Δολάριο και ύφεση

Δολάριο και ύφεση

  • |

Η πολιτική των επιτοκίων της FED επηρεάζει τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών των ισχυρών οικονομιών και όλα δείχνουν ότι η παγκόσμια οικονομία πολύ δύσκολα θα απεγκλωβιστεί από τον φαύλο κύκλο πληθωρισμού – ύφεσης όπου βρίσκεται σήμερα.
Τρία γεγονότα έχουν σημαδέψει τη σύγχρονη νομισματική ιστορία. Το πρώτο συνέβη τον Ιούλιο του 1944, στο Bretton Woods. Εκεί συγκεντρώθηκαν εκπρόσωποι από 44 χώρες, για να δημιουργήσουν κάτι που δεν υπήρχε ποτέ πριν: ένα παγκόσμιο νομισματικό σύστημα, που θα διοικείται από έναν διεθνή οργανισμό. Ο «κανόνας του χρυσού» είχε καταρρεύσει κατά τη διάρκεια του προηγούμενου παγκοσμίου πολέμου και οι προσπάθειες για να αναβιώσει τη δεκαετία του 1920 αποδείχθηκαν καταστροφικά ανεπιτυχείς.

Γιάννης Σιώτος*

Το διεθνές νομισματικό σύστημα, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, έμοιαζε με το σημερινό σύστημα, με διάφορους τρόπους. Ηταν οργανωμένο γύρω από δύο νομίσματα: τη βρετανική λίρα και το αμερικανικό δολάριο. Με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες να δίνουν στερλίνες και δολάρια -και με άλλες χώρες να τα συσσωρεύουν-, τα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα υπερδιπλασιάστηκαν μεταξύ 1924 και 1930.

Οι εμπορικές πιστώσεις ήταν άμεσα διαθέσιμες, επιτρέποντας στις χώρες με ελλείμματα να χρηματοδοτούν συμπληρωματικές εισαγωγές. Ως αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 το παγκόσμιο εμπόριο αυξήθηκε δύο φορές γρηγορότερα απ’ όσο η παγκόσμια παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Οι διεθνείς ροές κεφαλαίων ομοίως επεκτάθηκαν ταχύτερα απ’ όσο η παγκόσμια παραγωγή, με αποκορύφωμα τις αρχές του 1928.

Η άνθηση του εμπορίου και της κυκλοφορίας των κεφαλαίων δημιούργησε ανισορροπίες σε παγκόσμιο επίπεδο, παρόμοιες με αυτές των τελευταίων ετών. Ορισμένες πλεονασματικές χώρες, ιδίως η Γαλλία, συσσώρευσαν τεράστιες ποσότητες αποθεμάτων. Αλλοι, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ανακύκλωσαν τα πλεονάσματά τους, δανείζοντας τις ελλειμματικές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, κυρίως τη Γερμανία. Αλλά οι χώρες με ελλειμματικό ισοζύγιο πέρασαν τα κεφάλαια που εισέρρευσαν στην κατανάλωση και όχι στις επενδύσεις. Ο κόσμος είδε την ταχεία πιστωτική επέκταση και μια ανησυχητικά ανοδική πορεία στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Και μετά ξέσπασε η μεγάλη ύφεση που σκόρπισε πείνα και δυστυχία και πόλεμο.

Στόχος των διαπραγματεύσεων του Bretton Woods ήταν να οικοδομηθεί ένα «New Deal για έναν νέο κόσμο», στον οποίο οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αποκτήσουν περισσότερη δύναμη από τις αγορές αλλά και λιγότερα προνόμια, για να μη μπορούν να τις χειραγωγούν, ώστε να προσπορίζονται εμπορικά κέρδη. Στον κόσμο αυτό, το εμπόριο θα ήταν το μέσο για την εξυπηρέτηση της πολιτικής συνεργασίας, με τον τερματισμό των ελλείψεων σε χρυσό και δολάρια. Οι κερδοσκόποι που επωφελήθηκαν από τους φόβους αυτών των ελλείψεων, θα αλυσοδένονταν από τους περιορισμούς που θα θέτονταν στις ξέφρενες διασυνοριακές ροές κεφαλαίων.

Τα επιτόκια θα καθορίζονταν από κυβερνητικούς εμπειρογνώμονες. Το νεοσυσταθέν ΔΝΤ θα διασφάλιζε ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν χειραγωγούνται για να δημιουργηθεί κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Το πιο σημαντικό, οι εκκολαπτόμενοι δικτάτορες ποτέ πια δεν θα ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν εμπόδια στο εμπόριο και τις συναλλαγματικές ροές ως εργαλεία οικονομικής επιθετικότητας, καταστρέφοντας τους γείτονές τους και ρίχνοντας «λάδι στη φωτιά» του πολέμου.

Το επόμενο επεισόδιο συνέβη στη δεκαετία του ’70 και ήταν αποτέλεσμα της πραγματικότητας που διαμόρφωσε το Bretton Woods: Τα συναλλαγματικά αποθέματα υποστηρίζονταν μόνο από αποθέματα χρυσού των ΗΠΑ. Οσο ο πόλεμος στο Βιετνάμ κλιμακωνόταν, η οικονομία των ΗΠΑ άρχισε να υπερθερμαίνεται και να βιώνει πληθωρισμό. Χωρίς ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας ή τη δυνατότητα να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες είδαν τις εξαγωγές τους να εξελίσσονται ολοένα και λιγότερο σε ανταγωνιστικές και οι επενδυτές άρχισαν να εγκαταλείπουν το δολάριο προς όφελος άλλων νομισμάτων ή του χρυσού.

Για να μη γίνουν τα πράγματα από άσχημα ακόμα χειρότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε είτε να αυξήσουν τα επιτόκια -και πιθανόν να αρχίσουν μια ύφεση- είτε να βρουν κάποιον άλλο τρόπο για να κρατήσουν τα χρήματα στη χώρα. Κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας, σε αμέτρητες συναντήσεις «έκτακτης ανάγκης» σε όλον τον κόσμο, η Ουάσινγκτον πρότεινε όλα τα είδη σχεδίων για να σώσει το σύστημα του Bretton Woods, αλλά χωρίς μια αύξηση των επιτοκίων, κάτι που οι πολιτικοί δεν θέλουν να συμβεί, το status quo θα έπρεπε να αλλάξει. Επειτα από μια μακρά σειρά διαπραγματεύσεων με την Ευρώπη, τον Αύγουστο του 1971 οι Ηνωμένες Πολιτείες τερμάτισαν τη σύνδεση του δολαρίου με τον χρυσό και μπήκαν σε πιο ευέλικτες συναλλαγματικές ισοτιμίες.

Και φθάνουμε στο σήμερα. Στο τρίτο επεισόδιο. Το δολάριο, για ακόμα μια φορά, τρομοκρατεί. Η άνοδός του εντείνει τα βασανιστικά προβλήματα της βιωσιμότητας του χρέους -δημόσιου και ιδιωτικού- για πολλές χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα. Ταυτόχρονα, η πολιτική των επιτοκίων της FED επηρεάζει τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών των ισχυρών οικονομιών και όλα δείχνουν ότι η παγκόσμια οικονομία πολύ δύσκολα θα απεγκλωβιστεί από τον φαύλο κύκλο πληθωρισμού – ύφεσης που βρίσκεται σήμερα. Υπάρχει διέξοδος; Δύσκολο, όσο συνεχίζεται ο νομισματικός πόλεμος που μαίνεται τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Η FED δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το αντιπληθωριστικό της πρόγραμμα για αυξήσεις των επιτοκίων, επειδή επηρεάζει αρνητικά τον υπόλοιπο κόσμο. Μια συντονισμένη παρέμβαση, όπως η Συμφωνία Plaza του 1985, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες κυβερνήσεις συμφώνησαν να πουλήσουν ταυτόχρονα δολάρια έναντι ξένων νομισμάτων για να υποτιμήσουν το δολάριο, δεν είναι πιθανή.

Αλλωστε, η εφαρμογή μιας τέτοιας συμφωνίας θα απαιτούσε από τη FED να μειώσει τα επιτόκια και αυτό οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι διατεθειμένες να το δεχθούν. Επίσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αντί να είναι μέρος της λύσης του προβλήματος, έχει μετατραπεί σε πρόβλημα για όλους εκτός από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Ο μόνος αξιόπιστος τρόπος για να στηρίξουν οι χώρες τα νομίσματά τους έναντι του δολαρίου είναι να αυξήσουν τα επιτόκια, αλλά αυτή η κίνηση, στις παρούσες συνθήκες, επιτείνει τα αδιέξοδα. Τι απομένει, λοιπόν; Το προφανές. Ενα παγκόσμιο νομισματικό σύστημα που δεν θα διακατέχεται από τη δολαριο-κεντρική αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομίας.

*Δημοσιογράφος, συγγραφέας

.efsyn.gr/