Να μην συνηθίσουμε

Να μην συνηθίσουμε

  • |

Ο Ντ. μας φωνάζει, θέλει τα κλειδιά της αποθήκης της κουζίνας. Έχει πια ξημερώσει- όχι, δεν έχει ξημερώσει, κάνει νύχτα ακόμη, κάνει πολύ κρύα νύχτα, αλλά έχει πια πάει 6 η ώρα και ο Χ., η Π. και ο Σ. φεύγουν σήμερα. Μπαίνουμε στην αποθήκη για να τους διαλέξουμε τρόφιμα για το δρόμο, ο Ντ. μας λέει τι χρειάζονται, κονσέρβες φασόλια, μπισκότα, χυμούς- πόσους χυμούς; Τέσσερις, τι τέσσερις, στην Γερμανία πάνε, δεν φτάνουν τέσσερις χυμοί, βάζω εφτά, τι λέω; Δεν ξέρω πόσους να βάλω, γαμώ την τρέλα μου πάρτε όλη την αποθήκη, πάρτε όλοι όλη την αποθήκη.

Τους τα πηγαίνουμε στο δωμάτιό τους, νοιώθω άσχημα που μπαίνω στο κατώφλι του δωματίου τους, γιατί είναι ο χώρος τους, ήταν ο χώρος τους μέχρι σήμερα και δεν θέλω να μπαινοβγαίνω έτσι. Μπορεί να μην ήθελαν να μπω. Δεν έχει σημασία πια, γιατί σήμερα φεύγουν. Έχουν ετοιμαστεί, τους αφήνουμε τα τρόφιμα επάνω στα μέχρι τώρα σκεπάσματά τους. «Σας ευχαριστούμε πολύ», μην μας λέτε ευχαριστώ, κατεβείτε κάτω και πάρτε ό, τι θέλετε, αν χρειάζεστε κάτι άλλο, δεν ξέραμε πόσα χρειάζεστε και σας φέραμε αυτά, μαλακίες. Μαλακίες.

 Πηγαίνουμε να ξεκλειδώσουμε την πόρτα, τους βλέπω ζαλωμένους με τα τεράστια σακίδια με τα sleeping bag να κρέμονται, τους βλέπω κουκουλωμένους μέχρι τα αυτιά, με χοντρά μπουφάν, χοντρά ρούχα. Το σακίδιο είναι ασήκωτο. Όσο ασήκωτα είναι αυτά που έχουν περάσει για να φτάσουν μέχρι εδώ και όσο ασήκωτο είναι το ταξίδι τους μέχρι την Γερμ… μέχρι οπουδήποτε θελήσει να πάει φεύγοντας από εδώ. Του κουβαλάω το σακίδιο μέχρι την πόρτα, δεν θέλει, δεν μ’ αφήνει. Καλά κάνει και δεν μ’ αφήνει, τι, τα 5 λεπτά θα τον σώσουν; Ασήκωτο είναι, κουράστηκα μόνο που προσπάθησα να το σηκώσω. Ασήκωτα τα σακιά των μεταναστών. Κι όμως, φεύγοντας χαμογελούν.

Μας ρωτάνε ποιο είναι το σωστό λεωφορείο για να πάνε στον σταθμό των τρένων, τους το επιβεβαιώνουμε, νέα σας ευχαριστούμε πολύ, νέοι αποχαιρετισμοί, νέα φευγαλέα αγγίγματα χεριών, καλή τύχη, να προσπαθήσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας όταν φτάσετε, όπου φτάσετε, να ξέρουμε ότι είστε καλά. Ότι μπορεί να σκοντάψατε σε όλα αυτά στον δρόμο, αλλά ότι τελικά δεν πεθάνατε. Ζητήματα ζωής και θανάτου- κυριολεκτικά. Ωμή πραγματικότητα. Πιο ωμή δεν γίνεται.

Καλή τύχη. Μόνον αυτό λέμε. Κανείς δεν λέει καλό ταξίδι. Μόνον καλή τύχη. Τους βλέπω να κατευθύνονται προς την στάση του λεωφορείου, τους γυρνάω την πλάτη και ξαναμπαίνω μέσα. Καλή τύχη, σκέφτομαι. Καλή τύχη, να’ σαι τυχερός και να μην πεθάνεις από τον έλεγχο στα σύνορα, από τον βαλκανικό χειμώνα και σε δούμε μετά σε κανένα φωτοαφιέρωμα για το οδοιπορικό των μεταναστών στην καρδιά του χειμώνα, από το μαχαίρι του φασίστα, από τις το γκλομπ του μπάτσου, απ’ την απόρριψη της αίτησης ασύλου σου, από τα κλειστά σύνορα της φιλάνθρωπης βραβευμένης με νόμπελ ειρήνης Ευρώπης, απ’ τον θρησκευόμενο γείτονα που σου χρεώνει 5 ευρώ την φόρτιση του κινητού σου, απ’ τους θανάτους των φίλων σου και της οικογένειάς σου, απ’ την δουλειά που δεν θα βρίσκεις, απ’ την κακοπληρωμένη δουλειά που θα βρίσκεις, από το αφεντικό σου που θα σε μεταχειρίζεται χειρότερα κι από ζώο, από τους τυχαίους ελέγχους των γαμημένων χαρτιών σου που μπορεί να σε οδηγήσουν σε ένα αντίστοιχο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Κόρινθο, στο Παρανέστι, στο Ελληνικό, στη Ζούγκλα του Καλέ, στην ζούγκλα γενικότερα. Να προσέχεις και καλή τύχη.

Γυρίζω στην φωτιά και στην νυσταγμένη, πια, βάρδια. Λέω μαλακίες, κάνω τον καραγκιόζη για να σταματήσω να σκέφτομαι. «

Και ένα μόνο πράγμα θα λέω πάντα. Είναι το μόνο πράγμα που θα λέω κάθε μέρα στον εαυτό μου, στους γύρω μου και στους μετανάστες:

Να μην συνηθίσουμε ρε γαμώτο.

Να μην συνηθίσουμε στα σύνορα που χωρίζουν τους ανθρώπους και τους κατατάσσουν σε νόμιμους και παράνομους. (Ακούς δικηγοράκο; Εσύ να τα ακούς αυτά, που λες ότι άλλο η νομική και άλλο η πολιτική.) Να μην συνηθίσουμε στην γκρίζα αορατότητα όσων δεν έχουν χαρτιά. Γαμημένα χαρτιά! Δεν είσαι άνθρωπος αν δεν τα έχεις. Δεν έχεις οντότητα. Οι μετανάστες είναι φορείς μόνον των σωμάτων τους, καμιάς άλλης ταυτότητας. Εμείς προσπαθούμε να σπάσουμε την μια και την άλλη ταυτότητα, κι αυτοί δεν έχουν καμία.

Να μην συνηθίσουμε τον πόλεμο, απ’ όπου κι αν εξαπολύεται. Κράτη, θρησκείες, εταιρίες. Δεν είναι δικός μας αυτός ο πόλεμος. Θυμάσαι τι λέγαμε; Μαζί το φωνάζαμε. Ούτε εθνικός, ούτε θρησκευτικός… Να μην συνηθίσουμε τον θάνατο. Τον θάνατο στις θάλασσες των ελληνικών νησιών, στα τουρκικά παράλια, στα σύνορα με τα Σκόπια ή όπως αλλιώς σκατά τα λένε (μπορεί να δουλεύεις μέχρι να πεθάνεις, αλλά η Μακεδονία που θα σε θάψουν θα είναι ελληνική), τον θάνατο που σκορπούν οι μπάτσοι με τις (πλαστικές;) τους σφαίρες και με το ξύλο που ρίχνουν, τον θάνατο που σκορπούν οι μαφίες των διακινητών και των εμπόρων οργάνων, τον θάνατο που σκορπά το κρύο. Να μην συνηθίσουμε στις εικόνες των τουμπανιασμένων κουφαριών.

Αυτό.

Να μην συνηθίσουμε.

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος