Το σημαντικότερο, ίσως, χαρακτηριστικό των εκλογών που μόλις έγιναν ήταν η κάθετη μείωση της συμμετοχής του εκλογικού σώματος. Στις εκλογές του περασμένου Γενάρη η συμμετοχή ήταν 63,6%, στο δημοψήφισμα του Ιούλη 62,5% και στις εκλογές του Σεπτέμβρη 56,5%.
Γιατί αυξήθηκε η αποχή στις εκλογές που μόλις έγιναν;
- του Κώστα Λαμπρόπουλου | | red line
Οφείλεται στη χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης των πολιτών που καθιστά απαγορευτική τη συμμετοχή τους στη θεμελιώδη κοινοβουλευτική διαδικασία; Αποτελεί λογική συνέπεια του πολιτικού αδιεξόδου στο οποίο περιήλθαμε μετά την μνημονιακή προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ; Ή, μήπως, αποτυπώνει, επίσης, αναγνωρίσιμες πολιτικές στρατηγικές εκ μέρους των μη συμμετεχόντων πολιτών;
Το γεγονός, ότι η αποχή το Σεπτέμβρη αυξήθηκε κατά 764.061 άτομα, δηλαδή κατά 12,1%, έναντι του περασμένου Γενάρη, και ότι η συμμετρική μείωση του πλήθους των “θετικών” ψήφων διαχύθηκε σε όλα τα κόμματα με κυβερνητικές δυνατότητες (πλην Δημοκρατικής Συμπαράταξης ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ) μάλλον υποδηλώνει τη λειτουργία μιας υποκείμενης ενεργού πολιτικής στάσης εκ μέρους του τμήματος εκείνου του εκλογικού σώματος που αποφάσισε να «σιωπήσει».
Στο ΣΥΡΙΖΑ η απώλεια ψήφων μεταξύ των εκλογών Σεπτέμβρη και Γενάρη ανήλθε σε 320.074 ή στο 14,5% των ψήφων που είχε συγκεντρώσει το Γενάρη. Απ’ αυτές 155.242 ή το 48,5% κατευθύνθηκαν στη ΛΑΕ. Οι υπόλοιπες προσέφυγαν στην αποχή.
Η μετακίνηση ψήφων από το ΣΥΡΙΖΑ στη ΛΑΕ επιφέρει τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) βέβαιη ματαίωση του ενδεχόμενου αυτοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ, β) μείωση της πιθανότητας να βγει ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα, άρα και να ορίσει πρωθυπουργό, γ) μείωση της πιθανότητας επίτευξης δικομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, ιδιαίτερα στην ειδικότερη περίπτωση που η ΛΑΕ έμπαινε στη Βουλή.
Στην περίπτωση εισόδου της ΛΑΕ στη Βουλή, ο ΣΥΡΙΖΑ -είτε ως πρώτο ή ως δεύτερο κόμμα- θα υποχρεωνόταν να μπει σε κυβέρνηση «μεγάλης» ή –έστω- «μεγαλύτερης» εθνικής ενότητας από εκείνη που έχει ήδη σχηματίσει με τους ΑΝΕΛ με προφανές παράγωγο αποτέλεσμα την ενεργοποίηση μιας νέας διαδικασίας διαχωρισμού του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ σε «δεξιό» και «αριστερό». Η πιθανότατη σύμπλευση της «αριστεράς» του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ με τη ΛΑΕ θα είχε σαφώς ανατρεπτικές επιπτώσεις στην κομματική τοπολογία του όλου πολιτικού συστήματος. Πρακτικά, θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου πάνω στους υφιστάμενους κομματικούς σχηματισμούς.
Αυτή η ανατρεπτική πολιτική δυναμική δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη εκλογικά ιδιαίτερα όταν η επίγνωσή της περιορίζεται μόνο σε ένα πολύ μικρό μέρος της ηγεσίας της ΛΑΕ. Στην παρούσα δύσκολη φάση που διανύουμε, η αναδιάταξη της κομματικής τοπολογίας του πολιτικού συστήματος γεννάει αβεβαιότητα ή / και φόβο, τουλάχιστον, σε ένα τμήμα των στελεχών, μελών και οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ. Ορισμένοι εξ αυτών βρίσκουν (συνειδησιακό επίσης) καταφύγιο στην αποχή και άλλοι στην επαναληπτική υπερψήφιση του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ που έτσι γίνεται -με τη συναίνεσή τους- «Νέος» ΣΥΡΙΖΑ.
Το μοιραίο λάθος της ηγεσίας της ΛΑΕ ήταν ότι προσπάθησε να αποκρύψει αυτή την εκ των πραγμάτων απορρέουσα πολιτικά ανατρεπτική δυναμική από εκείνους στους οποίους ζητούσε τη συστράτευση και τη ψήφο τους. Αντί να προβάλλει αυτή τη δυναμική και να τη διαχειριστεί στην κοινωνία των πολιτών ανοιχτά, συλλογικά και –πάνω απ’ όλα- μαχητικά, τη συγκάλυψε μετωνυμικά με το επιστημονικοφανές πρόταγμα της «Δραχμής πάση θυσία». Ο κ. Λαπαβίτσας έπαιξε για τη ΛΑΕ παρόμοιο αποπροσανατολιστικό ρόλο με εκείνον που είχε παίξει την προηγούμενη περίοδο ο κ. Βαρουφάκης για το ΣΥΡΙΖΑ. Η νεολαία χάθηκε στην κουβεντούλα «ευρώ – δραχμής» / «εσπρέσο – φραπόγαλο» παίρνοντας μαζί της και την ευκαιρία πυροδότησης ριζικών πολιτικών ανακατατάξεων˙ ευκαιρία που είχε –αντικειμενικά- διαμορφώσει η πρώτη (στη σειρά) διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ (και της διαταξικότητας που ο ίδιος αντιπροσώπευε ταξικά).
Οι ψηφοφόροι των ΑΝΕΛ δεν αντιμετώπισαν παρόμοια δυσεπίλυτα πολιτικά διλήμματα. Προκειμένου να αποφύγουν το ενδεχόμενο της συγκυβερνητικής εφαρμογής του Μνημονίου 3 απλώς απείχαν σε ποσοστό 31,8%.
Παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ βγήκε πρώτο κόμμα και ξανασχημάτισε κυβέρνηση «μεσαίας», όμως τούτη τη φορά, εθνικής ενότητας προσθέτοντας στους ΑΝΕΛ την ακροδεξιά πτέρυγά της (Καμμένος) και τη δήθεν αριστερή πτέρυγα του πρώην ΠΑΣΟΚ (Μπόλαρης, Τζάκρη, κ.α.).
Αυτό συνέβη επειδή η ίδια κομματική λογική αποφυγής ανάληψης της κυβερνητικής ευθύνης εφαρμογής του Μνημονίου 3 λειτούργησε συμμετρικά τόσο στις γραμμές του Ποταμιού όσο και της ΝΔ και όχι μόνο.
151.758 ψηφοφόροι –το 40,6%- του Ποταμιού του Γενάρη δεν προσήλθαν στις κάλπες του Σεπτέμβρη.
Στη ΝΔ οι απέχοντες ανήλθαν σε 192.489 ψηφοφόρους ή στο 11,2% της εκλογικής δύναμής της το Γενάρη.
Τη συμπληρωματική γραμμή απόδοσης της μνημονιακής κυβερνητικής ευθύνης στο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησαν οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ και του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών.
Το 10,8% των εκλογέων του ΚΚΕ – 36.556 άτομα- ακολούθησαν την οδό της αποχής.
Το Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών δεν κατέβηκε κ’αν στις εκλογές διορισμού του διαχειριστή εφαρμογής του Μνημονίου 3.
Τέλος, το μόνο κόμμα που παρέμεινε πιστό στον κυβερνητισμό παντός καιρού είναι το ΠΑΣΟΚ και ό’τι από τη ΔΗΜΑΡ δεν έχει προσχωρήσει στο ΣΥΡΙΖΑ. Εκτιμάται ότι στις εκλογές του Σεπτέμβρη συγκέντρωσαν περίπου το ίδιο πλήθος ψήφος με εκείνο των εκλογών του Γενάρη.
Οι εκλογές του Σεπτέμβρη είχαν έναν και μοναδικό σκοπό: να επικυρώσουν τον κ. Τσίπρα και το νέο ΣΥΡΙΖΑ ως τους νομότυπους διαχειριστές της εφαρμογής του Μνημονίου 3.
Η χαρακτηριστική πολιτική λογική που επικρατούσε την προεκλογική περίοδο είναι απλή και παγκοίνως γνωστή: ο Τσίπρας διαπραγματεύτηκε το νέο Μνημόνιο, ο Τσίπρας υπέγραψε το νέο Μνημόνιο, ο Τσίπρας υπερψήφισε στη Βουλή το νέο Μνημόνιο. ΑΡΑ: ο Τσίπρας οφείλει και να εφαρμόσει το Μνημόνιο που μας έφερε! ΑΡΑ: ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα!
Τελικά, η πρωθυπουργοποίηση του κου Τσίπρα επιτεύχθηκε, επίσης, μέσω της κοινής στάσης αποχής ενός τμήματος των ψηφοφόρων όλων των κομμάτων εξουσίας: α) οι διαφωνούντες με τη μνημονιακή προσαρμογή, τόσο στο ΣΥΡΙΖΑ όσο και στους ΑΝΕΛ, δεν ψήφισαν τα κόμματά τους για να αποτρέψουν αυτό το προσδοκώμενο αλλά ανεπιθύμητο γι’ αυτούς αποτέλεσμα, β) οι οπαδοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν ψήφισαν τα κόμματά τους για να συμβάλλουν στην ανάδειξη του νέου ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτο κόμμα προκειμένου στη συνέχεια να φορτωθεί (στην όποια συγκυβερνητική μορφολογία, τελικά, προκύψει) την κύρια ευθύνη εφαρμογής του νέου Μνημονίου και τις προφανείς αρνητικές επιπτώσεις που αυτή θα έχει τόσο στη συνοχή του ίδιου του πρωτεύσαντος κομματικού σχηματισμού όσο και την πολιτική απήχησή του στην κοινωνία.
Συνεπώς, η αποχή έθεσε σιωπηλά τη δικιά της, επίσης, σφραγίδα στο αποτέλεσμα των εκλογών και την πολιτική διάταξη που το υποστασιοποίησε κοινοβουλευτικά. Αυτή η υπόγεια πολιτική λειτουργία της αποχής είχε ήδη επισημανθεί πριν από τις εκλογές στο άρθρο μας Τι να ψηφίσω στις εκλογές (Red Line 12 Σεπ 2015) το οποίο και κατέληγε: «Με άλλα λόγια, η Ελλάδα για μια ακόμα φορά στην ιστορία της πορεύεται στο άγνωστο με βάρκα την όποια ελπίδα γεννάει η σιωπή της εκτεταμένης πολιτικής αποχής και οι ασύμμετρες προμηθεϊκές εμμονές των επίδοξων φωνών της …».