Είχαμε προχτές την επέτειο των 50 χρόνων από την κήρυξη της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967, οπότε ταιριάζει στο σημερινό λογοτεχνικό μας ραντεβού να διαβάσουμε ένα αντιδικτατορικό λογοτέχνημα, ένα διήγημα που ανήκει σε μια σημαντική αντιδικτατορική εκδοτική κίνηση.
Εννοώ τον τόμο «18 κείμενα», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1970. Ακολούθησαν τα Νέα Κείμενα, τα Νέα Κείμενα 2 και το περιοδικό Συνέχεια -και η φυλάκιση της Νανάς Καλλιανέση, της εκδότριας του Κέδρου. Αλλά για τα θέματα αυτά έχουν γράψει πολλά και πολλοί που τα έζησαν από κοντά, εγώ θα παραθέσω απλώς τα ονόματα των συντελεστών του τόμου: Γιώργος Σεφέρης, Μανόλης Αναγνωστάκης, Νόρα Αναγνωστάκη, Αλέξανδρος Αργυρίου, Θανάσης Βαλτινός, Λίνα Κάσδαγλη, Νίκος Κάσδαγλης, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τάκης Κουφόπουλος, Μένης Κουμανταρέας, Δ.Ν.Μαρωνίτης, Σπύρος Πλασκοβίτης, Ρόδης Ρούφος, Τάκης Σινόπουλος, Καίη Τσιτσέλη, Στρατής Τσίρκας, Θ.Δ.Φραγκόπουλος, Γιώργος Χειμωνάς.
Τα 18 Κείμενα είχαν μεγάλη εκδοτική επιτυχία και γνώρισαν αλλεπάλληλες εκδόσεις τα χρόνια της δικτατορίας. Ο παλιός εκείνος τόμοςεπανεκδόθηκε το 1994.
Διάλεξα να παρουσιάσω το διήγημα «Ο υποψήφιος» του Ρόδη Ρούφου (1924-1972). Ο Ρούφος παρουσιάζει έναν υφηγητή της Χημείας που δεν ασχολείται με την πολιτική, ο οποίος προκειμένου να γίνει καθηγητής πρέπει να δηλώσει υποταγή στο δικτατορικό καθεστώς της χώρας του. Ο Ρούφος δεν τοποθετεί τη δράση στην Ελλάδα, βέβαια, αλλά στη διάφανα ανύπαρκτη Βολιγουάη, φανταστική χώρα της Λατινικής Αμερικής. Ενδιαφέρον είναι ότι στον ίδιο τόμο υπάρχει κι άλλο ένα διήγημα που εκτυλίσσεται στη φανταστική Βολιγουάη, το «Ελ προκουραδόρ», του Θ.Δ.Φραγκόπουλου, επιστήθιου φίλου του Ρούφου, ενώ και ένα τρίτο διήγημα, η Αλλαξοκαιριά του Στρατή Τσίρκα, εκτυλίσσεται επίσης σε μια μη κατονομαζόμενη χώρα της Λατινικής Αμερικής που έχει ομοιότητες στα τοπωνύμια με τη Βολιγουάη. Το εύρημα πρέπει να οφείλεται στον Ρούφο ο οποίος άφησε και το μισοτελειωμένο μυθιστόρημα «Βίβα Βολιγουάη».
Η Βολιγουάη του διηγήματος έχει προφανείς ομοιότητες με την Ελλάδα της απριλιανής χούντας αλλά δεν υπάρχουν σαφείς παραλληλισμοί με τα ελληνικά πράγματα -εκτός ίσως από την αναφορά στην αυτοκτονία του καθηγητή της Φυτοπαθολογίας, που πιθανώς να είναι υπαινιγμός στην αυτοκτονία του καθηγητή της Γεωπονικής Θεόφιλου Φραγκόπουλου το 1969 -ο αυτόχειρας ήταν ξάδερφος του συγγραφέα Θ.Δ.Φραγκόπουλου, ο οποίος έγραψε και σχετικό διήγημα που το έχουμε παρουσιάσει σε παλιότερο άρθρο.
Πήρα το κείμενο από τον (ανατυπωμένο) τόμο 18 Κείμενα και το μονοτόνισα, εκσυγχρονίζοντας λίγο την ορθογραφία (σίγουρα θα μου έχουν ξεφύγει λαθάκια του οσιάρ). Στην τελευταία παράγραφο διορθώνω το «προτινή του κούραση» σε «πρωτινή του κούραση».
Ο Ρούφος αφιερώνει το διήγημα «Στη μνήμη του Gustavo Durán». Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα μορφή: o Nτουράν (1906-1969) ήταν Ισπανός μουσικοσυνθέτης, που συμμετείχε στον ισπανικό εμφύλιο ως στρατιωτικός με το μέρος της δημοκρατικής κυβέρνησης (τον αναφέρει ο Χεμινγουέι στο Για ποιον χτυπάει η καμπάνα) και αργότερα ακολούθησε καριέρα στα Ηνωμένα Έθνη. Ήταν αντιπρόσωπος του ΟΗΕ στην Ελλάδα και πέθανε το 1969 στην Αθήνα, βρίσκεται δε θαμμένος στο χωριό Άλωνες στο Ρέθυμνο. Αλλά αυτά αποτελούν υλικό για μελλοντικό άρθρο.
Στη μνήμη του Gustavo Durán
Η κλήση με την επικεφαλίδα «Policia — Direccion de Seguridad» του όριζε να παρουσιαστεί στις 10.30 στον Υπαστυνόμο Ραμόν Μοράλες, δωμάτιο 35, για έλεγχο νομιμοφροσύνης. Διεύθυνση δεν είχε, ούτε και χρειαζόταν όμως. Ό καθένας ξέρει στην Αννουνσιασιόν, αλλά και σ’ ολόκληρη τη Βολιγουάη, ότι η Ασφάλεια εδρεύει (συμβολικά, λένε φαρμακεροί ψιθυριστές) στη γωνία της Πλάσα ντε λα Ρεβολουσιόν — πρώην Πλάσα ντε λα Λιμπερτάδ — και της Aβενίδα ντε λος Εστάδος Ουνίδος.
Το δωμάτιο 35 δεν ήταν παρά ένας μισοσκότεινος προθάλαμος. «Περιμένετε», είπε ένας γραφιάς ρίχνοντας μιαν αδιάφορη ματιά στην κλήση. «Ο σενιόρ Μοράλες είναι απασχολημένος».
Τ’ όνομα του αστυνομικού ηχούσε γνώριμα, αλλά ο Χουάν δε θα ’ξερε να πει τι ακριβώς του θύμιζε. Προσπάθησε να βολευτεί στη σκληρή καρέκλα του και ν’ αντιμετωπίσει ακόμα μια φορά με υπομονή τον πατροπαράδοτα βραδύ ρυθμό των δημοσίων υπηρεσιών, που καμιά απειλητική εγκύκλιος του Στρατιωτικού Συνδέσμου δεν είχε κατορθώσει ν’ αλλάξει. Δόξα τω Θεώ, συλλογίστηκε, τούτη ήταν η τελευταία διατύπωση που τον χώριζε από την τακτική έδρα της οργανικής χημείας. Από τη στιγμή που η Ασφάλεια θα του ’δινε πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης — σημάδι ότι ενέκρινε την υποψηφιότητά του — η Σχολή ήταν ουσιαστικά Αναγκασμένη να τον εκλέξει. Κανένας άλλος υφηγητής (μιας κι είχε λείψει ο Αλέχο) δεν είχε αρκετούς τίτλους για να διαδεχθεί τον ηλικιωμένο και διάσημο καθηγητή που είχε απολυθεΐ πάνω στην εκκαθάριση των Πανεπιστημίων, λίγο μετά το προνουνσιαμέντο και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας.
Στις έντεκα και τέταρτο ο Χουάν άρχισε να βρίσκει ότι ο υπαστυνόμος το παράκανε. Μολοτούτο δεν πήγαινε στο χαρακτήρα του να διαμαρτυρηθεί. Γι’ αυτή τη συστολή του — κληρονομημένη, ίσως, από πολλές γενιές φτωχών χωρικών που έτρεμαν κάθε εξουσία— τον μάλωνε άλλοτε καλόκαρδα ο Αλέχο: «Γιατί αφήνεις να σού πατάνε τον κάλο;» έλεγε. «Στείλ’ τους στο διάβολο». Πάει πολλή ώρα που ο Αλέχο, στη θέση του, θα ’χε φύγει βροντώντας τις πόρτες. Ό Χουάν βρήκε συμβιβαστική λύση — θα περίμενε ως τις 11.30, ούτε λεπτό παραπάνω.
Ήθελε δεν ήθελε είχε πολύ στο νου του τον Αλέχο Πριέτο, τον καλύτερό του φίλο, που μαζί είχαν μεγαλώσει, σπουδάσει και διοριστεί στο Πανεπιστήμιο. Έξοχος ερευνητής κι εκπαιδευτικός, ο Αλέχο είχε ωστόσο αρνηθεί δυο μήνες πρωτύτερα να βάλει υποψηφιότητα για την έδρα κι είχε προσπαθήσει του κάκου να πείσει τον Χουάν να κάνει το ίδιο, ρητορεύοντας εναντίον του καθεστώτος — δίχως καν να χαμηλώνει τη φωνή του, ο ευλογημένος — με πάθος και μελοδραματικές υπερβολές όπως: «Για να σε διορίσουν, σήμερα, πρέπει να πουλήσεις την ίδια την ψυχή σου!». Τελικά είχαν χωριστεί πολύ συγχυσμένοι ο ένας με τον άλλον, περισσότερο ακόμα κι από τη φορά όπου ο Αλέχο είχε μιλήσει για την επαφή του μ’ ένα παράνομο δίκτυο σπουδαστών κι ο Χουάν τον είχε αποπάρει αυστηρά. Τούτη ή συζήτηση στάθηκε η τελευταία τους. Λίγες μέρες αργότερα ο Αλέχο εκτοπιζδταν σ’ Ένα απόμακρο χωριό της Κορντιλιέρα κι έχανε και τη θέση του σαν υφηγητής: είχε δοκιμάσει, λέει, να καλύψει φοιτητές, που καταζητούσε η Ασφάλεια για το τεράστιο εκείνο «Viva la Democracia» μέσα στη μεγάλη αυλή του Πανεπιστημίου.
Το ατύχημα του φίλου του στενοχώρεσε τον Χουάν χωρίς να τον κάνει ν’ αλλάξει Απόφαση. Η πολιτική δεν τον ενδιέφερε — όποιο και να ’ταν το καθεστώς, κάποιος έπρεπε να διδάσκει οργανική χημεία για χάρη των φοιτητών. Τούτοι, είν’ η άλήθεια, δεν έμοιαζαν να συμμερίζονται τη γνώμη του. Μόλις ακούστηκε ότι ήταν υποψήφιος για την έδρα, τα παιδιά που ως τότε του χαμογελούσαν φιλικά άρχισαν ξάφνου —- τι επιπόλαιοι, τι ανεδαφικοί που είναι οι νέοι! — να του φέρονται με ψυχρή τυπικότητα. Πάλι καλά που ο ίδιος ο Αλέχο, όσο κι αν είχε δειχτεί αδικαιολόγητα πεισματάρης, δεν του κρατούσε κακία. Το ίδιο πρωί είχε έρθει γράμμα του από το Πουέμπλο Βιέχο, με ταξιδιώτη, κι από μια βιαστική ματιά που πρόφτασε να του ρίξει ο Χουάν διαπίστωσε πώς δεν έκανε λόγο για τα πανεπιστημιακά και για τη διαφωνία τους. Το ’χε βάλει στην τσέπη του για να το ξαναδιαβάσει, αργότερα, πιο προσεχτικά. Όχι τώρα βέβαια, μέσα στην Ασφάλεια· θα ’ταν αταίριαστο, ίσως κι επικίνδυνο, να γίνει αντιληπτό ότι λάβαινε μηνύματα από έναν αντίπαλο του καθεστώτος, και μάλιστα αλογόκριτα. Για τον ίδιο λόγο, εξάλλου, δεν είχε πάει να δει τον Αλέχο στο χωριό του…
Ήταν έντεκα και εικοσιοχτώ όταν τον οδήγησαν σ’ ένα ευρύχωρο κι ηλιόλουστο δωμάτιο, εύθυμα στολισμένο με χρωμολιθογραφίες εθνικών μνημείων και συνθήματα του Αρχηγού πάνω σε κιτρινοπράσινες βολιγουαηανές σημαίες. Έναν τοίχο ολόκληρο έπιανε η γνωστή τεράστια αφίσα όπου η Επανάσταση (μια βλοσυρή παρθενική μορφή, βαστώντας ξίφος κι Ευαγγέλιο), πλαισιωμένη από τις Ένοπλες Δυνάμεις (ένα άρμα μάχης, ένα αντιτορπιλικό κι ένα αεροπλάνο) και το λαό (χωρικούς με παραδοσιακά πόντσο και σομπρέρο κι εκστατικά χαμόγελα), σκοτώνει ένα κόκκινο τέρας με πολλά κεφάλια που λέγονται «Castrismo», «Anarquia», «Corrupcion» και σώζει από τα γαμψά του νύχια μια κάπως πιο ώριμη κυρία, την «Boliguay Catolica». Πίσω απ’ το γραφείο του Υπαστυνόμου κρεμόταν το πορτρέτο του Προέδρου Αλβάρες με μεγάλη στολή, τριπλή σειρά παράσημα κι ένα ξένοιαστο ύφος που ’δειχνε ότι η φωτογραφία ήταν παρμένη πολύ πριν ο ονομαστικός αυτός αρχηγός του Κράτους αυτοεξοριστεί, απογοητευμένος, στο Μοντεβιδέο.
Ο Ραμόν Μοράλες ήταν ένας ψηλός, αθλητικός τριανταπεντάρης που φορούσε πολιτικά σαν ανδρείκελο ραφτάδικου. Άφθονη αρωματική μπριγιαντίνη έκανε τα μαύρα του μαλλιά να γυαλίζουν σχεδόν όσο και τα πολυάριθμα χρυσά του δόντια. Υποδέχτηκε τον Χουάν με μεγάλη ευγένεια, ζητώντας του συγγνώμη για την καθυστέρηση, τον εγκατέστησε σε μιαν αναπαυτική πολυθρόνα, του πρόσφερε τσιγάρο και τον ρώτησε τι αναψυκτικό προτιμούσε. Κατόπι κάθισε κι ο ίδιος στο γραφείο του και δήλωσε ότι λυπάται που υποβάλλει τον σενιόρ υφηγητή σε τούτη την ενόχληση, αλλά είναι δυστυχώς αναγκαίο για την έκδοση πιστοποιητικού νομιμοφροσύνης.
— Τυπικά πράματα, καταλαβαίνετε, εξήγησε χαμογελώντας φιλοφρονητικά. Από το άλλο μέρος, χαίρομαι που μου δίνεται έτσι η ευκαιρία και η τιμή να γνωριστώ μ’ έναν επιστήμονα της δικής σας περιωπής.
Γοητευμένος από τούς τρόπους του αστυνομικού (πόσο αδικούσαν τούτους τούς ανθρώπους οι φανατισμένοι αντίπαλοι του καθεστώτος!), ο Χουάν αποκρίθηκε ότι η ευχαρίστηση ήταν όλη δική του, κι ότι ήταν πρόθυμος να δώσει όποιες πληροφορίες έκρινε χρήσιμες η ’Αστυνομία.
Στην αρχή έγινε λόγος για την καταγωγή, τη σταδιοδρομία και τα ταξίδια του στο εξωτερικό. Κάθε τόσο, ο Μοράλες συμβουλευόταν ένα χοντρό φάκελο. Ο Χουάν μετάνιωσε, λίγο νυσταλέα, που είχε παραγγείλει κόκα – κόλα κι όχι καφέ.
—Ώστε κάνατε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πρίνσετον των Ηνωμένων Πολιτειών, από το 1958 ως το 1961. Πήγατε πουθενά αλλού σ’ αυτό το διάστημα;
—Όχι.
— Περίεργο. Σύμφωνα με τα δικά μας στοιχεία, επισκεφθήκατε τη Χαβάνα το 1960, από τις 7 ως τις 11 Οκτωβρίου.
Κάποια μεταβολή στον τόνο του Υπαστυνόμου έδιωξε τη νύστα του Χουάν, που ανακάθισε.
—Α, βέβαια. Για το Παναμερικανικό Συνέδριο Βιοχημείας. Με συγχωρεΐτε, μου είχε διαφύγει.
— Φυσικά, φυσικά. Και ποιες ήταν οι εντυπώσεις σας από την Κούβα;
Ο Χουάν ανασήκωσε τους ώμους. «Έμεινα πολύ λίγο, ξέρετε, κι είχα πολλή δουλειά. Έπειτα είχε επίσημες δεξιώσεις, μια βραδιά λαϊκών χορών… δεν είχα καιρό να μελετήσω την κατάσταση, και για να ’μαι ειλικρινής ούτε και μ’ ενδιέφερε».
Ό αστυνομικός χάιδεψε τα μαλλιά του, εκπέμποντας ένα αρωματικό σύννεφο. Έπειτα είπε σκεφτικά, σχεδόν λυπημένα:
—’Ώστε οι εντυπώσεις σας δεν ήταν κακές;
Λίγο εκνευρισμένος, ο Χουάν έκρινε ωστόσο φρονιμότερο να κάνει το κέφι του συνομιλητή του.
—Δεν μπορώ να το πω αυτό, πρόφερε προσεχτικά. Έλειπαν είδη καταναλώσεως, και η εξυπηρέτηση στο ξενοδοχείο ήταν μέτρια.
—Α! μουρμούρισε επιδοκιμαστικά ο Μοράλες σα να ’δινε στον Χουάν καλό βαθμό. «Έλλειψη καταναλωτικών αγαθών, έλλειψη ανέσεων — ναι, αυτά είναι κλασικά γνωρίσματα των κομμουνιστικών καθεστώτων. Αλλά τα πιο σημαντικά, η απουσία ελευθερίας και η αθεΐα;»
—Ίσως να τάχα προσέξει αν είχα μείνει περισσότερο καιρό, αποκρίθηκε κάπως ξερά ο Χουάν. Αλλά γιατί επιμένετε τόσο πολύ σ’ αυτό το σύντομο ταξίδι; Δε με κάνει ύποπτο, ελπίζω; .
Γέλασε μονάχος του με τα τελευταία λόγια, για να δείξει πόσο εξωφρενική ήταν η ιδέα· ωστόσο το γέλιο δε βγήκε όσο εγκάρδιο θα το ’θελε, κι ο αστυνομικός δε συμμερίστηκε την ευθυμία του. Εκείνη την ώρα έφεραν του Χουάν την κόκα – κόλα, κι ένιωσε ανακούφιση για τη διακοπή. Σε λίγο ο υπαστυνόμος πέρασε ξανά το χέρι του πάνω από το άψογο χτένισμα, αναστέναξε και συνέχισε:
— Είστε πολύ φίλος με τον κ. Αλέχο Πριέτο, δεν είν’ έτσι;
Ό Χουάν κατάλαβε ότι κοκκίνιζε, κι αυτό τον ενόχλησε. Άναψε αργά ένα τσιγάρο κι ανάγκασε τον εαυτό του να κοιτάξει τον αξιωματικό στα μάτια:
— Γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, αποκρίθηκε, κι οι σχέσεις μας υπήρξαν πάντα καλές. Κοντοστάθηκε κι ύστερα πρόσθεσέ, νιώθοντας ανεξήγητα ένοχος: «Δε συμφωνούσαμε σ’ όλα, βέβαια».
Μάταιη ήταν η ελπίδα του ότι αυτό θ’ αρκούσε. Ο αστυνομικός αρπάχτηκε από την τελευταία φράση:
—Α! Μήπως διαφωνούσατε, ας ποϋμε, στα πολιτικά φρονήματα;
-Ναι, απάντησε ο Χουάν με κάποιο δισταγμό.
—- Δηλαδή;
– Να, εγώ ψήφιζα το Συντηρητικό Κόμμα κι εκείνος το Φιλελεύθερο.
Ο υπαστυνόμος του χάρισε ένα θερμό χαμόγελο. «Χαίρομαι που το ακούω. Οι Συντηρητικοί είναι οι φυσικοί υποστηριχτές της Επαναστάσεως. Το ξέρετε, βέβαια, ότι ο κ. Πριέτο είναι επικίνδυνο πρόσωπο;».
— Ξέρω ότι μ’ αυτή την κατηγορία εξορίστηκε.
Ό Αξιωματικός του ’ριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα:
— Ποια είν’ η διαφορά; Πιστεύετε ότι κάνουμε λάθη σε τέτοια θέματα; ‘
Στενοχωρεμένος, ο Χουάν έψαξε να βρει τη σωστή απάντηση:
— Είμαι βέβαιος, είπε αργά, ότι καταβάλλετε κάθε προσπάθεια για ν’ αποφεύγετε τα λάθη .
— Αφήστε, παρακαλώ, τις υπεκφυγές! Έκανε μ’ αναπάντεχα κοφτό, τρόπο ο αστυνομικός. «Έχετε η δεν έχετε πειστεί ότι ο φίλος σας είναι επικίνδυνος για τη δημοσία ασφάλεια;».
Ό Χουάν έκανε μια κουρασμένη χειρονομία, σα να ύψωνε λευκή σημαία. «Έστω», είπε θλιμμένα. «Ας πούμε πως είναι. Τι σχέση έχει αυτό με μένα;».
Ό αξιωματικόσ υιοθέτησε ξανά το γλυκό του τρόπο:
— Αυτό, είπε χαμογελαστά, θα το δούμε. Πέστε μου τώρα τη γνώμη σας για την Καθολική μας Κυβέρνηση.
Τούτη την ερώτηση την περίμενε ο Χουάν. Ξέροντας ότι θα ’ταν λάθος να δείξει δισταγμό, είχε προετοιμάσει μιαν απάντηση που ούτε θα τον εξέθετε, ούτε και ψεύτικη ήταν: .
— Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, σκοπός της είναι να επαναφέρει τη χώρα στη γνήσια δημοκρατία. Συμφωνώ ολόψυχα μ’ αυτό το πρόγραμμα.
Ό υπαστυνόμος έκανε ένα μορφασμό.
— Ελάτε τώρα, σενιόρ, αυτό είναι ανάξιο ενός ανθρώπου σαν κι εσάς.
— Παρακαλώ; έκανε κατάπληχτος ο Χουάν. .
— Ξέρετε πολύ καλά τι εννοώ. Ξεχάστε όσα διαβάζετε στις εφημερίδες, κι ας μιλήσουμε ανοιχτά. Θέλω καθαρή απάντηση -είστε μαζί μας ή όχι;
Ο Χουάν άρχισε να νιώθει ταραχή. Η συζήτηση δεν πήγαινε καθόλου όπως την είχε φανταστεί.
Δεν καταλαβαίνω, παραπονέθηκε. Νόμιζα ότι κάνετε τυπικό έλεγχο νομιμοφροσύνης. Έτσι μου είπατε ο ίδιος.
—Έ, λοιπόν; ρώτησε ο αστυνομικός δίχως πια να χαμογελάει.
– Λοιπόν, στάθηκα πάντα νομοταγής πολίτης: δεν ανακατεύομαι στην πολιτική, αλλά είμαι εναντίον του κομμουνισμού. Τι άλλο θέλετε;
Ο Μοράλες πήρε την έκφραση πονεμένου πατέρα που ετοιμάζεται να νουθετήσει ένα αγαπητό αλλά άταχτο παιδί. Έβγαλε ένα έγγραφο από το φάκελο λέγοντας:
—Έχω εδώ μια αναφορά για σάς.
Άρχισε να διαβάζει μεγαλόφωνα. Ύστερα από δυο – τρεις φράσεις ο Χουάν τινάχτηκε και κάρφωσε πάνω του μια ματιά όπου η απορία έδωσε λίγο-λίγο τόπο στην αγανάχτηση και κατόπι στην απόγνωση. Το κείμενο τον χαρακτήριζε «αριστερό», «πρόσωπο με αναρχικές τάσεις» που επαινούσε την Κούβα, έβριζε το Καθεστώς και συκοφαντούσε το Στρατό. Μερικές κατηγορίες θεμελιώνονταν πάνω σε πραγματικά περιστατικά, αλλά εξογκωμένα και παρερμηνευμένα κατά τελείως παράλογο τρόπο — ήταν σαν να έβλεπες τον εαυτό σου σ’ έναν από κείνους τους παραμορφωτικούς καθρέφτες που έχουν στα Λούνα Παρκ, και να προσπαθούν άλλοι να σε πείσουν πως αυτό το τερατώδες σχήμα είσαι σύ ο ίδιος. Αλήθεια, ήταν, ας πούμε, ότι μαθαίνοντας την απόλυση του προκατόχου του ο Χουάν είχε εκφράσει τη λύπη του κι είχε ρωτήσει συναδέλφους, μάλλον για τους τύπους, αν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για κείνον· τούτο ερμηνευόταν σαν «απόπειρα τποκινήσεως Πανεπιστημιακού προσωπικού εις παράνομον απεργίαν ή στασιαστικήν εκδήλωσιν». Σε κάποιο μελέτημά του είχε μνημονεύσει επαινετικά τις απόψεις ενός Πολωνού βιοχημικού· τούτο χαρακτηριζόταν «προπαγάνδα υπέρ των δήθεν επιτευγμάτων κομμουνιστών επιστημόνων» και ούτω καθεξής.
Όταν τέλειωσε, ο υπαστυνόμος έριξε ένα πένθιμο βλέμμα στον επισκέπτη του.
— Λοιπόν; έκανε.
Ο Χουάν τον ζύγισε, κι έφτασε στο συμπέρασμα ότι ήταν καλής πίστεως κι ικανός ν’ αναγνωρίσει την αλήθεια αν του την παρουσίαζαν με λογική και σαφήνεια. Συγκέντρωσε λοιπόν όλο του το θάρρος και βάλθηκε ν’ αντικρούει τις κατηγορίες σημείο προς σημείο. Μιλούσε ψύχραιμα, συγκρατώντας τα νεύρα του, και σιγά – σιγά ξαναφτέρωσαν οι ελπίδες του καθώς έβλεπε τον αστυνομικό να γνέφει πού και πού σα να συμφωνεί. Δίχως να το ξέρει, ο Χουάν ζωγράφιζε την ώρα εκείνη ολόκληρο τον εαυτό του: από τα λόγια του πρόβαλλε η εικόνα ενός αυτοδημιούργητου δουλευτή, αφοσιωμένου αποκλειστικά στην επιστήμη του — αλλά κι ενός ευσυνείδητου πολίτη που πίστευε στην έννομη τάξη, αποστρεφόταν κάθε κοινωνική αναταραχή και καινοτομία, ψήφιζε σαν τους φρόνιμους νοικοκυραίους κι ήταν πρόθυμος να παραδεχτεί ό,τι του ’λεγαν οι Αρχές, αρκεί τούτο να μην ξεπερνάει υπερβολικά τα όρια του πιστευτού. Βαθμιαία, τα χρυσά δόντια του Μοράλες ξαναγυμνώθηκαν φιλικά.
— «Εντάξει», διέκοψε ο αξιωματικός κάποια στιγμή που ο Χουάν σταμάτησε για να πάρει αναπνοή. «Εντάξει. Το ξέρω πως οι κατηγορίες αυτές είναι ανόητες».
Ο Χουάν έμεινε ακίνητος, μ’ ανοιχτό στόμα. Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν από το μέτωπό του. «Μα τότε γιατί — γιατί;» ψιθύρισε σε λίγο. Καθώς δεν πήρε αμέσως απάντηση, η έκπληξή του γύρισε σε θυμό. «Γιατί μου τα διαβάσατε, αφού ξέρατε ότι είναι ψέματα;» ρώτησε έντονα. «Και ποιος τα είπε αυτά για μένα; Θέλω τ’ όνομά του, να του κάνω μήνυση!».
Ο υπαστυνόμος έμοιαζε να διασκεδάζει.
— Ελάτε τώρα, σενιόρ, έκανε κατευναστικά. Δεν μπορούμε να κατονομάζουμε τις πηγές μας. Το γιατί σάς τα διάβασα θα το μάθετε σε λίγο. Και τώρα πέστε μου, θεωρείτε τον εαυτό σας νομιμόφρονα, δεν είν’ έτσι;
– Και βέβαια», αποκρίθηκε ο Χουάν μ’ αυτοπεποίθηση. Ο θυμός του είχε κιόλας εξατμιστεί. Ψυχολογικό τεστ ήταν, σκέφτηκε, και το πέρασα μ’ επιτυχία.
—Α!» έκανε ο Μοράλες, ζωγραφίζοντας ανθρωπάκια δίχως να τον κοιτάζει. «Αλλά νομιμόφρονα σε ποιον;».
— Μα στο — στο Κράτος, το Σύνταγμα…
Ο αστυνομικός κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά, σαν εξεταστής που δε μένει ικανοποιημένος από τις απαντήσεις του εξεταζομένου. «Καμπαλιέρο, η έννοια της νομιμοφροσύνης έχει αλλάξει από τον καιρό της Επαναστάσεως». Παύοντας απότομα να σχεδιάζει, ήρθε και κάθισε στην άκρη του γραφείου, κοντά στον Χουάν.
Ναι, συνέχισε, έχει αλλάξει. Άλλοτε, όποιος δεν ήταν κομμουνιστής λογάριαζε για νομιμόφρων, κατάλληλος για το Πανεπιστήμιο. Το αποτέλεσμα είναι ότι το Πανεπιστήμιο είναι γεμάτο ανθρώπους που ονομάζουν τους εαυτούς τους συντηρητικούς, ή φιλελεύθερους, ή πολιτικά ουδέτερους, και που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό — ότι δε δίνουν δεκάρα για την Επανάσταση. Έτσι δεν είναι;
— Μα η εκκαθάριση…
— Η εκκαθάριση δε χτύπησε παρά μερικούς από τους πιο αθυρόστομους αντιπάλους μας. Όμως και τώρα η πλειοψηφία των καθηγητών είναι αδιάφορη — ας αφήσουμε τι γίνεται με τους υφηγητές και τους βοηθούς». Η φωνή του σκλήρυνε, τα λόγια σφύριζαν σαν καμουτσικιές. «Οι συνάδελφοί σας είναι σαν όλους τους διανοουμένους. Επειδή δεν τους αρέσει η λογοκρισία, κι επειδή δεν καταλαβαίνουν τον κίνδυνο του Καστρισμού, νοσταλγούν κρυφά την παλιάν ασυδοσία. Αλλά αυτό» — κάθε συλλαβή και μία σφυριά — «δεν πρόκειται να το ανεχτούμε πιά. Η αδιαφορία, η ουδετερότητα δε μας αρκεί, το καταλαβαίνετε; Δε μας αρκεί, ούτε στο Πανεπιστήμιο ούτε κι αλλού». Έγειρε προς τον Χουάν, το πρόσωπό του κατακόκκινο. «Από δω κι εμπρός, όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας. Σήμερα, δε θα ’δινα πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης ούτε σ’ αυτόν!».
Τέντωσε το μολύβι του, με μια δραματική χειρονομία, προς το πορτρέτο του Αλβάρες. Ο Χουάν σώπασε, αποσβολωμένος· ο σεβασμός πρός τον νόμιμο Αρχηγό του Κράτους αποτελοϋσε αναπόσπαστο κομμάτι της συντηρητικής του πίστης. Σα να ’χε ξαλαφρώσει μ’ αυτό το ξέσπασμα, ο Υπαστυνόμος εξακολούθησε πιο ήρεμα:
— Με το ν’ απαιτούμε δίχως όρους αφοσίωση στην Καθολική Κυβέρνηση, ίσως να στερήσουμε το Πανεπιστήμιο από μερικούς εκπαιδευτικούς πρώτης σειράς. Δεν πειράζει. Αν οι άνθρωποι πρώτης σειράς δεν είναι πολιτικά αξιόπιστοι, θα βρούμε ανθρώπους δεύτερης και τρίτης σειράς. Η πίστη στην Επανάσταση μετράει πιο πολύ, σ’ όσους πρόκειται να διδάξουν τους νέους, από οποιαδήποτε θεωρητική κατάρτιση. Σαν υποψήφιος για έδρα, πρέπει να το χωνέψετε τούτο και να δεχτείτε τις συνέπειες.
Το στόμα του Χουάν είχε στεγνώσει. Κάποιες κουβέντες του Αλέχο, στην τελευταία τους εκείνη συζήτηση, μπαινόβγαιναν στη μνήμη του σαν ειρωνικά έντομα: «Προσβολή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια» — «Πουλάς την ίδια την ψυχή σου»… Ξεροκατάπιε δυο φορές.
— Ποιες συνέπειες; κατόρθωσε τελικά να ρωτήσει με κανονική φωνή.
— Θα σας πω, γιατί μ’ αρέσει να ’μαι τίμιος. Αν είναι να γίνετε καθηγητής, πρέπει πρώτ’ απ’ όλα ν’ αναλάβετε την υποχρέωση πως η διδασκαλία σας θα ’ναι πάντα σύμφωνη με τις υγιείς βολιγουαηανές και καθολικές αρχές και τα ιδανικά της Επαναστάσεως.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Χουάν είχε αφήσει — με κάμποσους δισταγμούς— τον Αλέχο να τον παρασύρει σε κάποιο γαλλικό πρωτοποριακό έργο. Το θέαμα είχε δικαιώσει τις χειρότερες υποψίες του, με την απουσία κάθε λογικής στην πλοκή και με την ασυναρτησία του διαλόγου. Τούτη τη στιγμή ένιωθε σαν πρόσωπο παρόμοιου έργου.
— Μα διδάσκω οργανική χημεία! έκανε σχεδόν φωναχτά. Δεν το βλέπετε ότι είναι ένας κλάδος όπου δεν χωράει κανενός είδους ιδεολογία;
— Δεν πειράζει, τον καθησύχασε ο Υπαστυνόμος. Θα ’χετε πολλές άλλες ευκαιρίες. Τα καθήκοντά σας δε θα περιορίζονται στη διδασκαλία της ύλης σας. Θα βοηθάτε, ας πούμε, στη διαφώτιση του αγροτικού πληθυσμού — θα πηγαίνετε σε χωριά και θα εξηγείτε στους κατοίκους το νόημα της Επαναστάσεως. Θα μιλάτε σχετικά και στους φοιτητές σας, σε κατάλληλες περιστάσεις.
— Μα δεν ξέρω να βγάζω πολιτικούς λόγους!
— Δε θα είναι πολιτικοί, θα είναι εθνικοί. Αλλά μη σας νοιάζει, θα σας τους δίνουν έτοιμους, γραμμένους, και δε θα ’χετε παρά να τους διαβάζετε. Εκτός απ’ αύτό, βέβαια, θα συμμορφώνεστε με ό,τι οδηγίες παίρνετε, θα ψηφίζετε, επί παραδείγματι, την αποβολή κάθε φοιτητή που κρίνεται ακατάλληλος.
— Ακατάλληλος για ποιο λόγο;
Ό Χουάν το ’ξερε πως η ερώτηση ήταν αφελής, αλλά πάσκιζε απελπισμένα να κερδίσει καιρό. Ο Υπαστυνόμος του ’ριξε ένα ψυχρό βλέμμα:
— Για όποιο λόγο κρίνουμε εμείς αρκετό, αποκρίθηκε κοφτά. Δεν πρόκειται να γίνεται συζήτηση, καταλαβαίνετε;
O Χουάν κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Ναι, τώρα καταλάβαινε πάρα πολλά πράματα — λες κι ένα εκτυφλωτικό φως έπεφτε απότομα σ’ έναν κόσμο ομίχλης που ποτέ του δεν είχε θελήσει να προσέξει ως τότε. Τώρα πια δεν είχε ανάγκη να κερδίσει καιρό· μπορούσε να χαλαρώσει.
— Είναι αυτονόητο, συνέχισε ο Υπαστυνόμος, ότι θ’ αναφέρετε οποιαδήποτε παράνομη πράξη υποπέσει στην αντίληψή σας.
— Φόνους, εμπρησμούς, κλοπές;
Τόσο σπάνια μεταχειριζόταν σαρκασμό b Χουάν, τόσο ασυνήθιστοι ήταν οι μυς του προσώπου του να τον εκφράζουν, ώστε δε χρειαζόταν προσπάθεια για να κρατήσει τα χαρακτηριστικά του απαθή. Οι περισσότεροι συνομιλητές του γελιόνταν όταν συνέβαινε αυτό, και πίστευαν σε κάποια παρανόηση· ο Μοράλες όμως κατάλαβε κι αναψοκοκκίνισε.
— Ξέρετε πολύ καλά τι εννοώ! μούγκρισε θυμωμένα.
Αμέσως κατόπι ωστόσο ξαναβρήκε την ψυχραιμία του, και κατάφερε μάλιστα να χαμογελάσει προσθέτοντας: «Οι ανατρεπτικές ενέργειες είναι το ίδιο παράνομες όσο κι ο φόνος ή ο εμπρησμός, και πιθανότερο είναι να παρουσιαστούν τέτοιες στο Πανεπιστήμιο. Θα είναι χρέος σας να τις επισημαίνετε, αλλιώτικα γίνεστε συνεργός τους — όπως ο φίλος σας κ. Πριέτο. Αλήθεια, μου αναφέρουν ότι πολλοί φοιτητές γκρινιάζουν για την απόλυσή του. Θα πρέπει να τους μιλήσετε, να τους εξηγήσετε πόσο αντεθνική στάθηκε η συμπεριφορά του».
Πρόφερε τα τελευταία λόγια δίχως έμφαση, αλλά η ματιά του ήταν καρφωμένη εξεταστικά στον επισκέπτη του καθώς του ’δινε καιρό να τα ζυγίσει. Έπειτα συνέχισε ήσυχα:
— Να τι εννοούμε, σήμερα, με νομιμοφροσύνη. Είστε διατεθειμένος να δεχτείτε τους όρους;
Ό Χουάν δεν τον κοίταξε αμέσως. Αποχαιρετούσε σιωπηλά τ’ όνειρο που τον είχε συντροφέψει από τα πρώτα, τυραννισμένα φοιτητικά χρόνια — τη φιλοδοξία να γίνει κάποτε καθηγητής στο Πανεπιστήριο της Αννουνσιασιόν. Θεωρητικά, ήταν ακόμα ελεύθερος να εκλέξει· στην πραγματικότητα, την απόφαση την είχε κιόλας πάρει κάποιος άλλος εαυτός του που είχε ξυπνήσει από το εκτυφλωτικό εκείνο φως: ένας καινούριος, άγνωστος ως τώρα Χουάν που ανάπνεε ελευθερία και οργή. «Στείλ’ τον στο διάβολο», έμοιαζε να του ψιθυρίζει τούτος ο νεοφερμένος στο αυτί. «Τώρα είν’ η στιγμή, τώρα ή ποτέ».
Σηκώθηκε ορθός και γύρισε αποφασιστικά προς τον Υπαστυνόμο. Ο Μοράλες σηκώθηκε κι αυτός, πιο νωχελικά· θα ’λεγες πως διασκέδαζε κρυφά περιμένοντας να δει την αντίδραση του συνομιλητή του. Στην κρίσιμη τούτη στιγμή, ωστόσο, ο Χουάν ένιωσε άξαφνα το θάρρος του να τον εγκαταλείπει — όπως τον είχε εγκαταλείψει κι άλλη μια φορά, στα εφηβικά του χρόνια, μπροστά στον επιστάτη της Γιουνάιτεντ Τομάτο Κόμπανυ που τον είχε προσβάλει μπροστά σ’ όλο το χωριό. Όμοιος με τον Μοράλες ήταν κι εκείνος —αυθάδης, ατσαλάκωτος, σίγουρος για τη δύναμή του. Το σουλούπι του Χουάν δεν έκανε για επιβλητικές στάσεις και χειρονομίες· θα εξευτελιζόταν ολωσδιόλου αν έπιανε καβγά με άνθρωπο που τον περνούσε ένα κεφάλι. Κάτω από το λαδωμένο μαλλί και τους επιτηδευμένους τρόπους του αστυνομικού κρυβόταν σίγουρα — πώς δεν το ’χε δει απ’ την πρώτη στιγμή; — ένας παλιός συνοικιακός τρομοκράτης που τώρα είχε βρει μια νόμιμη διέξοδο για τα ένστιχτά του. Θυμήθηκε, ξαφνικά, γιατί του ’χε φανεί οικείο τ’ όνομα Ραμόν Μοράλες: είχε ακούσει πολλές φορές να το ψιθυρίζουν με τρόμο, στο Πανεπιστήμιο, σε σχέση με συλλήψεις, με διωγμούς κάθε λογής, με ξυλοδαρμούς φοιτητών και μ’ άλλα πολύ χειρότερα πράματα που μόλις τολμούσαν οι άνθρωποι να υπαινιχθούν — όπως εκείνη την αυτοκτονία ενός καθηγητή της Φυτοπαθολογίας, πέρσι…
Άρρωστος σχεδόν από φόβο και αηδία, καταριώντας τη δειλία του, ο Χουάν δεν κατόρθωνε ν’ αρθρώσει λέξη. Ο άλλος τον βοήθησε:
—Ώστε η απάντηση είναι όχι, έτσι; Το φανταζόμουν». Κούνησε σοφά το κεφάλι του. «Το ’ξερα πριν ακόμα σας γνωρίσω. Έπρεπε όμως να σας δώσω τυπικά τη δυνατότητα να διαλέξετε».
Για μια στιγμή, ο Χουάν ξέχασε και την αγανάχτησή του, και τη δυσάρεστη σκέψη που μόλις του είχε έρθει — ότι κινδύνευε πια κι η θέση του σαν υφηγητή.
— Πώς το ξέρατε; ρώτησε με αφέλεια.
Ο Υπαστυνόμος χαμογέλασε συγκαταβατικά, ολοφάνερα ευχαριστημένος, και του χτύπησε με οικειότητα το μπράτσο:
— Ή πείρα, είπε, μάς έχει διδάξει ότι αναφορές σαν και τούτη που σάς διάβασα, κι όταν ακόμα είναι λανθασμένες σ’ όλες τις λεπτομέρειες, σπάνια πέφτουν έξω στο γενικό τους συμπέρασμα. Μπορεί να μην έχετε κάνει τίποτα απ’ όσα σάς καταμαρτυρούν, αλλά μολοτούτο δεν είστε άνθρωπος που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Γι’ αυτό και σάς παρουσίασα τους όρους κάπως πιο βαρείς απ’ ό,τι θα ’ταν στην πραγματικότητα — για να πείτε το όχι από τώρα. Έτσι αποφεύγουμε τα μπερδέματα, κι εσείς κι εμείς, αργότερα. Δε θα χρειαζόταν, ας πούμε, να μάς αναφέρετε τις ανατρεπτικές κινήσεις των φοιτητών. Τις ξέρουμε και τις παρακολουθούμε μόνοι μας. Εκείνο που μετράει όμως είναι ότι δε θα είχατε τη διάθεση να μάς τις αναφέρετε — αυτό και μόνο δείχνει ότι δεν είστε δικός μας. Κρίμα», πρόσθεσε ευγενικά, «οι φοιτητές θ’ αποχτήσουν ένα λιγότερο διακεκριμένο καθηγητή. Καλημέρα σας».
Ούτε κατάλαβε ο Χουάν πώς βρέθηκε, λίγο αργότερα, σ’ ένα μπαρ του Πασέο Μπολίβαρ πίνοντας δυνατή τεκίλα — πράμα που ποτέ του δεν είχε κάνει τέτοια ώρα. Αργότερα, περπατώντας στο Δημοτικό Κήπο, ένιωσε ένα μίγμα από παράλογη απορία και πικρή μοναξιά βλέποντας ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει: κόσμος τριγύριζε αμέριμνα, συνταξιούχοι δροσίζονταν στον ίσκιο, μανάδες φώναζαν τα μικρά τους, ζευγαράκια κοιτάζονταν ψιθυριστά στα μάτια. Κανένας, μα κανένας από τούτους τους ανθρώπους δεν έμοιαζε να υποψιάζεται τι συνέβαινε στη Βολιγουάη, μήτε και να σκοτίζεται — ούτε κι εκείνη η παρέα από αγόρια και κορίτσια που περνούσε γελαστή, σιγοτραγουδώντας. Ο Χουάν διαπίστωσε ξαφνικά ότι έσερνε τα πόδια του από την κούραση. Κάθισε σ’ ένα πάγκο κι έψαξε στην τσέπη του για τσιγάρα, αλλ’ αντί γι’ αυτά βρήκε ένα χαρτί, το γράμμα του Αλέχο. Με μιαν ανατριχίλα προσδοκίας, σαν του διψασμένου που οσφραίνετάι νερό, πήρε να διαβάσει ξανά:
«…Οι χωρικοί τρέμουν το χωροφύλακα, και δε μού μιλάνε μπροστά του. Ο ίδιος πάλι είν’ αγαθός άνθρωπος, αλλά φοβάται να μού δείξει συμπάθεια μήπως κανένας σπιούνος τον καταδώσει στους ανωτέρους του. Τώρα καταλαβαίνω πώς λειτουργεί η αλυσίδα του τρόμου που επιτρέπει σε μια φούχτα συνωμότες να κρατάνε σκλαβωμένο έναν ολόκληρο λαό δίχως τη θέλησή του…
» Όμως η ζωή στο Πουέμπλο Βιέχο μού δίδαξε και την άλλη, την αξιαγάπητη όψη αυτού του λαού. Οι ίδιοι τούτοι τρομοκρατημένοι χωρικοί κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους, κρυφά, για να μού παρασταθούν — ποιος μ’ ένα χαμόγελο, ποιος με δυο λέξεις μουρμουριστές στα πεταχτά, ποιος μ’ ένα πεσκέσι αφημένο νύχτα έξω από την πόρτα μου… Κι είναι τόσο φτωχοί, οι άμοιροι! Τα λίγα οπωρικά, το λίγο κυνήγι που μού φέρνουν είναι βασιλικά δώρα, και για κείνους και για μένα.
»Ένας από τους πιο φτωχούς είναι ο Πέντρο, ο απλοϊκός του χωριού, που ψευτοζεί από δουλειές του ποδαριού και μικροθελήματα. Χτες μου ’φερε από το ταχυδρομείο μια κάρτα της Τσικίτα, που είχε μονάχα τους στίχους του Λουίς Σερνούδα «Η επανάσταση ξαναγεννιέται ολοένα, φοίνικας φλογερός, μέσ’ από το στήθος των απόκληρων…” κι από κάτω τη λέξη «θάρρος!”. Φαίνεται πως έδειξα τη συγκίνησή μου, γιατί ο Πέντρο μού είπε: «Καμπαλιέρο, θέλω να μου κάνετε μια χάρη!”. Φαντάστηκα ότι ήθελε λεφτά, και μου ’ρθε άσκημα γιατί δε βαστούσα ούτε δέκα πέσος, αλλά εκείνος συνέχισε: «Κάντε μου τη χάρη, Ντον Αλέχο, να μη στενοχωριέστε! Όλα τούτα θα περάσουν!”. Και με μια πλατιά, εκφραστική χειρονομία μου ’δωσε να καταλάβω ότι «τούτα” ήταν κι η εκτόπισή. μου, κι η δικτατορία, κι όλη η μαύρη μοίρα του τόπου…
»Σου ’χω μιλήσει μια φορά για την Τσικίτα (εκείνο το βράδυ του Γενάρη, που είχαμε διαφωνήσει). Αν τη γνωρίσεις — ξέρω ότι θα σου αρέσει, κι ας έκανες τότε το δύσκολο— φίλησέ μου τη και πές της να προσέχει. Εγώ το θάρρος μου δεν το χάνω. Ο Πέντρο έχει δίκιο, ο λαός μας έχει δει τόσα και τόσα άλλα στην ιστορία του! Θα περάσουν και τούτα».
Ο Χουάν σκούπισε προσεχτικά τα γυαλιά του, που είχαν θαμπώσει, και χαμογέλασε. Και βέβαια θυμόταν ποια ήταν η Τσικίτα, κι ανυπομονούσε τώρα να τη γνωρίσει και να τη βοηθήσει. Μόνο ο Αλέχο όμως μπορούσε να του πει πώς να τη βρει. Έπρεπε να πάει αμέσως να τον συναντήσει στο Πουέμπλο Βιέχο.
Όλη η πρωτινή του κούραση και πίκρα χάθηκαν καθώς κινούσε, με γοργό βήμα, για το πλησιέστερο πρακτορείο ταξιδιών. Στο δρόμο απάντησε την ίδια νεανική συντροφιά, και τούτη τη φορά μια πρωτόγνωρη αγάπη, μια ζεστή ελπίδα του τρικύμισαν τα σωθικά: ίσως κι αυτά τα γελαστά παιδιά ν’ ανήκαν στην «Τσικίτα» — όπως λεγόταν, χαϊδευτικά, το παράνομο δίκτυο των δημοκρατικών σπουδαστών…