Ύστατη αλληλεγγύη | του Λευτέρη Τηλιγάδα

Ύστατη αλληλεγγύη | του Λευτέρη Τηλιγάδα

  • |

Κι όμως συνηθίσαμε… Αυτό που ποτέ δεν θα ανεχόμασταν,  το συνηθίσαμε τόσο αδιαμαρτύρητα, που ακόμα και τα επιτελεία της κατασκευής της υποταγής απορούν με την αποτελεσματικότητα της μεθόδου που χρησιμοποιούν. Κι αυτή η εφιαλτική αδράνεια δεν έχει να κάνει με τον χρόνο που πέρασε, ούτε με τις αντοχές του καθένα μας.

  • του Λευτέρη Τηλιγάδα  | red line

Είναι μια θλιβερή αποκάλυψη για μένα ο τρόπος με τον οποίο η ανθρώπινη συνείδηση λουφάζει και προσαρμόζεται σε διαδικασίες και καταστάσεις που μέχρι πριν λίγα χρόνια, δεν θα μπορούσε με τίποτα, να τις υποφέρει αγόγγυστα. Είναι μια λειτουργία, στην οποία ο άνθρωπος προσαρμόζεται σταδιακά. Προσομοιάζει αυτή η κίνηση με τον τρόπο που ένας δύτης βυθίζεται όρθιος, αξιοποιώντας μόνο μιαν μικρή ταλάντωση του κορμιού του και η οποία είναι αμφίβολο, αν προέρχεται από το δικό του μυϊκό σύστημα ή από την αδιόρατη κίνηση της πίεσης του υδάτινου περιβάλλοντος αυτής της βύθισης.

Το πιο περίπλοκο αυτής της κατάστασης είναι η άγνοια του σημείου αυτής της κατάδυσης, αφού ούτε την απόσταση που έχεις από το βυθό μπορείς να γνωρίζεις, ούτε την απόσταση από την επιφάνεια. Διατηρείς μόνο την ψευδαίσθηση μιας υδάτινης παλινδρόμησης, η οποία το μόνο που μπορεί να αποδείξει είναι ότι ο οργανισμός σου παραμένει ζωντανός, ακόμα και αν είναι ανίκανος να αντιδράσει. Όποιος βρεθεί σε μια τέτοια θέση σε ένα πράγμα μόνο εξασκείται καθημερινά: στην ανοχή της αντοχής του. Ξεχειλώνουν τα όρια σου κι αναρωτιέσαι: «Τι άλλο μπορώ να αντέξω, άραγε;»

Αρχίζεις να τσιμπιέσαι, για να δεις αν πονάς. Χαρακώνεις το δέρμα, για να δεις, αν υπάρχει μέσα σου αίμα. Πιάνεις με την παλάμη το λαιμό σου και πιέζεις την καρωτίδα σου σιγά – σιγά, για να σιγουρευτείς ότι διατηρείς ακόμα τη δυνατότητα της αντίδρασης, ότι μπορείς ακόμα, κόντρα στα φαινόμενα, να αμύνεσαι και να επιβιώνεις.

Γύρω βυθισμένες κρίσεις πανικού και καταστάσεις έκτακτες περιστατικών, μεμονωμένων.

Στις λίστες των κατασκευαστών της υποταγής, τα ονόματα, τα επώνυμα, οι κρατικοί προσωπικοί σου αριθμοί, τα ποσά της ταξικής ανακατανομής του χρέους, που πρέπει να αποπληρώσουν οι μισθωτοί, οι εργάτες και οι άνεργοι, καταγράφονται με μοναδικό στόχο τη διεύρυνση της δυνατότητας του κράτους, να πουλήσει κάθε κομμάτι αυτής της χώρας μαζί με τους κατοίκους της, μόνο και μόνο για να συντηρήσει ένα ισχυρό τραπεζικό σύστημα, το οποίο θα γνωρίζει και θα ορίζει αφοπλιστικά και απόλυτα το πότε θα φας, τι θα φας, γιατί θα φας, καθώς και το εάν το πιστωτικό σου όριο είναι αρκετό για να μπορείς να αναπνεύσεις ικανοποιητικά.

Ανακυκλούμενη η απόγνωση των ανθρώπων:

«Κάποτε με βοηθούσε πολύ η επιχείρηση που διατηρούσα και που ήταν μια καθημερινή εξάσκηση στο να ρισκάρεις, να εκτίθεσαι στον κίνδυνο των αγορών, να κερδίζεις, να χάνεις, να ποντάρεις, άλλοτε να πέφτεις μέσα, κι άλλοτε να μαζεύεις τα σπασμένα. Κι είχα κάμποσους εργαζόμενους στη δούλεψή μου, παιδιά φιλότιμα που δουλεύανε με ζήλο και περισσή αυταπάρνηση, με ιδέες πρωτότυπες αλλά και με αξιοσημείωτη κατανόηση. Ειδικά όταν ξέσπασαν οι πρώτες ημέρες της κρίσης και άρχισαν τα πηγαδάκια στους χώρους εργασίας ότι θα ακολουθήσουν ομαδικές απολύσεις για το καλό της ελληνικής οικονομίας. κι ότι πρέπει επιτέλους αυτή εδώ η χώρα να γίνει πιο ανταγωνιστική. κι ότι μαζί με τις μειώσεις προσωπικού αναγκαίο ήταν να πέσει κι ο κατώτατος μισθός σε ακόμα πιο κατώτατα επίπεδα… Ότι έχουμε πάρει ψηλά τον αμανέ ως κοινωνία κι ότι καταναλώνουμε πολύ περισσότερο από τις δυνατότητές μας κι ότι το πάρτι πρέπει κάποια στιγμή να τελειώσει. Κανείς μας δεν περίμενε ότι όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά σενάρια θα γινόντουσαν πράξη, κατά βάθος πιστεύαμε ότι θα ήταν κάτι προσωρινό, μέχρι να γίνουμε όντως ανταγωνιστικοί και να έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη. Αλλά τα χρόνια περνούσαν, οι πελάτες αραίωσαν, οι παραγγελίες έπεσαν και βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Κρατούσα με νύχια και με δόντια τις πόρτες από το μαγαζί μας ανοιχτές, μέχρι που δεν πήγαινε άλλο και αντί να τους απολύσω έναν-έναν, προτίμησα να πάρω το πιο δυνατό λουκέτο και διπλοκλείδωσα βαθιά. Πωλείται, όπως είναι κλειδωμένο».

Αυτά δεν είναι λόγια. Είναι κόπος και αγώνας μιας ζωής έξω και πέρα από τα ταπεινά συναισθήματα της πείνας και της δίψας, έξω και πέρα από το μίζερο βίωμα της εναγώνιας αϋπνίας.

Κι όμως… Αυτή την εξαθλίωση που ζούμε, αντί να την ανατρέψουμε την αναλύουμε. Γράφουμε άπειρες λέξεις, διερευνώντας τις αιτίες της. Γινόμαστε ειδήμονες, παραμένοντας αδαής.

Και ενώ το έγκλημα κατά της ζωής μας έχει φυσικό αυτουργό (σήμερα είναι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), ο οποίος μας εκτελεί με «σφαίρες» κατασκευασμένες από τεχνίτες κοινοβουλευτικούς οπλουργούς, εμείς εξακολουθούμε να δείχνουμε με το δάκτυλο τους οικονομικούς στρατοδίκες (κουαρτέτο, Μέρκελ, Σόιμπλε, καπιταλιστές), που στα κεντρικά ευρωπαϊκά καταστήματα των πολυεθνικών τους εξουσιών αποφασίζουν την εκτέλεση μας, περιμένοντας αμέτοχοι και αδρανείς τη σειρά μας.

Αυτά τα στημένα μυδράλια – πολυνομοσχέδια που ακούω να  «κελαηδούνε» γύρω μου, δεν σκοτώνουν τον… «αέρα». Ξερνούνε όλες τις σφαίρες τους εναντίον μου. Ο στόχος τους είμαι εγώ προσωπικά. Το προσωπικό μου ΑΦΜ, ο προσωπικός μου ΑΜΚΑ, το μοναδικό μου σπίτι («πρώτη κατοικία» το λένε, λες κι έχω και δεύτερη), η υγεία μου, η παιδεία μου, κυρίως ο πολιτισμός μου. Ο νόμος ποτέ δεν στρέφονταν κατά του γενικού πληθυσμού. Ο νόμος ήταν πάντα μια σφαίρα που διαιρούσε και εκτελούσε, μεμονωμένα και ξεχωριστά. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό, ποτέ δεν θα γίνουμε αλληλέγγυοι σ’ αυτόν που σήμερα… τώρα… «εκτελείται» δίπλα μας.

Ας μην το ξεχάσουμε ποτέ. Τουλάχιστον τους επόμενους μήνες: Όσα τα πολυνομοσχέδια, τόσα και τα μυδράλια εναντίον του καθενός μας ξεχωριστά. Αν καταφέρουν να μας ξεχωρίσουν, μας «καθάρισαν».

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος