Κατάμεστη η αίθουσα της ΕΣΗΕΑ. Φωτό: Γιώργος Πίττας
Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στην γεμάτη αίθουσα της ΕΣΗΕΑ στην παρουσίαση του βιβλίου του Iain Ferguson “Μαρξισμός, Πολιτική, και Ψυχική Δυσφορία” που οργάνωσε το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο την Παρασκευή 3 Ιούνη με ομιλητή τον ίδιο τον συγγραφέα.
Τον Iain Ferguson προλόγισαν η επίκουρος καθηγήτρια στο ΠΑΔΑ Δήμητρα-Δώρα Τελώνη, που έκανε την επιμέλεια του βιβλίου και ο Κώστας Πίττας από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο. Ακολούθησε πλούσια συζήτηση, με πολλούς-ές συμμετέχοντες να παίρνουν τον λόγο για να θέσουν ερωτήματα και να τοποθετηθούν ενώ μεγάλη ήταν η συμμετοχή των εργαζομένων από το χώρο της ψυχικής Υγείας. Την εκδήλωση συντόνισε η Μαρία Μπολοβίνα, ψυχιατρική κοινωνική λειτουργός στο ΨΝΑ Δρομοκαΐτειο και τη μετάφραση έκανε η ψυχίατρος και μεταφράστρια του βιβλίου Μυρτώ Μαργέλη. Εδώ παρουσιάζουμε τα βασικά σημεία της ομιλίας του Ιain Ferguson ενώ ολόκληρη την εκδήλωση μπορείτε να παρακολουθήσετε στο σάιτ και τη σελίδα του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου στο Facebook.
«Eίμαι πολύ χαρούμενος που βρίσκομαι εδώ σήμερα» είπε ξεκινώντας την ομιλία του ο Ίαιν Φέργκιουσον για να ευχαριστήσει στη συνέχεια όλους τους συντελεστές που εργάστηκαν για την έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά.
«Η ψυχική δυσφορία έχει γίνει ένα από τα βασικά κοινωνικά ζητήματα του 21ου αιώνα. Ένας τελευταίος λόγος για αυτό είναι το κύμα παγκόσμιων κρίσεων που συνεχίζουμε να βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Η πανδημία του Covid-19 έχει οδηγήσει σε μια τεράστια αύξηση κατά 25% στα παγκόσμια επίπεδα κατάθλιψης και άγχους. Το πένθος, η απομόνωση, η απώλεια εισοδήματος και ο φόβος έχουν πυροδοτήσει την εμφάνιση προβλημάτων ψυχικής υγείας ή έχουν επιδεινώσει τα ήδη υπάρχοντα.
Έπειτα, υπάρχει ο αντίκτυπος στην ψυχική Υγεία της κλιματικής κρίσης, του πολέμου στην Ουκρανία και τώρα της κρίσης του κόστους ζωής. Ο καπιταλισμός είναι πραγματικά ένα σύστημα που δεν σταματάει να μας δίνει προβλήματα. Ακόμη και πριν από την πανδημία, όπως υποστήριξα το 2017 στο βιβλίο, υπήρχε ήδη μια μεγάλη παγκόσμια κρίση ψυχικής Υγείας. Το 2020, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η κατάθλιψη επηρέαζε 350 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και ήταν ήδη η κύρια αιτία αναπηρίας στον κόσμο. Και βέβαια εδώ στην Ελλάδα δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που είδαμε μια πολύ μεγάλη αύξηση στα επίπεδα κατάθλιψης και αυτοκτονιών όταν η τρόικα επέβαλε τα βάναυσα μέτρα λιτότητας.
Τα δύο ερωτήματα που θέλω να θίξω απόψε είναι πρώτον, πώς εξηγούμε ως σοσιαλιστές και μαρξιστές τη συναισθηματική δυστυχία που φαίνεται να παίρνει διαστάσεις επιδημίας; Και δεύτερον, πώς πρέπει να αντιδράσουμε;
Ιατρικό μοντέλο
Θα εξετάσω πρώτα τον κυρίαρχο τρόπο κατανόησης των καταστάσεων όπως η κατάθλιψη και το άγχος και ακόμη περισσότερο καταστάσεων όπως η σχιζοφρένεια και η διπολική διαταραχή, οι αποκαλούμενες ψυχωτικές καταστάσεις. Αντιμετωπίζονται ως ασθένειες όπως ας πούμε η αρθρίτιδα ή ο διαβήτης. Συνήθως αυτό ονομάζεται ιατρικό ή βιοϊατρικό μοντέλο της ψυχικής ασθένειας. Δεύτερο, σε αντίθεση με αυτό το μοντέλο, θα υποστηρίξω ότι οι ρίζες της σημερινής κρίσης δεν εντοπίζονται πρωτίστως στη βιολογία μας ή στον εγκέφαλό μας, αλλά στον τρόπο με τον οποίο η ζωή μας διαμορφώνεται από την καπιταλιστική κοινωνία. Τέλος, θέλω να υποστηρίξω εν συντομία ότι δεν υπάρχει τίποτα φυσικό ή αναπόφευκτο στα σημερινά επίπεδα ψυχικής δυσφορίας και ότι σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, που δεν θα βασίζεται στο κέρδος αλλά στις ανθρώπινες ανάγκες, η ψυχική δυσφορία -σε οποιαδήποτε μορφή- θα ήταν πολύ λιγότερο σημαντικό ζήτημα από ό,τι είναι σήμερα.
«Όλα στον εγκέφαλο»; Σύμφωνα με το ιατρικό μοντέλο, αυτές οι καταστάσεις έχουν τις ρίζες τους στον εγκέφαλο -για παράδειγμα, η έλλειψη μιας χημικής ουσίας που ονομάζεται σεροτονίνη σε άτομα με κατάθλιψη- και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως οποιεσδήποτε άλλες ασθένειες, που συνήθως σημαίνει φαρμακευτική αγωγή.
Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα κατά της θεώρησης καταστάσεων όπως η κατάθλιψη ή το άγχος ως ασθενειών παρόμοιων με τις σωματικές ασθένειες. Εδώ θέλω να αναφερθώ μόνο σε τέσσερα. Δεν υπάρχουν φυσικοί δείκτες – βιοδείκτες – για τις περισσότερες μορφές ψυχικής δυσφορίας εκτός από σαφώς οργανικές καταστάσεις όπως η άνοια ή η επιληψία. Αν ο γιατρός μου πιστεύει ότι μπορεί να έχω στηθάγχη ή διαβήτη, υπάρχουν εξετάσεις αίματος ή εσωτερικές εξετάσεις που μπορεί να πραγματοποιήσει για να επιβεβαιώσει αυτή τη διάγνωση. Αντίθετα, δεν υπάρχουν τέτοιες εξετάσεις για καταστάσεις όπως η κατάθλιψη ή η σχιζοφρένεια.
Δεύτερον, η Big Pharma, με την οποία συνδέονται στενά πολλές ψυχιατρικές οργανώσεις, δεν ανησυχεί για την ανακούφιση του πόνου αλλά για τα κέρδη της. Εδώ και δεκαετίες αυτή η βιομηχανία είναι η δεύτερη πιο κερδοφόρα στον κόσμο.
Τρίτον, το ιατρικό μοντέλο εντοπίζει την ψυχική δυσφορία όχι στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας αλλά στο άτομο. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν, ότι πρόκειται για μια άποψη που οι κυβερνήτες μας υποστηρίζουν με μεγάλη χαρά. Οι ψυχιατρικές θεωρίες και διαγνώσεις έχουν συχνά βασιστεί όχι σε επιστημονικά στοιχεία αλλά σε προκαταλήψεις και δεξιές ιδέες. Τον 19ο αιώνα, για παράδειγμα, οι Αμερικανοί ψυχίατροι επινόησαν τη διάγνωση της “δραπετομανίας” – την τάση των μαύρων σκλάβων να το σκάνε από τα αφεντικά τους! Ακόμη και το 1973, η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία εξακολουθούσε να υποστηρίζει ότι η ομοφυλοφιλία είναι ψυχική ασθένεια. Τέλος, υπάρχει πληθώρα επιστημονικών στοιχείων που δείχνουν ότι δεν γεννιόμαστε με τα ψυχικά προβλήματα που έχουμε ως ενήλικες αλλά αυτά προκύπτουν από τις εμπειρίες της ζωής μας και τις αλληλεπιδράσεις μας με τους άλλους.
Η κατανομή της ψυχικής δυσφορίας αντικατοπτρίζει τους διαχωρισμούς και τις ανισότητες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Για παράδειγμα, πάνω από 50 χρόνια ερευνών διαπιστώνουν σταθερά υψηλότερα ποσοστά διαγνώσεων “σχιζοφρένειας” σε άτομα που είτε οι ίδιοι είτε οι οικογένειες τους είναι μετανάστες σε δυτικές χώρες ενώ αντίθετα, τα ποσοστά ψυχικών ασθενειών εντός των χωρών προέλευσής τους, πχ στην Καραϊβική, δεν είναι υψηλότερα από ό,τι αλλού στη Δύση. Γεγονός που υποδηλώνει ότι ο ρατσισμός είναι ο κύριος παράγοντας. Όσον αφορά στο φύλο και στη σεξουαλική καταπίεση, οι πιο πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι οι γυναίκες έχουν δύο έως τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για αγχώδεις ή καταθλιπτικές “διαταραχές”.
Αλλά ένα σταθερό ερευνητικό εύρημα από τη δεκαετία του 1950 έως σήμερα είναι ότι ο κύριος καθοριστικός παράγοντας της ψυχικής δυσφορίας είναι η φτώχεια και η τάξη. Μια μεγάλη βρετανική μελέτη, για παράδειγμα, η οποία παρακολούθησε 10.000 άτομα από τη γέννησή τους το 1958, διαπίστωσε ότι όσοι ήταν φτωχοί στην ηλικία των 7 ετών είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες μέχρι την ηλικία των 45 ετών να έχουν αντιμετωπίσει ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων ψυχικής υγείας.
Το ενδιαφέρον σε αυτή τη μελέτη είναι ότι επικεντρώθηκε σε άτομα που μεγάλωσαν κατά τη διάρκεια αυτού που αποκαλείται “μακρά άνθιση” μετά το τέλος του Β’ΠΠ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ωστόσο, έχουμε τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό – και αυτό είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση της σημερινής επιδημίας στην ψυχική υγεία. Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν η απάντηση των κυρίαρχων τάξεων στην κρίση που ήρθε μετά το τέλος της οικονομικής άνθησης και περιλάμβανε την περικοπή της κοινωνικής πρόνοιας, την αποδυνάμωση της συνδικαλιστικής οργάνωσης, την εμπορευματοποίηση, την ιδιωτικοποίηση και γενικότερα τον εξαναγκασμό των εργαζομένων να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Ένας από τους κύριους τρόπους με τους οποίους η πλευρά μας πλήρωσε αυτή την επίθεση της άρχουσας τάξης ήταν με την ψυχική μας υγεία. Πληρώσαμε:
Μέσω του αυξημένου ανταγωνισμού για τα παιδιά και τους νέους από τον παιδικό σταθμό μέχρι την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την αγορά εργασίας. Μέσω της αύξησης της ανισότητας η οποία συνδέεται με ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένων της παχυσαρκίας, του αλκοολισμού και των προβλημάτων ψυχικής Υγείας. Μέσω της επιβολής προγραμμάτων βάναυσης λιτότητας, που από τη μία πλευρά σήμανε σημαντική αύξηση τόσο των ποσοστών ψυχικής ασθένειας όσο και της κατάθλιψης και από την άλλη μεταφράστηκε σε τεράστιες περικοπές στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας .
Τέλος, πληρώσαμε την επίθεση της άρχουσας τάξης μέσω του εργασιακού στρες που οφείλεται στην εντατικοποίηση της εργασίας αλλά και στο ότι οι εργαζόμενοι έχουν όλο και λιγότερο έλεγχο της εργασίας τους. Είναι αυτή η έλλειψη ελέγχου που ο Μαρξ ονόμασε αλλοτρίωση -και είναι ζωτικής σημασίας για την ψυχική μας υγεία. Γιατί; Επειδή αρνείται και συνθλίβει αυτό ακριβώς που, όπως υποστήριζε, μας κάνει ανθρώπους -την ικανότητά μας για αυτοανάπτυξη, για δημιουργική εργασία, για ανθρώπινη άνθηση. Για τον Μαρξ η αμφισβήτηση της αλλοτρίωσης βρισκόταν στον πυρήνα του αγώνα για την ανθρώπινη απελευθέρωση.
Συλλογική αντίσταση
Αλλά αυτό μας φέρνει σε έναν τελευταίο λόγο για τη σημερινή επιδημία ψυχικής δυσφορίας, ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η μαζική αύξηση του επιπέδου της ψυχικής δυσφορίας τα τελευταία τριάντα χρόνια έλαβε χώρα σε ένα πλαίσιο πολύ χαμηλού επιπέδου εργατικών αγώνων. Όταν οι άνθρωποι δεν αντιστέκονται συλλογικά, είναι πιο πιθανό να εσωτερικεύσουν την καταπίεση, να γίνουν καταθλιπτικοί. Όταν όμως αντιστέκονται, αισθάνονται λιγότερο μόνοι και ανίσχυροι. Έτσι, η αντίσταση είναι σημαντική όχι μόνο για την προστασία των κοινωνικών υπηρεσιών αλλά και επειδή μπορεί να κάνει καλό στην ψυχική μας υγεία.
Εν κατακλείδι, τι πρέπει να γίνει;
Πρώτον, πρέπει να αγωνιστούμε για περισσότερες και καλύτερες υπηρεσίες -λιγότερο ιατρικοποιημένες υπηρεσίες με μεγαλύτερη πρόσβαση σε ομιλούσες θεραπείες, υπηρεσίες βασισμένες στην εμπειρία των χρηστών των υπηρεσιών, όπως το Δίκτυo Ακούω Φωνές που έχει αναπτυχθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Αλλά πρέπει να προχωρήσουμε παραπέρα. Οι συγγραφείς μιας μεγάλης μελέτης για την κατάθλιψη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 κατέληγαν στο εξής συμπέρασμα: Ενώ θεωρούμε τη λύπη, τη δυστυχία, το πένθος ως αναπόφευκτα σε όλες τις κοινωνίες, δεν πιστεύουμε ότι ισχύει το ίδιο για την κλινική κατάθλιψη.
Δεν υπάρχει τίποτα το φυσικό και τίποτα το αναπόφευκτο στην επιδημία συναισθηματικής δυστυχίας που παρακολουθούμε σήμερα. Είναι προϊόν μιας κοινωνίας που βασίζεται στην αλλοτρίωση και στην άρνηση των πιο βασικών ανθρώπινων αναγκών μας. Επομένως, ναι, πρέπει να αγωνιστούμε για περισσότερες, καλύτερες και λιγότερο ιατρικοποιημένες υπηρεσίες, αλλά πάνω απ’ όλα πρέπει να αγωνιστούμε για ένα διαφορετικό είδος κοινωνίας, μια σοσιαλιστική κοινωνία που δεν θα βασίζεται στο κέρδος αλλά στις ανθρώπινες ανάγκες.
ergatiki.gr