του Engels σε συνδυασμό με την συμφραζόμενη αρχική λειτουργικοποίηση ή υποστασιοποίηση του «κοινωνικού σχεδίου αξιών χρήσης» ως «κρατικού σχεδίου ανταλλακτικών αξιών» προσανατολίζει και επικεντρώνει τη σκέψη και την ενέργεια του όποιου Κομμουνιστικού Κόμματος στην κατάληψη της κρατικής εξουσίας και τη διαχείρισή της προς όφελος της κοινωνίας. Αυτή η κομματική επικέντρωση με την υποβάθμιση της εργατικής τάξης και γενικότερα της κοινωνίας που συνεπάγεται θα περάσει βαθμιαία στο εργατικό κίνημα και θα επιφέρει αργότερα και σε άλλες κοινωνικές συνθήκες καταστροφικά αποτελέσματα.
Συμπερασματικά: το ενγκελσιανό σχήμα υπέρβασης του καπιταλισμού / εγκαθίδρυσης του κοινωνικού οικονομικού σχεδιασμού αποτελείται λειτουργικά από δύο διαδοχικές φάσεις: την φάση #1 της ταξικής προλεταριακής κρατικοποίησης της και την φάση #2 της επακόλουθης διαχειριστικής κοινωνικοποίησης μέσω του σχεδιασμού σε αξίες χρήσης (η οποία περιλαμβάνει και την εκπνοή του προλεταριακού κράτους της φάσης #1).
Το διφασικό σχήμα, ωστόσο, του Engels, αν και είναι επανάληψη του σχήματος του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, αποτελεί ταυτόχρονα και υπέρβασή του καθότι έχει αποδεσμευτεί από τη βαθμιαία κρατικοποίηση του ιδιωτικού κεφαλαίου μέσω της επαχθούς φορολόγησης των εισοδημάτων κεφαλαίου και της κατάργησης του κληρονομικού δικαιώματος. Η νέα έκδοση του σχήματος ορίζει –εμμέσως- την απαλλοτρίωση του κεφαλαίου αυτή καθ’ εαυτή ως επαναστατική πράξη του προλεταριάτου. Η κρατική φορολογική διαλεκτική του Κομμουνιστικού Μανιφέστου μετασχηματίζεται σε κοινωνική εξέγερση υπό την ηγεσία του προλεταριακού κόμματος με σκοπό της εγκαθίδρυση μιας νέας και μεταβατικής προλεταριακής ταξικής εξουσίας.
Τέλος, υπογραμμίζεται ότι ο Engels αποφεύγει να διευκρινίσει τυπικά εάν η πρώτη φάση του μεταβατικού σχήματός του, η επόμενη ημέρα της προλεταριακής εξουσίας, θα λειτουργεί με όρους αξίας ή όχι. Αναλυτικά, προκύπτει πως ναι, αλλά ο ίδιος δεν το δηλώνει αυτό τυπικά. Εάν είναι έτσι, τότε το πρώτο προλεταριακό σχέδιο θα είναι κρατικό και θα διαχειρίζεται ανταλλακτικές αξίες, δηλαδή εμπορεύματα. Ο Engels, ωστόσο, δεν το δηλώνει αυτό τυπικά. Αυτή η –προφανώς- πολιτικά σκόπιμη ασάφεια και μεθοδολογικά βέβαιη ανεπάρκεια θα δημιουργήσουν στο μέλλον πολλά και μεγάλα προβλήματα στο κομμουνιστικό κίνημα.
Η όλη σκόπιμα περίπλοκη και σε πολλά κρίσιμα σημεία διφορούμενη τοποθέτηση του Ένγκελς συνοψίζεται στον ακόλουθο Πίνακα 3 x 2 που ορίζει τους τυπικά δυνατούς εναλλακτικούς αλλά και ενδεχομένως διαδοχικούς σοσιαλισμούς:
Πίνακας 1: Προσδιοριστικά στοιχεία σοσιαλισμού και κατάστασή τους
Α/Α Προσδιοριστικό Στοιχείο Σοσιαλισμού Κατάσταση
1 Οικονομικός Λογισμός Ανταλλακτική Αξία Αξία Χρήσης
2 Ιδιοκτησία Μέσων Παραγωγής Κρατική Κοινωνική
3 Οικονομικός Σχεδιασμός Κρατικός Κοινωνικός
Ο Πίνακας απεικονίζει τα, κατά τον Ένγκελς, προσδιοριστικά δομικά στοιχεία του σοσιαλισμού (γραμμές), δηλαδή:
1. Οικονομικός Λογισμός
2. Ιδιοκτησία Μέσων Παραγωγής
3. Οικονομικός Σχεδιασμός
με την κατά περίπτωση αντίστοιχή τους δυνατή λειτουργική κατάσταση (στήλες), δηλαδή:
1. ο Οικονομικός Λογισμός μπορεί να είναι εναλλακτικά εκείνος της : 1.1 Ανταλλακτικής Αξίας ή 1.2 της Αξίας Χρήσης.
2. η Ιδιοκτησία των Μέσων Παραγωγής μπορεί να είναι εναλλακτικά: 2.1 Κρατική ή 2.2 Κοινωνική.
3. ο Οικονομικός Σχεδιασμός μπορεί να είναι εναλλακτικά: 3.1 Κρατικός ή 3.2 Κοινωνικός.
Παράγονται τα ακόλουθα 7 διανύσματα ορισμού εναλλακτικών σοσιαλιστικών διαμορφώσεων:
Α = {1.1, 2.1, 3.1} : οικονομικός λογισμός ανταλλακτικής αξίας, κρατική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, κρατικό οικονομικό σχέδιο.
Β = {1.1, 2.1, 3.2} : οικονομικός λογισμός ανταλλακτικής αξίας, κρατική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, κοινωνικό οικονομικό σχέδιο.
Γ = {1.1, 2.2, 3.1} : οικονομικός λογισμός ανταλλακτικής αξίας, κοινωνική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, κρατικό οικονομικό σχέδιο.
Δ = {1.1, 2.2, 3.2} : οικονομικός λογισμός ανταλλακτικής αξίας, κοινωνική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, κοινωνικό οικονομικό σχέδιο.
Ε = {1.2, 2.1, 3.1} : οικονομικός λογισμός αξιών χρήσης, κρατική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, κρατικό οικονομικό σχέδιο.
ΣΤ = {1.2, 2.1, 3.2} : οικονομικός λογισμός αξιών χρήσης, κρατική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, κοινωνικό οικονομικό σχέδιο.
Ζ = {1.2, 2.2, 3.1} : οικονομικός λογισμός αξιών χρήσης, κοινωνική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, κρατικό οικονομικό σχέδιο.
Η = {1.2, 2.2, 3.2} : οικονομικός λογισμός αξιών χρήσης, κοινωνική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, κοινωνικό οικονομικό σχέδιο.
Προφανώς το όγδοο και τελευταίο Διάνυσμα Η ορίζει τον κομμουνισμό.
Τα υπόλοιπα 7 Διανύσματα ορίζουν εναλλακτικές σοσιαλιστικές διαμορφώσεις (και τα αντίστοιχά τους μικρά και μεγάλα πολιτικά κόμματα που τις υποστηρίζουν σθεναρά)…
Εκ των ανωτέρω προκύπτει -λογικά- το κατά τον Ένγκελς ακόλουθο χρονοδιάγραμμα μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό μέσω διαδοχικών σοσιαλιστικών διαμορφώσεων:
Πίνακας 2: Η σοσιαλιστική μετάβαση στον κομμουνισμό (t + k + n) κατά τον Ένγκελς
Α/Α Προσδιοριστικό Στοιχείο Χρόνος t = 1 t + k t + k + n
1 Οικονομικός Λογισμός Αξία Αξία / Χρήση* Χρήση
2 Ιδιοκτησία Μέσων Παραγωγής Κρατική Κρατική Κοινωνική
3 Οικονομικός Σχεδιασμός Κρατικός Κοινωνικός Κοινωνικός
* παράλληλοι (και ανταγωνιστικοί) οικονομικοί λογισμοί.
Το ουσιαστικό ζήτημα, ωστόσο, που εξακολουθεί να παραμένει εντελώς αδιευκρίνιστο είναι ο ορισμός του “κοινωνικού”, τόσο ως ιδιοκτησία όσο και ως οικονομικός σχεδιασμός (αν και είναι μεταξύ τους ως ένα βαθμό συνδεδεμένα αφού στα προσδιοριστικά στοιχεία της “ιδιοκτησίας” περιλαμβάνεται και ο “σχεδιασμός” της τρέχουσας και μελλοντικής διάθεσης / χρήσης της).
Η έλλειψη αυτή καθιστά τις σοσιαλιστικές διαμορφώσεις που εμπεριέχουν το “κοινωνικό” στοιχείο στο διάνυσμα ορισμού τους ενδογενώς ημιτελείς και -συμμετρικά- ασαφείς ή απροσδιόριστες.
Επομένως, εξ αντανακλάσεως της έλλειψης αυτής, ισχυροποιείται η όποια πολιτική ροπή προς τις σοσιαλιστικές διαμορφώσεις κρατικής ιδιοκτησίας ή / και κρατικού οικονομικού σχεδιασμού και μάλιστα ασχέτως αρχικής κατάστασης (βλ. «μετεπαναστατική γραφειοκρατικοποίηση»).
Ακόμα χειρότερα, ο ίδιος ο κομμουνισμός (Διάνυσμα Η) καθίσταται εντελώς αόριστος ως προς τη συνδυασμένη ακρατική και μη εκμεταλλευτική ουσιαστικότητά του. Το προλεταριακό κράτος, που ο Ένγκελς συστήνει στη φάση #1 της κοινωνικής επανάστασης για να την τελέσει, αναδεικνύεται στη φάση #2 στον κύριο εχθρό του κομμουνισμού, δηλαδή για να την ολοκληρώσει κοινωνικά.
Αναφορές
__________________________
Arrow [1951] K. J., Social choice and individual values Yale University Press, New Haven and London, 1963.
Engels [1842] F., Centralization and freedom, Marx-Engels Collected Works, vol.2: 354-359, Progress Publishers, Moscow 1975.
Engels [1878] F., Anti-Dühring, Herr Eugen Dühring’s Revolution in Science, Progress Publishers, Marx-Engels Collected Works vol.25:5-310, Moscow, 1987.
Gouldner [1980] A., The two Marxisms, contradictions and anomalies in the development of theory, Oxford University Press, N.Y.
Neurath [1892] W., Die wahren Ursachen der Überproductionkrisen sowie der Erwerbs und Arbeitslosigkeit, Vienna.
Neurath [1910] O., War economy: Uebel – Cohen 2004:153-199.
Neurath [1916] O., Economics in kind, calculation in kind and their relation to war economics: Uebel – Cohen 2004:299-311.
Neurath [1925] O., Economic plan and calculation in kind: Uebel – Cohen 2004:405-465.
Uebel, T. E., Cohen R., [2004] eds., Neurath O., Economic writings, Selections 1904-1945, Vienna Circle Collection vol. 23, Kluwer Academic Publishers.
Σημειώσεις
[i] Civil.