Πόσα Λύτρα αίματος (μπορεί γραμματικά να είναι λάθος η μονάδα μέτρησης του όγκου, αλλά διοικητικά είναι σωστά) θα χυθούν ακόμα, Δήμαρχε, στην «εθνική καρμανιόλα» αυτών των καταραμένων δύο χιλιομέτρων του τμήματος της εθνικής οδού Αγρινίου – Αντιρρίου, που ξεκινάει από τα γραφεία τελετών που βρίσκονται στο roundabout και φτάνει μέχρι το νοσοκομείο; (Άιντε και λίγο παρακάτω). Πόσα; Πόσα ακόμα Λύτρα;
- του Λευτέρη Τηλιγάδα |
| red line
Οι κάτοικοι και οι καταστηματάρχες της περιοχής φωνάζουν χρόνια…
Το Δημοτικό Συμβούλιο ξεσκίστηκε στη κουβεντούλα και στην ασυμμάζευτη παπαγαλία της καταγγελίας. Θα έλεγα και της πρωτοβουλίας, αλλά η παράλογη λογική της παροιμιώδους φράσης: «αγγούρι που δεν σου μπαίνει, άσ’ το να χοντραίνει», που έχει κάτσει χρόνια τώρα, ως αόρατη σκόνη, πάνω στα πολυτελή γραφεία των δημοσιών υπαλλήλων αιρετών και μη, ορίζοντας τα σύνορα της ευθύνης τους, μας έχει καταντήσει τουρλουμπούκι του κιμά στο δημόσιο εργοτάξιο της σφαγής των αμνών.
Τι, για μηνύσεις που δεν γίνανε, ακούσαμε! Τι, για άμεσες επεμβάσεις αποκατάστασης της ασφάλειας! Τι, για εισαγγελικές παραγγελίες! Τι, για επικά ευαγγέλια! Πήγε η παπαρολογία σύννεφο!
Κακά σκηνοθετημένοι μονόπρακτοι μονόλογοι ευθυτενών και άλλων ρητόρων, που χόρεψαν ιστορικά ζεϊμπέκικα μέσα στους λαβυρίνθους της ακοής μας, για το γυρίσουν απότομα και καταχρηστικά στη τσιφτετελορούμπα: «Αν σ΄αρνηθώ αγάπη μου, να μ’ αρνηθεί ο Βούδας…», φρικτό ποτ πουρί κολλητό με το: «Πότε Βούδας, πότε Κούδας, μπλέξαμε με τας αρκούδας… και αρλούμπας καλιακούδας».
Τι να σου κάνουνε κι οι μηχανόβιοι, που δεν το κάναν άλλοι.
Πήρανε τα κυβικά
και τ’ απλώσαν σε σειρά
πάνω σε διπλή γραμμή.
(Κάτσε φάρα φάει γιαχνί,
είν’ οι άνθρωποι θνητοί,
καρμανιόλα η εθνική).
Κι εκεί που με είχε πλησιάσει κάποιος, Δήμαρχε, την ώρα που έβαζα κι εγώ το ποδήλατο στη σειρά (η επιλογή, βλέπεις, του μεταφορικού μέσου, που θα σε οδηγήσει στον πέραν του πεδίου ορίζοντα, είναι στη δημοκρατία μας, ακόμα τουλάχιστον, προσωπική υπόθεση), ψιθυρίζοντας μου στο αυτί το πανάρχαιο και γνωστό ρητορικό ερώτημα: «Άσε, ρε. Γίνεται το μπορντέλο, κράτος;»… μου ‘ρθε μια αναφανταλιά, ένα σουρλομπιχλιτό ανάποδο και είδα όραμα μεγάλο:
Ήτανε, λέει Δήμαρχε, Κυριακή. Ποιος το περίμενε πως θα ‘ταν Κυριακή; Ήρθα με τσίπουρο πιωμένος και ρακί κι είδα μια πεζογέφυρα λαμπρή, φρεσκοβαμμένη κιτρινόμαυρο βαρύ. Κι ένα αστέρι του βοριά, μου είπε: «κοίτα, ρε χαλβά, τα έργα τα δημοτικά!
Τι ήταν, να το δω. Ήρθε κι έγινε!
Όχι σε πεζογέφυρα βέβαια, αλλά σε σκέτη γέφυρα.
Αριστούργημα, Δήμαρχε…
Η γέφυρα της Ερμίτσας είναι αυτή ή ο άγνωστος Γουώρχολ της Αβόρανης;
Ποιός πωρωμένος ΑΕΚτζής, ποιός οραματιστής αρχαίος την επιχείρησε αυτή τη φρεσκαδούρα;
Είναι τόσος ο ενθουσιασμός μου, που σκέφτομαι, να μαζέψω υπογραφές, να φέρω αίτημα στο Δημοτικό Συμβούλιο, για να χαρακτηριστεί το σημείο, καλλιτεχνικό μνημείο, αφιερωμένο στην προσφορά του μπογιατζή στο περιβάλλον. Ένα μνημείο με άλλα λόγια στον άγνωστο μπογιατζή.
Μάλιστα, σκέφτομαι, έτσι, για να αποκτήσει μεγαλύτερη επισκεψιμότητα το μνημείο, να βάλουμε στην παλιά νεροτριβή του Κίτσου ένα λόχο πενταμηνιτών μπατανοβουρτσιτών, οι οποίοι δίκην προεδρικής φρουράς θα φυλάττουν το φρεσκοβαμμένο πέρασμα.
Τρελό αξιοθέατο, Δήμαρχε…
Λέω μάλιστα, τώρα που μας έπιασε η προκοπή, να στείλεις ένα συνεργείο σοβατζήδες εκεί στο αρχοντικό που στεγάζονται τα γραφεία της ΔΕΗ να σοβατίσουν, εκείνα τα τούβλα από τον τρίτο όροφο και πάνω, της παράπλευρης πολυκατοικίας, γιατί κάθε φορά που περνάω από κει, πάει το μάτι μου κατευθείαν στη μαλακία του εργολάβου, και κάπως μου ‘ρχεται.
Θα μου πεις η περιουσία είναι ιδιωτική και θα συμφωνήσω μαζί σου. Η εικόνα όμως, Δήμαρχε, είναι δημόσια και το δικαίωμά μου αναφαίρετο, να την πω και ‘γώ την κουτουράδα μου.
Υστερόγραφο: Η φωτογραφία σήμερα, Δήμαρχε, είναι προσφορά στην ιστορία της πόλης. Είναι από την παρουσία σου στα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας του Αρτίκου στην πινακοθήκη.
Είναι ιστορική η αποτύπωση.
Έχει αυτό το φλου αρτιστικ της δημαρχιακής φιγούρας, έξω από τον ασφυκτικό περιορισμό των κάδρων, σε ώρα επικοινωνιακής χαλάρωσης με το βλέμμα να κοιτάζει πέρα και μέσα…
Μια εξουσιαστική ενατένιση του κενού, που διαπρέπει υποκρυφίως και που φαντάζει πρόθυμο της νέας χαλαρότητας…