Ο Πολιτικός Συγκυριακός Κύκλος αποτελεί θέση της Νέας Πολιτικής Οικονομίας. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, τα πολιτικά κόμματα που βρίσκονται στην εξουσία σε χώρες με κοινοβουλευτικό πολίτευμα προσπαθούν προ της διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών να διαμορφώσουν κατά τέτοιο τρόπο την τρέχουσα κοινωνικοοικονομική συγκυρία ώστε να προκύψει γι’ αυτά το ευνοϊκότερο δυνατό εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτό επιχειρείται συνήθως μέσω έκτακτης αύξησης των δημόσιων δαπανών και αισθητής μείωσης των φορολογικών συντελεστών με τελική επιδίωξη την προσωρινή βελτίωση τoυ διαθέσιμου εισοδήματος των ψηφοφόρων. Μετά το πέρας των εκλογών και την τυχόν επανεκλογή τους επιχειρούν τα κυβερνητικά αυτά κόμματα να μειώσουν βαθμιαία τις πληθωριστικές πιέσεις που, εκ των πραγμάτων, δημιουργεί η προεκλογική επεκτατική τους πολιτική, λαμβάνοντας περιοριστικά μέτρα ανάσχεσης του πληθωρισμού. Από τη μακροχρόνια παρατήρηση των κυβερνητικών πρακτικών προέκυψε η θέση για θέσπιση θεωρίας Πολιτικού Συγκυριακού Κύκλου (ΠΣΚ).
Δημήτρης Α. Σακκάς*
Στο πλαίσιο του ΠΣΚ οι δημόσιες δαπάνες υπηρετούν συνήθως κοινωνικά δημοφιλείς στόχους, όπως οι πολιτικές απασχόλησης ή τα «συγκυριακά προγράμματα», τα οποία πολλοί κριτικοί συγγραφείς αποκαλούν σκωπτικά «εκλογικά δώρα» της κυβέρνησης προς τους οικονομικά ευάλωτους και εκλογικά αναποφάσιστους ψηφοφόρους. Επειδή οι κυβερνώντες θεωρούν ότι η ύπαρξη ανθηρής οικονομικής συγκυρίας αυξάνει τις πιθανότητες επανεκλογής τους, γι’ αυτό και προβαίνουν προεκλογικά στην έγκαιρη πραγματοποίηση αυτών συγκεκριμένα των δημόσιων δαπανών, που δημιουργούν βραχυπρόθεσμα κλίμα οικονομικής ευφορίας. Σχετικά δε με τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να καθορίζουν την ημερομηνία των εκλογών η δυνατότητα αυτή υπάρχει π.χ. στην Αγγλία, καθώς και στην Ελλάδα, ενώ στη Γερμανία ο ομοσπονδιακός καγκελάριος μπορεί, μόνο υπό όρους, να διαλύσει τη Βουλή (πρόταση μομφής). Η θεωρία του Πολιτικού Συγκυριακού Κύκλου έχει πλέον καθιερωθεί επιστημονικά και ανήκει στο μακροοικονομικό πεδίο της Νέας Πολιτικής Οικονομίας.
Η κυβέρνηση, επ’ ευκαιρία της σύνταξης του προϋπολογισμού για το έτος 2023, έτος διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών, ανακοίνωσε τη λήψη μερικών νέων, ακόμη και ξενόγλωσσων, οικονομικών μέτρων, πολλά των οποίων είναι επιδοματικού χαρακτήρα. Αναπληρώνουν δηλαδή βραχυπρόθεσμα ένα μόνο μέρος των εισοδημάτων που έχουν απολέσει οι μισθωτοί, συνταξιούχοι και ελεύθεροι επαγγελματίες, τόσο από την εφαρμοζόμενη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική όσο και τη συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών ιδιαίτερα της ενέργειας και των ειδών διατροφής. Οι κυβερνητικοί παράγοντες, αποσιωπώντας τη σοβαρότητα των δομικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας και την όξυνση των προβλημάτων της τρέχουσας πολιτικοοικονομικής συγκυρίας, προβάλλουν γενικά τη λήψη αυτών των μέτρων ως έκφραση φιλολαϊκής κοινωνικής πολιτικής που στοχεύει στην εισοδηματική στήριξη των οικονομικά περισσότερο ευάλωτων νοικοκυριών. Είναι πασιφανές ότι η απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει εκτάκτως, εν όψει της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης, τα ισχνά εισοδήματα μερίδας των Ελλήνων πολιτών αποτελεί αδιαμφισβήτητα εφαρμογή μιας ιδιαίτερης εκδοχής της θεωρίας του πολιτικού συγκυριακού κύκλου. Η ιδιαιτερότητα οφείλεται αφ’ ενός στις δεσμεύσεις που προέρχονται από την ιδιότητα της χώρας ως κράτους-μέλους της Ε.Ε. και αφ’ ετέρου από τα προβλήματα που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μετά τη 10ετή κοινωνικοοικονομική κρίση, όπως οι περιοριστικοί όροι απόκτησης της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας.
Τα κύρια όμως οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που κατατρύχουν την ελληνική κοινωνία και αποσιωπά η κυβέρνηση είναι α) η ακρίβεια που, για τα φτωχότερα νοικοκυριά, υπερβαίνει το επίσημο ποσοστό του πληθωρισμού και δεν αναπληρώνεται από τις ισχνές οικονομικές παροχές της κυβέρνησης, β) το υπέρογκο ιδιωτικό χρέος με τις αυξήσεις των τραπεζικών επιτοκίων και των αντίστοιχων δόσεων των δανειοληπτών, τα «κόκκινα» δάνεια και οι απειλούμενοι πλειστηριασμοί κατοικιών, γ) η αδυναμία εξασφάλισης παραγωγικής απασχόλησης ιδιαίτερα στους νέους επιστήμονες και ανάσχεσης της φυγής τους στο εξωτερικό και δ) το δισεπίλυτο πρόβλημα του αυξανόμενου εμπορικού ελλείμματος και του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, που οδηγούν αναπόφευκτα στον εξωτερικό δανεισμό και στην ονομαστική αύξηση του χρέους παρά τις σχετικά ικανοποιητικές εισπράξεις από εξαγωγές και τουρισμό.
Η πρόσφατη κρίση επιδημίας διευκόλυνε ουσιαστικά την κυβέρνηση, μέσω των χρηματικών μεταβιβάσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και της ρήτρας διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας, να αναβάλει για το μέλλον την αντιμετώπιση των δύσκολων οικονομικών προβλημάτων και να εφαρμόσει απερίσπαστη τόσο τη νεοφιλελεύθερη οικονομική της πολιτική όσο και τα πορίσματα του Πολιτικού Συγκυριακού Κύκλου. Η περίοδος όμως αυτή φαίνεται να οδεύει προς το τέλος της και όσο δεν επιχειρείται ανασυγκρότηση του αποδεδειγμένα αναποτελεσματικού εθνικού παραγωγικού συστήματος τα άλυτα προβλήματα θα οξύνονται με τελική κατάληξη την αδυναμία της χώρας να ανταποκριθεί, χωρίς εξωτερική βοήθεια, στις υποχρεώσεις αποπληρωμής του δυσθεώρητου χρέους.
Σχετικά με την αποτελεσματικότητα του Πολιτικού Συγκυριακού Κύκλου υπάρχουν πολλοί οικονομικοί επιστήμονες που αμφισβητούν την ύπαρξη τέτοιου πολιτιστικού επιπέδου ψηφοφόρων που μπορεί να επηρεαστούν από την εξόφθαλμη παραπλανητική τακτική των κυβερνήσεων. Για αυτούς δε που θεωρήσουν τελικά φιλική την κυβερνητική πολιτική, φιλικότερη είναι, παρ’ όλα αυτά, η αλήθεια, για να επικαλεστούμε τη γνωστή έκφραση του Αριστοτέλη για τον δάσκαλο και φίλο του Πλάτωνα.
*ομότιμος καθηγητής Παν/μίου Πατρών
efsyn.gr/