Η αυτοαποκαλούμενη «Αριστερά» είναι και πάντοτε ήταν πολύ φιλόδοξη: θέλει – απλώς- να αλλάξει τον κόσμο, αρχίζοντας από την Ελλάδα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ανίκανη να διακρίνει, άρα και να χρησιμοποιήσει τους μηχανισμούς ανατροπής της παρούσας εγχώριας κατάστασης πραγμάτων.
- του Κώστα Λαμπρόπουλου | | red line
Για να απλοποιήσουμε το πρόβλημα της αλλαγής / ανατροπής στην Ελλάδα από τις κατά τα άλλα αξιαγάπητες φιλολογικές δια-ιστορικές και κινηματικο-δημοκρατικές περικοκλάδες του θα αρκεστούμε να το αναδιατυπώσουμε περιληπτικά αποκλειστικά ως «εξάλειψη της ανεργίας», δηλαδή –συνεπαγωγικά- ως «δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης».
Είναι αυτονόητο ότι νέες θέσεις απασχόλησης δίχως επενδύσεις απλώς δεν υπάρχουν,
Επομένως, η «Αριστερά» οφείλει να απαντήσει στα ακόλουθα, επίσης, αυτονόητα επενδυτικά ερωτήματα:
Ποιος θα κάνει τις (μαζικές) επενδύσεις που απαιτούνται για την απορρόφηση της ανεργίας;
Σε ποια δραστηριότητα και χώρο θα επενδύσει αυτός που θα επενδύσει;
Πως θα χρηματοδοτήσει ο επενδυτής την επένδυσή του;
Που θα πουλήσει ο επενδυτής τα προϊόντα / υπηρεσίες της επένδυσής του;
Ο μνημονιακός καπιταλισμός αρκείται στην ανάθεση αυτών των απαντήσεων στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα, εγχώρια και πολυεθνική, και παράλληλα υποβοηθά ως κρατική πολιτική την αποκεντρωμένη συγκεκριμενοποίησή τους μέσω της διαμόρφωσης ενός «ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος» (με ότι αυτό συμπεριλαμβάνει) –αυτές είναι οι περίφημες ή περιβόητες «μεταρρυθμίσεις των αγορών»- και την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών (που περιλαμβάνουν, φυσικά, εκτός των υποδομών την εκπαίδευση, την υγεία καθώς και την κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια).
Εξυπακούεται, βεβαίως, ότι «ιδιωτική επιχειρηματικότητα» δεν σημαίνει ότι είναι αποκλειστικά «ατομική / μονοπρόσωπη». Στην «ιδιωτική επιχειρηματικότητα» συμμετέχουν επίσης χιλιάδες ή και εκατομμύρια επενδυτές / κεφαλαιούχοι / μέτοχοι, φυσικά και νομικά πρόσωπα, από όλες τις τάξεις και τα στρώματα του πληθυσμού όπως, π.χ. συμβαίνει με τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις. «Ιδιωτική επιχειρηματικότητα» σημαίνει ότι αυτή ασκείται πρωτίστως προς το ίδιο όφελος των επενδυτών που συμμετέχουν σ’ αυτή.
Προφανώς, η Αριστερά απορρίπτει την απάντηση του μνημονιακού καπιταλισμού. Ποια είναι, όμως, η δικιά της απάντηση;
Η αντι-μνημονιακή Αριστερά παραπέμπει τη λύση του επενδυτικού προβλήματος στο «κράτος».
Το ίδιο, ωστόσο, το «κράτος» -τουλάχιστον στην αστική δημοκρατία σαν κι’ αυτή που λειτουργεί σήμερα στην Ελλάδα και όχι στη «φωτισμένη δεσποτεία» που είχε υπόψη του ο Χέγκελ όταν όριζε το «(ορθολογικό) κράτος» ως το «υποκείμενο της ιστορίας»- είναι ένας ανεγκέφαλος μηχανισμός επιβολής κοινοβουλευτικών αποφάσεων επί τις κοινωνίας που αντιπροσωπεύει στον α’ ή το β’ βαθμό, με τον α’ ή το β’ τρόπο.
Ανάμεσα στο κοινοβούλιο και το κράτος μεσολαβεί η κυβέρνηση, δηλαδή το κόμμα ή ο συνασπισμός κομμάτων που συγκεντρώνουν προσωρινά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Συνεπώς,, οι απαντήσεις στα επενδυτικά ζητούμενα μετακυλίονται τελικά δια της σιωπηλής πλαγίας οδού από το «κράτος» στο «κόμμα».
Επομένως, η αντίθεση της Αριστεράς στην «ιδιωτική επιχειρηματικότητα» προβάλλεται με όρους «κομματικής επιχειρηματικότητας» και μάλιστα συνήθως κοινωνικά μειοψηφικούς!
Οι «κομματικές» και «ιδιωτικές» επιχειρηματικότητες διαφέρουν σε πολλά. Όχι όμως στο ότι η «κομματική» επιχειρηματικότητα είναι a priori και εξ ορισμού περισσότερο κοινωνικά αντιπροσωπευτική από την «ιδιωτική». Η ουσιωδέστερη μεταξύ τους διαφορά τους ότι η «κομματική» επιχειρηματικότητα ανυψωμένη σε κρατική πολιτική μπορεί εξ ορισμού να απαγορεύει κατά το δοκούν την «ιδιωτική» επιχειρηματικότητα ενώ μια «ιδιωτική» επιχειρηματικότητα ποτέ δεν μπορεί εξ ορισμού να απαγορεύσει τυπικά μια άλλη.
Η «κομματική επιχειρηματικότητα» είναι γονίδιο στο DNA της εγχώριας Αριστεράς: «το κόμμα είναι -μέσω του κράτους- το υποκείμενο της ιστορίας».
Ωστόσο, το «κόμμα» ως «κόμμα» δεν επαρκεί για να γίνει η κινητήρια δύναμη αλλαγής / ανατροπής. Είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη: για να γίνει κινητήρια δύναμη στη κοινοβουλευτική δημοκρατία το κόμμα χρειάζεται, επιπροσθέτως, και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Εδώ αρχίζει ο γενετικός εκφυλισμός του DNA της εγχώριας Αριστεράς: για να επιτευχθεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία απαιτείται μια διαταξική συμμαχία όπως και να ονομαστεί πολιτικά αυτή («λαϊκή συμμαχία» ή «λαϊκή ενότητα»).
Συνεπώς, η εκ προοιμίου αποστρακισθείσα «ιδιωτική επιχειρηματικότητα» επανέρχεται στο προσκήνιο με τους όποιους κατά περίπτωση περιορισμούς μεγέθους (αυτοαπασχόληση, πολύ μικρή, πολύ μικρή και μικρή, μικρομεσαία, κ.ο.κ.) της επιβάλλει το κόμμα στο χρόνο, το χώρο και τον κλάδο οικονομικής δραστηριότητας.
Έτσι, η «αριστερή αλλαγή / ανατροπή» καθίσταται όμηρος των μικροαστών όπως ακριβώς η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι ταξικός όμηρος των πατριωτών και χριστιανών ΑΝΕΛ.
Αυτή η ομηρία της Αριστεράς στον μικροαστικό καπιταλισμό εξειδικεύει την τρίτη και τελευταία λύση στο επενδυτικό πρόβλημα: είναι αυτή του μη μνημονιακού καπιταλισμού που επιδιώκει (απεγνωσμένα και σπασμωδικά) την επιστροφή σε ένα καπιταλιστικό παρελθόν που είναι αδύνατο να υπάρξει στο μέλλον.
Υπάρχει δυνατότητα απεγκλωβισμού της Αριστεράς από τις οικονομικές ουτοπίες της, εναρκτήριες και καταληκτικές;
Αν η Αριστερά επιθυμεί πλειοψηφικά να υπερβεί τον εγχώριο καπιταλισμό -μνημονιακό, μη μνημονιακό ή αντιμνημονιακό- οφείλει να πορευτεί στο δρόμο της κοινωνικοποίησης όχι παραφραζόμενης εκ του πονηρού ως φιλολαϊκή εκδοχή του κομματικού κράτους αλλά ως κινηματική αυτοοργάνωση και αυτενέργεια των οικονομικών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.
Υπενθυμίζεται ότι στην Ελλάδα οι σημαντικότερες οικονομικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών είναι προς το παρόν τα συνδικάτα μισθωτών, τα ασφαλιστικά ταμεία, οι συνεταιριστικές τράπεζες και η Τράπεζα Αττικής (πλειοψηφικής ιδιοκτησίας ΤΣΜΕΔΕ και Συλλόγου Υπαλλήλων Τράπεζας Αττικής – ΣΥΤΑ).