Ο τραπεζικός τομέας είναι και πάλι σε αναταραχή στην Ευρώπη. Την Παρασκευή, 30 Σεπτεμβρίου, το μεσημέρι, οι τιμές των μετοχών των τραπεζών στο χρηματιστήριο μειώθηκαν απότομα. Αυτή η πτώση τροφοδοτείται κυρίως από τους φόβους σχετικά με την ισχύ της Deutsche Bank, της πρώτης ιδιωτικής τράπεζας της Γερμανίας, της οποίας το μερίδιο μειώθηκε κατά περίπου 8% στις αρχές της διαπραγμάτευσης, την Παρασκευή, φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο μετά από ένα χρόνο σχεδόν αδιάκοπης πτώσης. Γενικότερα, οκτώ χρόνια μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007-2008, οι ανησυχίες για την κατάσταση του τραπεζικού τομέα έχουν επανέλθει, ενώ σημαντικοί τριγμοί σημειώνονται και στα τραπεζικά συστήματα της Ιταλίας και της Πορτογαλίας.
Η γερμανική τράπεζα βρίσκεται υπό την απειλή ενός προστίμου 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων(€ 12.500.000.000) από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την εμπλοκή της στην υπόθεση “subprime”, τις περίφημες υποθήκες από τις οποίες προέκυψε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Παρά το γεγονός ότι το ποσό αυτό δεν θα είναι το τελικό, καθώς η διαπραγμάτευση είναι σε εξέλιξη, θεωρείται όμως επικίνδυνο από τους επενδυτές. Η τράπεζα δεν έχει, μέχρι σήμερα, πρόβλημα έλλειψης κεφαλαίων, αλλά η δυσαρέσκεια των επενδυτών και μια κρίση εμπιστοσύνης θα δημιουργούσε δυσκολίες στην αναχρηματοδότηση μέσω των αγορών.
• Ποια είναι η κατάσταση της Deutsche Bank; Τον Ιούνιο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) είχε εκτιμήσει ότι η τράπεζα αποτελεί μια “σημαντική πηγή κινδύνου” για την οικονομία. Η Τράπεζα σύνθημα της οποίας είναι «το πάθος για επιδόσεις» κατέγραψε το 2015, μία μείωση από 12% έως 30% του συνόλου των δραστηριοτήτων της, ενώ πλήττεται και από άλυτα διαρθρωτικά προβλήματα καθώς και από πολλά σκάνδαλα. Η ανταγωνιστικότητα έναντι των επενδυτικών τραπεζών των ΗΠΑ έχει απολεσθεί. Τώρα πολλοί διερωτώνται αν ήρθε η ώρα για ένα δημόσιο πακέτο διάσωσης μέσω της ανακεφαλαιοποίησης. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να υπάρχει αναταραχή σχετικά με την ικανότητα της Τράπεζας να αντιμετωπίσει τους επενδυτές στο χρηματιστήριο, τις τράπεζες που της δανείζουν χρήματα, κ.λπ.
Πάντως, η κρίση της πρώτης ιδιωτικής τράπεζας στη Γερμανία με ισολογισμό που προσεγγίζει το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της Ιταλίας και αντιπροσωπεύει πάνω από το 10% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ευρωζώνης σε ένα επικίνδυνο φαινόμενο ντόμινο, που θα ήταν καταστροφικό για την ευρωπαϊκή οικονομία.
Για τις γερμανικές αρχές, οι επιλογές μειώνονται. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ανέκαθεν υποστήριζαν ότι οι φορολογούμενοι δεν μπορούν και πάλι να κληθούν να σώσουν την τράπεζα. Γι’ αυτό μια λύση θα ήταν η ΕΚΤ να ζητήσει από την Deutsche Bank να προβεί σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών.
• Με βάση τα παραπάνω, διερωτάται κανείς τι θα συμβεί στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα. Πολλά έχουν γίνει για την ενίσχυση των τραπεζών μετά την οικονομική κρίση του 2007-2008, αλλά οι κίνδυνοι παραμένουν, και η ΕΚΤ είναι σε αυξημένη επαγρύπνηση για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τις εκατόν είκοσι εννέα μεγάλες τράπεζες που ελέγχει από κοινού με τις εθνικές αρχές. Οι παρατηρητές μιλούν για την ευθραυστότητα δύο θυλάκων στη ζώνη του ευρώ: την Ιταλία και την Πορτογαλία. Το πρόβλημα αυτών των χωρών συνδέεται με την εθνική οικονομική κρίση και τα κόκκινα δάνεια νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Στην Ιταλία, ο τραπεζικός τομέας έχει παραλύσει από τα επισφαλή δάνεια. Ο Patrick Artus, διευθυντής έρευνας του Natixis, αξιολογεί το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης των ιταλικών τραπεζών κάπου στα 80 δισ με 100 δις ευρώ.
Στην Πορτογαλία, ισχύει επίσης η οικονομική κρίση. Και παρά την ενίσχυση που έλαβε στο πλαίσιο της διάσωσης από την ΕΕ και το ΔΝΤ το 2012, ο τραπεζικός τομέας αγωνίζεται να ανακάμψει από την κρίση και την έκρηξη των κόκκινων δανείων.
Παραδόξως, για την Ελλάδα δεν γίνεται αναφορά. Αυτό απαιτεί διερεύνηση.
Πάντως, εκτιμάται ότι η πολιτική χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ μπορεί να βοήθησε αρχικά τον τραπεζικό τομέα, αλλά τώρα δεν βοηθά καθώς αυτή η νομισματική πολιτική μειώνει αυτόματα την ικανότητα των τραπεζών να επιτυγχάνουν κέρδη. Ως εκ τούτου, τις καθιστά πιο ευάλωτες σε αποτυχίες. Γι’ αυτό ο Σόιμπλε ζήτησε από τον Ντράγκι αλλαγή της νομισματικής στρατηγικής. Με άλλα λόγια, το χρήμα παύει να παράγει χρήμα, δηλαδή κέρδος. Αυτοί που νόμιζαν πως βρήκαν τον τρόπο να αυξάνουν επ’ άπειρον τα κέρδη τους χωρίς τη διαμεσολάβηση του ταραχοποιού παράγοντα που λέγεται πραγματική οικονομία και εργασία, διαψεύδονται, καθώς το «μοντέλο» οδηγεί σε αδιέξοδο.
Η Ευρώπη μπορεί άραγε να αντιμετωπίσει αυτή την κρίση; Ποτέ η Ευρώπη δεν ήταν καλά εξοπλισμένη για να διαχειριστεί τυχόν τραπεζικές κρίσεις και να προλάβει ένα ντόμινο μετάδοσης της κρίσης μεταξύ των μελών της, λένε κάποιοι. Άλλοι διατείνονται πως σήμερα η ΕΚΤ, η οποία ελέγχει τις μεγαλύτερες τράπεζες στη ζώνη του ευρώ, μπορεί να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη της μετάδοσης της κρίσης.
Πληροφορίες: Le Monde