Υπόθεση Λιγνάδη: Να γιατί δικαζόμαστε εμείς…

Υπόθεση Λιγνάδη: Να γιατί δικαζόμαστε εμείς…

  • |

Για όποιον εμπλέκεται ή παρακολουθεί την υπόθεση Λιγνάδη είναι σαφές. Υπάρχουν δύο «δίκες», δύο μέτωπα.

Το ένα είναι εντός του δικαστηρίου όπου διεξάγεται η δίκη, με τον συνήγορο υπεράσπισης να κόβει και να ράβει. Το άλλο είναι εκτός του δικαστηρίου, όπου κάθε φορά που η πολιτική αγωγή επιλέγει για τους λόγους της τη σιωπή -καθώς αγωνίζεται απέναντι στη «λαίλαπα» του ψεύδους να αντιτάξει όρους δικηγορικής αξιοπρέπειας και αυτοεκτίμησης-, ο συνήγορος διατυπώνει μπροστά στις κάμερες, χωρίς αντίλογο και κατά κανόνα χωρίς καίριες δημοσιογραφικές ερωτήσεις, τη θέση του κατηγορουμένου, ξεκινώντας με την γνωστή του επωδό, «όπως είχα αναγγείλει, αποδείξαμε» ή «καταρρίψαμε» ή «ξεσκεπάσαμε».

Ναταλί Χατζηαντωνίου

Αν κάποιοι δεν τον ακούσουν στις τηλεοράσεις, υπάρχει η μέθοδος των δελτίων Τύπου που δημοσιοποιεί από το γραφείο του, ώστε διάφορα Μέσα να τα αναδημοσιεύσουν αυτούσια και πρόθυμα, χωρίς να υπολογίζουν ότι έτσι φιλοξενούν ως θέσφατο τους ισχυρισμούς ενός κατηγορουμένου για βιασμούς ανηλίκων. Χωρίς να αναρωτούνται αν πράγματι εντός της δικαστικής αίθουσας η πλευρά Λιγνάδη «απέδειξε», «κατέρριψε» ή «ξεσκέπασε».

Σ’ αυτές τις μακροσκελείς του θέσεις, έτσι διατυπωμένες, με τον «θόρυβο», το ήθος και τη γλώσσα του συνηγόρου του, διατυπώνονται ατεκμηρίωτες, απολύτως έωλες κατηγορίες ως βεβαιότητες, γίνεται επίκληση της έδρας ολόκληρης, ως να συναινεί σύσσωμη και κυρίως επιχειρείται η αποδόμηση με γελοίους και επίσης ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς, της προσωπικότητας των θυμάτων και των δημοσιογράφων. Με ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις, καταλύοντας οποιαδήποτε έννοια προστασίας προσωπικών δεδομένων ή υποχρέωσης απόδειξης των ισχυρισμών.

Αυτά δημοσιεύονται και ακούγονται συχνά ηχηρά στο τηλεοπτικό πεδίο, με πλήρη ανυπαρξία εκεί του ΕΣΡ, που δεν ενοχλήθηκε ούτε καν όταν ο συνήγορος μίλησε πρωί, σε ζώνη υψηλής τηλεθέασης για «λούγκρες» και «αλλαξοκώληδες».

Οι αντιδράσεις της πλευράς του θέατρου και του Τύπου που κατήγγειλε όλες αυτές τις μεθόδους με 1.000 μέχρι στιγμής αστραφτερές υπογραφές, οι οποίες αυξάνονται, οι αντιδράσεις της ΕΣΗΕΑ, που έκανε επισήμως το ίδιο, οι αντιδράσεις συνδυασμών εντός του δικηγορικού συλλόγου, είναι πολύ πιο χαμηλής μηντιακής ισχύος. Κι αν αναζητήσω την αιτία καλοπροαίρετα μόνον, θα πω ότι αυτό συμβαίνει διότι τα media και δη η τηλεόραση, προτιμούν κατά κανόνα την κραυγή απ’ το επιχείρημα.

Ας το δεχτούμε. Κι ας δεχτούμε κάτι ακόμα. Ότι, αν κάτι οφείλουμε να πιστώσουμε στη δεινότητα (κατεξοχήν μηντιακή ωστόσο) του συνηγόρου υπεράσπισης, είναι το γεγονός ότι κατόρθωσε να μη δικάζεται στο προβεβλημένο μηντιακό περιβάλλον ο Δημήτρης Λιγνάδης, αλλά να δικαζονται με τους χειρότερους όρους οι ενάγοντες και οποιοσδήποτε άλλος εμπλέκεται με την υπόθεση, από τη δική τους πλευρά.

Τόσο μέσα στη δικαστική αίθουσα (όπου επίσης επιχειρείται η αντιστροφή των ρόλων και δη αυτή την περίοδο που εξετάζονται οι μάρτυρες υπεράσπισης), όσο και έξω από αυτήν, ο κατήφορος των ψεμάτων εναντίον όλων μας είναι χωρίς κανένα φρένο. Διατυπώνονται απίθανες θεωρίες ως βεβαιότητες. Κι αν δεν υπάρχουν τεκμήρια κι αν όσα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος περί του ήθους μας και της «σκευωρίας» δεν στέκουν, δεν έχει καμία σημασία.

Η λογική σκέψη δεν έχει καμία σημασία απέναντι στο παράλογο ψέμα. Ούτε τα στέρεα επιχειρήματα, όπως π.χ. γιατί ο ίδιος ο Πρωθυπουργός με αφορμή αυτή την υπόθεση, κάλεσε από το βήμα της Βουλής, άλλα θύματα, αν ενδεχομένως υπάρχουν, να μη φοβηθούν και να μιλήσουν ελεύθερα. Ή γιατί όταν, κατά τον Δημήτρη Λιγνάδη η «σκευωρία»… εντοπίζοντας και… επιτάσσοντας στην… αποστολή της προσφυγάκια που ζουν πια στο εξωτερικό, είχε κύριο στόχο την Υπουργό Πολιτισμού, η ίδια μίλησε για «επικίνδυνο άνθρωπο»; Τί συνέβη; Επείσθη από τους «επαγγελματίες ομοφυλόφιλους» που … στρατολογήθηκαν και από τους «σκευωρούς» δημοσιογράφους που απεργάζονταν την απομάκρυνσή της; Και είναι δυνατό μία «δράκα» τέτοιων ανθρώπων που δε βρίσκουν καν ισότιμη πρόσβαση στα Μέσα, να απεργάζονταν επίσης τη ματαίωση της… επένδυσης στο Ελληνικό; Ποιος τα πιστεύει αυτά;
Στην καλύτερη περίπτωση τα πιστεύουν όσοι πιστεύουν κι ότι με το εμβόλιο του κορονοϊού εμφυτεύονται τσιπάκια παρακολούθησης.

Κι ωστόσο, όσοι βρήκαν το κουράγιο να μιλήσουν και όσοι τους άκουσαν στην πρώτη φάση, δικάζονται καθημερινά. Δεν υπάρχει μέρα π.χ. που να μη φροντίζει ο συνήγορος να ακούγεται επαναληπτικά το όνομά μου ως «Μάτα Χάρι» της «σκευωρίας». Να μη…φροντίζει να ενισχύει το ψέμα του με «στοιχεία» που την ίδια στιγμή καταρρίπτονται εν τοις πράγμασι. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει τον Δημήτρη Λιγνάδη να εξακολουθεί να τροφοδοτεί τον δικηγόρο του με αυταπόδεικτα ψεύδη που ο τελευταίος τα μεταφέρει στις κάμερες, τσαλαπατώντας προσωπικά δεδομένα, προσωπικές ζωές, σ ένα ανελέητο μπαράζ κατηγοριών που δεν στέκουν πουθενά. Μετά ο Λιγνάδης, δια του συνηγόρου του, χρησιμοποιεί  ως επιχείρημα το μήνυμα που έχει ο ίδιος στείλει, «να τι θα πάθεις κι εσύ αν μιλήσεις». «Που είναι οι ηθοποιοί; Πού είναι οι πρώην μαθητές του κ. Λιγνάδη να μιλήσουν; Δεν υπάρχουν, διότι ήταν άψογος». Αυτό είναι το επιχείρημα που ακούσαμε. Ότι εφόσον δεν είναι «προβεβλημένα» ονόματα τα θύματα, αλλά είναι «παραξενες προσωπικότητες» δεν υφίστανται βιασμοί.

Η αλήθεια είναι βέβαια ότι στην αίθουσα του δικαστηρίου κατονομάζονται με μοναδική ευκολία επώνυμοι: Ο Σπύρος Μπιμπίλας, ο Άρης Λάσκος, ο Δημήτρης Καραντζάς, ο Σωτήρης Χατζάκης, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο ιδιοκτήτης της Σχολής «Ίασμος», η Έλενα Ακρίτα. Αν κατονομάζονται και γίνεται διαρκώς απόπειρα ανάλυσης των όσων έχουν κατά καιρούς δηλώσει, γιατί δεν προσκλήθηκαν ως μάρτυρες; Αν δικαζόμαστε με τον πιο αυθαίρετο και ατεκμηρίωτο τρόπο εμείς κι αν αναλύονται οι δηλώσεις, τα γραπτά και οι προθέσεις μας, γιατί δεν προσκληθήκαμε ως μάρτυρες;

Όμως ναι, δικαζόμαστε εμείς, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο. Και σε αυτό το περιβάλλον υπάρχουν και όσοι έχουν δηλώσει σε συνεντεύξεις τους ότι ήξεραν. Κι αν υπάρχουν πράγματι άνθρωποι που ήξεραν, πώς ανέχονται το επιχείρημα «δεν έχει καταγγείλει κανένας ηθοποιός, κανένας πρώην μαθητής γιατί δεν υπάρχει – κανένας – πρόκειται περί «σκευωρίας»»; Πώς ανέχονται να τους εκπροσωπούν προσφυγάκια που μάχονται ακόμα για την επιβίωσή τους και άνθρωποι που πληρώνουν με μεγάλη ψυχική οδύνη το κουράγιο τους να σταθούν μπροστά στην έδρα και να υπερασπίζονται όχι μόνον την ιστορία τους, αλλά και ολόκληρη την ιστορία του αγώνα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, αλλά και ολόκληρη την ιστορία της περιπέτειας των θυμάτων βιασμών; Ενδεχομένως ναι. Να υπάρχουν και να το ανέχονται.

Στο τέλος της ημέρας, ας θυμίσουμε ξανά ότι δε δικαζόμαστε εμείς. Δικάζεται ο Λιγνάδης. Και ότι εάν ο Λιγνάδης είναι και αποδειχτεί ένοχος γι’ αυτά τα τρομαχτικά που του αποδίδονται, δε θα γίνει καλύτερη η καθημερινότητα του Α., του Π.Φ., του Ν.Σ. Θα γίνει καλύτερη πρώτα η καθημερινότητα του θεάτρου και ύστερα η καθημερινότητα όλων των υπόλοιπων πεδίων στα οποία κινούνταν ο κατηγορούμενος.

Αλλά αυτό δε θα έχει γίνει μέσα από ένα MeToo. Ας είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας. Θα ΄χει γίνει από ένα YouToo. Αυτό που σήκωσαν στους ώμους μερικές «παράξενες προσωπικότητες».

efsyn.gr