Η κατάπτωση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική διαχείριση του καπιταλισμού | του Κώστα Λαμπρόπουλου

Η κατάπτωση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική διαχείριση του καπιταλισμού | του Κώστα Λαμπρόπουλου

  • |

Η συντελούμενη προσαρμογή της υποστηριζόμενης από τον ΣΥΡΙΖΑ συγκυβέρνησης στην οικονομία αξιών, δηλαδή αγοράς, δηλαδή –καταληκτικά- στον καπιταλισμό, χαρακτηρίστηκε από την προσφάτως διαχωρισθείσα μειοψηφία του ως πράξη προδοσίας.

  • του Κώστα Λαμπρόπουλου | ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ - ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ | red line 

Το ότι η συγκυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου εγκατάλειψε τις προγραμματικές θέσεις και προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των ΑΝΕΛ είναι γεγονός πασιφανές πέρα από την παραμικρότερη αμφισβήτηση.  Το ότι η εγκατάλειψη αυτή επιβλήθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ μέσω ενός εσωκομματικού πραξικοπήματος της ομάδας Τσίπρα και των συνοδοιπόρων της είναι επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός,

Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι τούτο: η (μεταδιαπραγματευτική και μετεκλογική) αυτή εγκατάλειψη συνιστά πράξη προδοσίας ή όχι;

Από τυπική άποψη (αναλογικής σύγκρισης πράξεων και λόγων) σίγουρα «ναι».

Από ουσιαστική, όμως, άποψη;

Μήπως η ριζοσπαστική και πραξικοπηματική ανατροπή που συντελέστηκε συνιστά αναγκαία από τα πράγματα προσαρμογή στο πεδίο της εφικτότητας (έτσι όπως αυτό προσελήφθη διαπραγματευτικά από την πρώτη συγκυβέρνηση); Σ’ αυτή την περίπτωση, η πράξη της πλειοψηφίας συνιστά δικαιολογημένη «υπέρβαση» και όχι αδικαιολόγητη «προδοσία».

Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει, όχι μόνο για τον πολιτικό χώρο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ολόκληρη την αυτοαποκαλούμενη «Αριστερά», είναι το ακόλουθο: θα μπορούσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να μην «προδώσει», δηλαδή να υλοποιήσει κυβερνητικά τον λόγο που είχε αποτυπώσει προγραμματικά και εκφέρει προεκλογικά;

Η απάντηση είναι -δυστυχώς για το ΣΥΡΙΖΑ και τους αυθεντικούς υποστηρικτές του- κατηγορηματικά αρνητική. Ο προεκλογικός και προγραμματικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν και ούτε είναι κοινωνικά υλοποιήσιμος.

Ο προσδιοριστικός πυρήνας του προγραμματικού λόγου του ΣΥΡΙΖΑ ήταν, και σήμερα συνεχίζει να είναι για τους αποσχισθέντες της ΛΑΕ, η μετάβαση σε μια οικονομία κοινωνικών αναγκών και αλληλεγγύης κατ’ αντιδιαστολή με την υφιστάμενη οικονομία αξιών και κέρδους. Το όχημα αυτής της μετάβασης θα ήταν η έκδοση νέου εθνικού νομίσματος διαχειριζόμενου από ένα κρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα σε περίπτωση που η διαπραγμάτευση με τους δανειστές – εταίρους δεν κατέληγε στην εντός του ευρώ διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους ώστε να το καταστήσει «βιώσιμο».

Ποια είναι αυτή η «οικονομία κοινωνικών αναγκών και αλληλεγγύης», πως λειτουργεί, πως επενδύσει, πως δημιουργεί θέσεις εργασίας και –καταληκτικά- πως αναπτύσσεται, όλα αυτά τα πρακτικά εργαλεία μη καπιταλιστικής – και γιατί όχι, σοσιαλιστικής- διαχείρισης ουδέποτε εξειδικεύτηκαν ούτε κ’αν και κατά προσέγγιση όχι μόνο από το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από ολόκληρη Αριστερά και όχι μόνο ευρωπαϊκή.

Ο λόγος υπέρ της «οικονομίας κοινωνικών αναγκών και αλληλεγγύης» ήταν για όσους τον εξέφεραν και είναι για όσους συνεχίζουν να τον εκφέρουν ένας λόγος κενός περιεχομένου. Είχε, όμως, μια δραματική πολιτική επίπτωση: διαχώριζε κάθετα, ριζικά, ασυμβίβαστα «εμάς» από «εκείνους». Υπό την οπτική αυτή, ο κενός λόγος ήταν ακριβώς εξαιτίας της κενότητάς του εξαιρετικά ψηφοελκτικός και ταξικά αδιάκριτα πολυσυλλεκτικός. Ο καθένας μπορούσε να του προσδώσει το δικό του συμφεροντολογικό (ταξικό ή προσωπικό) περιεχόμενο με αποτέλεσμα το συναθροιστικό σχηματισμό μιας μαζικά διαμοιραζόμενης οφθαλμαπάτης μιας «τεράστιας ενεργού κοινωνικής πλειοψηφίας συστημικής ανατροπής». Η τέλεια συνταγή για την κατάκτηση της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος και την πλήρη αποτυχία της προκύπτουσας κυβερνητικής διαχείρισης.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, οι υποψήφιοι βουλευτές του, τα στελέχη του, η ενεργή βάση του ρίχτηκαν στη μάχη της κάλπης με αυτό το απόλυτο υπερόπλο ανά χείρας. Και, φυσικά, την κέρδισαν αν και όχι μόνο εξ αιτίας αυτού.

Για το λόγο αυτό, η εκλογική νίκη που κατήγαγαν ήταν σχετική. Δεν τους απέδωσε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτή η αποτυχία κατέδειξε από τη μια την ιστορικά εξασθενημένη κοινωνική δύναμη έλξης της κενότητας˙ μην ξεχνάμε ότι όλα αυτά διαδραματίζονται το σωτήριο έτος 2015, δηλαδή 25 χρόνια μετά την εκπνοή του προλεταριακού σοσιαλισμού / σταλινισμού στην Κεντρική, Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη και την εξελισσόμενη καπιταλιστική μετάλλαξή του στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία. Από την άλλη, υπήρξε πολιτικά σωτήρια για την πρωθυπουργική ομάδα.

Μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης ήρθε η ώρα της πραγμάτωσης του Λόγου. Και της αποκάλυψης της κενότητάς του. Και της διαπραγματευτική αποτυχίας στη βάση των, επίσης, κενών συνεπαγωγών του. Και της υποχρεωτικής κατάπτωσης της «κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας» στο εφικτό, δηλαδή στη διαχείριση του καπιταλισμού με τα εργαλεία του καπιταλισμού, δηλαδή με τη συνεργασία των δανειστών / εταίρων.

Δεν μπορεί κανείς να προδώσει ένα λόγο κενό περιεχομένου. Μπορεί μόνο να τον αθετήσει εν τοις πράγμασι καταπίπτοντας εξ αυτού αυτόματα στην πράξη της όποιας διαθέσιμης καθημερινής κυβερνητικής διαχειριστικής εφικτότητας, δηλαδή της διαχείρισης του καπιταλισμού με τα εργαλεία που προσιδιάζουν στην εγχώρια τρέχουσα διαμόρφωσή του εντός της ευρωζώνης. Αυτό ακριβώς εξαναγκάστηκε να κάνει η νέα συγκυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου.

Ο κ. Τσίπρας και οι περισσότεροι βουλευτές του δεν είναι ερωτευμένοι με τον καπιταλισμό. Παρότι θέλουν, απλώς δεν ξέρουν –και δυστυχώς όχι μόνο αυτοί- πώς να χωρίσουν …

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος