Την Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015, ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός της χώρας κ. Α. Τσίπρας υπέβαλλε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την παραίτηση της κυβέρνησής του επειδή διαπίστωσε ότι αυτή είχε εντωμεταξύ χάσει τη δεδηλωμένη. Η πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ δεν αρκεί αριθμητικά και πιθανόν πολιτικά να στηρίξει αυτοτελώς την εφαρμογή του Μνημονίου 3 που η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου υπέγραψε και ψήφισε με τη συμμετοχή της στη Βουλή.
Συνεπώς, η κυβέρνηση έχει δύο επιλογές: ή προσφεύγει στη λαϊκή ετυμηγορία ή σχηματίζει κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην όποια εκδοχή της και λειτουργεί υπάκουα ως μνημονιακός υπεργολάβος.
Βεβαίως, η προσφυγή στις κάλπες καθόλου δεν αποκλείει τον επακόλουθο σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας καθότι φαίνεται μάλλον απίθανο –μετά την εκλογική αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ που επιφέρει ο διαχωρισμός του σε αντίπαλα κόμματα και εκλογικές συμπαρατάξεις- να κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Συνεπώς, οι εκλογές γίνονται –εάν τελικά γίνουν- για να αποτυπωθεί κοινοβουλευτικά η πραγματική κοινωνική δύναμη των επιμέρους τμημάτων του νυν ΣΥΡΙΖΑ. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι οι εκλογές αποτελούν μια επιχείρηση πολιτικής περιθωριοποίησης της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης στο εσωτερικό του νυν ΣΥΡΙΖΑ και τον εκμηδενισμό του όποιου συστημικού κινδύνου αυτή προς το παρόν αντιπροσωπεύει.
Το κύριο όχημα της τελούμενης επιχείρησης πολιτικής περιθωριοποίησης είναι η αποϊδεολογικοποίηση: αφού τα μνημόνια είναι τόσο «δεξιά» όσο και «αριστερά», συμπεραίνεται –εμμέσως πλην σαφώς- ότι δεν έχουν ιδεολογικό πρόσημο αλλά –τελικά- μόνο εθνικό χαρακτήρα. Ο «εθνικός» χαρακτήρας του μνημονίου συνιστά μια τρομακτική μετατόπιση των τρεχόντων πολιτικών συσχετισμών προς τα «δεξιά». Δεν διστάζω να αποκαλέσω αυτή την μετατόπιση –εάν τελικά ολοκληρωθεί- «αντεπανάσταση».
Το «Αντιμνημονιακό Μέτωπο του Όχι» αρκεί για να αποκρούσει την εξελισσόμενη «αντεπανάσταση»; Όχι, φυσικά!
Η επιχείρηση «εθνικοποίησης» του Μνημονίου μπορεί να αποκρουστεί μόνο με την ταξικοποίηση των αντιπολιτευόμενων πολιτικών φορέων. Τα σχέδια για το κοινό μέλλον στα οποία συστρατεύονται κατά την ορθολογική κρίση τους οι πολίτες είναι έωλα καθότι αυτό το μέλλον, το όποιο μέλλον, δεν τους αφορά όλους με τον ίδιο τρόπο. Ορισμένοι επωφελούνται απ’ αυτό και άλλοι πλήττονται. Πως αυτοί θα συνυπάρξουν στον ίδιο πολιτικό φορέα;
Η οικονομική κρίση έχει καταστήσει ασύμβατα τα ίδια συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων και των συναποτελούντων επιμέρους στρωμάτων τους.
Τα συμφέροντα της μισθωτής εργασίας είναι πολυδιασπασμένα: το συμφέρον του μισθωτού στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι πλέον συμβατό με το συμφέρον του μισθωτού στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Το συμφέρον του μισθωτού στις μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα δεν είναι πλέον συμβατό με το συμφέρον του μισθωτού στις μικρές επιχειρήσεις. Οι άνεργοι είναι αντίπαλοι με όλους όσους εργάζονται. Οι συνταξιούχοι είναι ενάντια στους μισθωτούς και στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Οι αυτοαπασχολούμενοι και οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε μια αμοιβαία σχέση ζωής του ενός και θανάτου του άλλου. Η νεολαία είναι –αυτονομημένη- ενάντια σε όλους και όλα. Κ.ο.κ., η λίστα είναι ατελείωτη …
Πριν, λοιπόν βρεθεί ο «κοινός» τόπος, η συστράτευση και συμπόρευση, πρέπει να χωροθετηθεί ταξικά ο «τόπος» του καθενός μας και ο «τρόπος» της έκφρασής του.
Όσο για τον «τρόπο» έκφρασης του κάθε ταξικού συμφέροντος, εδώ η ενότητα του κοινωνικού συστήματος επιτυγχάνεται με το πολιτικό σύστημα. Το αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα, δηλαδή ο κοινοβουλευτισμός δεν επαρκεί για να αποτυπώσει τις προτιμήσεις μιας αντιφατικής κοινωνίας σε κρίση, δηλαδή σε μετάλλαξη. Το εκπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα που διασφαλίζει συνεχώς και χρονικά αδιαλείπτως την ανάκληση των εκλεγμένων βουλευτών και την απόδοση της ψήφου σε άλλους εκλεγμένους ή υποψήφιους βουλευτές υποτάσσει λειτουργικά τον πρωθυπουργό, την κυβέρνηση, τους βουλευτές, άρα και το κράτος, στην κοινωνία.
Συνεπώς, η πολιτικοποίηση είναι η δεύτερη βασική συνιστώσα της επαναστατικής πολιτικής.