Ανδρέας Εμπειρίκος, Περί Σουρρεαλισμού, Εκδ. ΑΓΡΑ

Ανδρέας Εμπειρίκος, Περί Σουρρεαλισμού, Εκδ. ΑΓΡΑ

  • |

Για ακόμη μια φορά μια έκδοση των εκδόσεων ΑΓΡΑ, εκείνη της διάλεξης που έδωσε το 1935 ο Α. Εμπειρίκος για το Σουρρεαλισμό, συνιστά ευτύχημα για τα ελληνικά γράμματα. Το χαμένο από τότε κείμενο της διάλεξης ανευρίσκεται 70 περίπου χρόνια μετά στα κατάλοιπα του ποιητή και μας δίνει την ευκαιρία για καίριους προβληματισμούς και εκτιμήσεις. Θα το χαρακτήριζα μινιμαλιστική ακτινογραφία πνευματικών δομών της γενιάς του ’30 και επίσης διαφωτιστικό προθάλαμο για την ίδια τη δομή της… σκέψης του Εμπειρίκου βάσει αυτού τούτου του τρόπου δόμησης και στησίματός του. Το τελευταίο δεν θα το σχολιάσω στην παρούσα βιβλιοπαρουσίαση.

  • © Στάθης Κομνηνός

Ο Εμπειρίκος (όπως πολλοί πριν και μετά απ’ αυτόν στον τόπο μας…) προσπαθεί να ενημερώσει την καθυστερημένη επαρχία μας για τα πνευματικά ρεύματα που διαπερνούν τον ευρωπαϊκό χώρο. Στην περίπτωσή του επιχειρεί μιαν έκθεση του υπερρεαλιστικού κινήματος, όπως αυτό εκδηλώθηκε στην Ευρώπη. Κι απ’ εδώ ξεκινά το ενδιαφέρον του κειμένου. Αρχικά, λοιπόν, αναρωτιέται κανείς πού έχει καταχωθεί το αίτημα της ελληνικότητας που (μεροληπτικά, άκριτα και μονοδιάστατα στη γραμματολογία μας) χαρακτηρίζει (δήθεν απόλυτα) τη γενιά του ’30… Ο Εμπειρίκος στο κείμενό του δεν αφήνει και τον ελάχιστο υπαινιγμό για το πώς και βάσει ποιών κριτηρίων θα μπορούσε να προσληφθεί το δυτικοευρωπαϊκό κίνημα περνώντας μέσα από το διυλιστήριο τής όποιας πνευματικής μας ιθαγένειας.

Μετακενώνει, κοραϊκά, το δυτικό καλάθι και εύχεται την ως έχει (απολυτρωτική και σωτήρια…) εισαγωγή του στα ημέτερα. Υπ’ αυτή την έννοια έχει δίκιο ο επιμελητής της εκδόσεως Γ. Γιατρομανωλάκης όταν έμμεσα τον χαρακτηρίζει «απόστολο και υπέρμαχο του υπερρεαλισμού» (σελ.39). Eυαγγελίζεται το νέο εσπέριον φως, πανομοιότυπα με άλλους προηγούμενους «αποστόλους»-εισαγωγείς στην ελληνική ιστορία. Ουδεμία αναφορά σε κάτι ελληνικό (παρεκτός εκείνης της μιας στη σελ.73 περί Πυθίας και…«ασυναρτησιών», που ηχεί ολότελα ευκαιριακή και ανεπεξέργαστη, τουλάχιστον, μα και κάπως μειονεκτική) και επιπλέον ουδεμία υποψία ότι το ευρωπαϊκό γέννημα των αρχών του 20ουαι. μπορεί να ανιχνεύεται στην …αρχαία γραμματολογία μας (και όχι μόνον…) και να έχει, ας πούμε, και …ομηρικές καταβολές. Η όποια ελληνική συμβολή είναι ανύπαρκτη, όπως επίσης και η φιλολογικά προηγούμενη (ανεπιτυχής ή όχι…) έκθεση του σουρρεαλιστικού κινήματος από τον Δ.Μέντζελο [1931]. Πετώντας μιαν ομοβροντία κομητικών εκτιμήσεων δίχως να αναλύει το περιεχόμενό τους (π.χ. «ποίηση-ενέργεια, ποίηση-λειτουργία του πνεύματος, ποίηση-ζωή» (βλ.σελ.75,57), την οποία, όπως ισχυρίζεται, εδραιώνει…αποκλειστικά (!) ο Σουρρεαλισμός) αποτιμά λίγο-πολύ την προγενέστερη ποίηση ως υποταγμένη «σε νόμους μη λειτουργικά πνευματικούς» (!!! σελ.79, 51-52,55) και μη απαντώντας, παράλληλα, αν πριν «τον Σουρρεαλισμό υπήρχε κάτι θαυμαστό στην ποίηση» (σελ.70) αποφαίνεται, δια της «Σουρρεαλιστικής ορθοδοξίας» (!!!), ότι η ποιητική (και όχι μόνον…) σωτηρία μας γέγονεν διότι άλλαξε το «γίγνεσθαι της έμπνευσης» (σελ.70) (!), αφού έχει παρακαμφθεί (!) πια η λογική επεξεργασία και η θέληση του ποιητή να πει κάτι συγκεκριμένο και γενικά καταληπτό. Εκεί εντοπίζεται η έμπνευση κατά Εμπειρίκο. Πολύ φτωχή ματιά, επιτρέψτε μου να πω.

Η καθαρολογική διχοτόμηση, που θυμίζει Μάνη και αραβική Τζαχιλίγια (=την περίοδο της προ του Ισλάμ «άγνοιας») … δίχως καν να αφήνεται μια κάποια χαραμάδα εμφάνισης ενός «Ιουστίνου» και του «σπερματικού του λόγου», ανάμεσα στην …πτωματική παραδοσιακή ποίηση («αντιποιητικά καλούπια»,σελ.58) και στον υπερρεαλισμό είναι λυπηρά ανώδυνη, παιδαριώδης και άκοπη. Δεν διαφαίνεται προσπάθεια ανεύρεσης μίξεων, κοινών αποτελεσμάτων ή κάποιων παρεμφερών επιδιώξεων. Δεν επιδεικνύεται φαντασία στην κατάδειξη ταυτίσεων, κοινών καταλήξεων, ομοείδειας μέσα από τη διάφορη, έστω, τροπικότητα.

Ο Εμπειρίκος επιχειρεί στη συνέχεια να εδραιώσει απείραχτο και δίχως την παραμικρή διαφοροποίηση, το τρίπτυχο Υπερρεαλισμός, Μαρξισμός («υπό την αιγίδα του διαλεχτικού υλισμού» [sic]…), Φροϋδισμός (σελ.84), αφού μέσω αυτών επιτυγχάνεται «η τροποποίηση της πραγματικότητος (sic) και η ολοκληρωτική απελευθέρωση του ανθρώπου». Η φωτοχυσία «μέσα στα πυκνά σκοτάδια που μας περιβάλλουν» (σελ.85) συντελέστηκε, κατά Εμπειρίκο, δια του «περισσότερου και άπλετου φωτός» των Μπρετόν-Φρόυντ. Στο ίδιο μήκος κύματος, ως γνωστόν, κινείται και ο μαθητής του Εμπειρίκου Ελύτης, ο οποίος ομνύει και κάνει σπονδές με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στους ίδιους ακριβώς θεούς (βλ.σελ.18-19. και υποσημ.1) – κι αυτό είναι εξόχως χαρακτηριστικό και ενδεικτικό νοοτροπίας-, και ο οποίος αυταπατάται βαυκαλιζόμενος, μέχρι τη στιγμή ανακοίνωσης της διαλέξεως, ότι είναι ο μοναδικός απόστολος των νέων εσπερίων θεών. Έχει ήδη εντοπίσει τις ποιητικές «εταιρείες» και θεωρεί πως θα έχει το αποκλειστικό μονοπώλιο αντιπροσώπευσής τους στη χώρα, – μέχρι τη λυτρωτική εκείνη στιγμή της καρπαζιάς στο αλβανικό μέτωπο, θα έλεγα εγώ, που θα τον βγάλει στο μέτρο, στην …καθιερωμένη ποίηση και στα σχήματά της και στο Ρωμανό το Μελωδό λόγου χάρη.

Ως φαίνεται, λοιπόν, οι διεκδικήσεις μιμητικών αποκλειστικοτήτων και μιμητικών εισαγωγών δεν έχουν εγκαταλείψει τα ελληνικά γράμματα από την προεπαναστατική ακόμη περίοδο. Αναρωτιέμαι : μήπως, λοιπόν, γενικά και …«παραδοσιακά» (…) προσλαμβάνουμε έτσι τα πράγματα στον τόπο μας ; Μήπως έτσι εισάγουμε στη χώρα ; Έτσι υποδεχόμαστε οι έλληνες τα «καινά διαμόνια» ; Με τέτοιους αλαλαγμούς ; Είμαστε τόσο θανάσιμα δεκτικοί ; Η λύτρωσή μας συντελείται πάντοτε έξωθεν ; Κι ακόμη, πώς γίνεται να είναι κανείς τόσο αμέριμνα εύπιστος, πλησιάζοντας την 4η δεκαετία της ζωής του, ώστε να πιστεύει ότι έφτασε το τέλος των λογοτεχνικών ρευμάτων και της λογοτεχνικής, ίσως, θεωρίας, ήρθε η απόλυτη λύτρωση με την έλευση του νέου λογοτεχνικού θεού, σταμάτησε ο κόσμος και το λογοτεχνικό, κοινωνικό και ψυχολογικό κακό ;…

Ιδού πού έγκειται η αξία αυτής της έκδοσης από την ΑΓΡΑ: στη διατύπωση τέτοιων ερωτημάτων, που προωθούν, μεταξύ πολλών άλλων, την αυτοσυνειδησία μας. Ειδικά μάλιστα υπό τις παρούσες συνθήκες. Θέλω, όμως, να τονίσω ακόμη κάποια εξαιρετικά σπουδαία, κατά τη γνώμη μου, πράγματα. Ο Εμπειρίκος, υπόρρητα πιθανότατα ή και υποσυνείδητα, πράττει άριστα και προβάλλει θεμελιώδεις άξονες της ποιητικής λειτουργίας, αιτήματα που εγγενώς έχει το ποιείν:

Α)το ίδιο το φιλοσοφείν (και κατά τούτο ο Πλάτων θα πρέπει να ξανασκεφτεί την εξορία των ποιητών…), όταν στη σελ.80 ομιλεί περί «κριτικής εννοιών» (π.χ.λογικό-μη λογικό, στοχασμός-παρόρμηση κλπ) αλλά και περί «γνώσεως της πραγματικής λειτουργίας της σκέψεως», το οποίο φιλοσοφείν κείται στη ρίζα της ποιητικής πράξης. Οι σύγχρονοι διάκονοι της ιερής τέχνης δείχνουν να το λησμονούν αυτό ή ακόμη και να το εχθρεύονται. Β)Την αναζήτηση του «άκρως εφετού» (σελ.55 «πόθος πλήρους ζωής…»)μα και του κοινωνικού και ατομικού μετασχηματισμού (σελ.57 «συνταυτισμός ζωής και ποίησης»…) με εργαλείο την ποίηση μα και πέρα ή έξω απ’ αυτήν (βλ. π.χ. σελ.84, που ήδη αναφέραμε, 36-37,76,78,79-80).Ο Εμπειρίκος δηλώνει (βλ.σελ.76) πως δια της Ποίησης αναζητεί τον «απόλυτο συνταυτισμό με μιαν απόλυτη αρχή», δίνοντας, μάλιστα, δυο αράδες πιο κάτω, θρησκευτικό χαρακτήρα στην αναζήτηση. Θα έλεγε κανείς πως οι σικελιανικές και καζαντζακικές απαιτήσεις από τη λογοτεχνία διέπουν, κυριαρχικά, αυτές τις θεάσεις. Απαιτήσεις, αναζητήσεις και αιτήματα που εξίσου δείχνουν να λησμονούν ή να εχθρεύονται οι σύγχρονοι, οι οποίοι γράφουν κυρίως υπό τον ορίζοντα της αυτιστικής τέρψης.

Αισθητική, αυτοπραγμάτωση, κοινωνική αλλαγή και λογής μεταφυσική συνιστούν αυτονόητη τετρακτίδα της πνευματικότητας κατά Εμπειρίκο. Κι αυτός ο άκρως σπουδαίος αριθμός μοιάζει να έληξε, ίσως κάπου στην αρχή της δεκαετίας του ’60, για τα συγγραφικά μας πράγματα. Θα πρέπει, τέλος, να επισημάνει κανείς πως ανακόλουθος και σε αντίθεση με το ίδιο το ποιητικό του δόγμα καθώς και με τις επαγγελίες του περί χρήσεως της αυτόματης γραφής (σελ.15-16) και ασυνειδήτου (σελ.53), υπέρβασης της λογικής και συνείδησης (σελ.69), τις διακηρύξεις για το «γίγνεσθαι της έμπνευσης», και τις πανθομολογούμενες διαπιστώσεις ότι τελικά ελάχιστη αυτοματικότητα επέδειξε η αυτοματική γραφή (…) στο σύνολό της, ο Εμπειρίκος επιλέγει… προγραμματικά την καθαρεύουσα στην ποιητική του δημιουργία, αφήνοντας κλειστή την πόρτα στις όποιες επιταγές του ασυνειδήτου και της μη λογικής παρέμβασης στο ποίημα τις οποίες διασαλπίζει σ’ αυτή τη διάλεξη. Από τη μια φαίνεται ακόλουθος των Παλαμά, Βάρναλη, Γληνού γράφοντας πλείστους τύπους της δημοτικής (ή της άκρας …«μαλλιαρικής», για την οποία προσωπικά δεν έχω ουδένα πρόβλημα, έχει όμως η ίδια η ΑΥΤΟΜΑΤΙΚΗ θεωρία που ευαγγελίζεται ο Εμπειρίκος) και από την άλλη …προγραμματίζει τη (καθαρευουσιάνικη) γλώσσα του ποιήματος μέχρι κεραίας.

Ελάχιστος, ανύποπτος φευ, σχολιασμός για την γλώσσα της διάλεξης γίνεται από τον επιμελητή (σελ.21), χωρίς, δυστυχώς, να επισημαίνεται η ανακολουθία της ποιητικής δημιουργίας του Εμπειρίκου προς το δόγμα του. Είναι σχεδόν φαιδρό να δηλώνονται «συνειδητές επιδιώξεις» (βλ. σελ.61)μιας θεωρίας που ευαγγελίζεται το ασυνείδητο, αφού έτσι προγραμματικά και από την αφετηρία ακόμη αυτό έχει υπονομευθεί. Τέλος, μια αρκετά ανέξοδη, αβασάνιστη, κοινότοπη και πρόχειρη έννοια της ελευθερίας και απελευθέρωσης ξεπηδά μέσα απ’ τις σελίδες (π.χ. σελ.55 και αλλού), που με κάνει να προβληματιστώ πολύ για τη δύναμη των ώμων της γενιάς του ’30, όταν μάλιστα θυμάμαι μια ελυτική συνέντευξη που κάνει λόγο για τη βοήθεια της φόρμας προς τον ποιητή. Το πώς νιώθει, λοιπόν, την ελευθερία (και πολλά άλλα) η γενιά του ’30 και με τι περιεχόμενο γεμίζει τις έννοιες είναι ένα θέμα άξιο στοχασμού και περισυλλογής, καθώς εκβάλλει σε πολύ ζωτικές αποτιμήσεις. Δεν προχωρώ άλλο. Με την λαμπρή ευκαιρία αυτού του κειμένου ας αναστοχαστούμε τα θεμελιώδη της ιδιοσυστασίας μας.


poiein

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος