«Γεμίζουν» σιγά-σιγά οι μέρες της γιορτής, «γεμίζουν» σιγά- σιγά και οι ψυχές των ανθρώπων αυτής της χώρας από θεόρατους και συνεχής φόβους, για όλα όσα μέχρι χθες ήταν ασταθή και αβέβαια, αλλά σήμερα είναι… ακόμα περισσότερο.
- του Λευτέρη Τηλιγάδα | | Φωτογραφία: Γιάννης Γιαννακόπουλος | red line
Οι τελευταίες επιτυχίες της διωκτικών αρχών, οι οποίες πάταξαν την φοροδιαφυγή του μαϊντανού και του κάστανου κατασταλάζουν μέσα μας την βεβαιότητα ότι ο κρατικός μηχανισμός κάνει ανεπηρέαστος τη δουλειά του: Μεγαλώνει κάθε μέρα που περνάει όλο και πιο πολύ το φόβο και την ανασφάλεια στους υπηκόους του. Ένας φόβος και μια ανασφάλεια για την ίδια τη ζωή, επιβεβαιώνοντας θριαμβευτικά, για ακόμα μια φορά, τη βάρβαρη νομοτέλεια του καπιταλισμού, που ορίζει και καθορίζει την τιμή και το κόστος της ζωής του ανθρώπου με βάση την θεωρημένη ή μη άδεια του βιοπορισμού του.
Είναι κι αυτό το γαμημένο «γράμμα του νόμου», λένε, που μπαίνει σαν στάμπα σ’ αυτό τα μεγάλα κάτεργα της κατανάλωσης που λέγονται αγορές, κι είναι το ίδιο για όλους: και για τους πολλούς που κυκλοφορούν ολόγυμνοι έχοντας ένα «χαρτί» υποχρέωσης να τους σφίγγει το λαιμό και να τους κόβει την αναπνοή, αλλά και για κείνους τους λίγους που μπορούν να την τρίβουν και να την σκεπάζουν με τόνους χρυσόσκονης και διαπλοκής.
Όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Το «γράμμα του νόμου», η ισονομία, είναι το πρόσχημα που έχουν εφεύρει τα αφεντικά αυτού του κόσμου, για να στηθεί η σκηνική ισοπολιτεία της αστική τους δημοκρατίας, μέσα στην οποία η μόνη ελευθερία που παραμένει δεδομένη είναι η άνευ όρων κερδοφορία των καπιταλιστών. Η αλήθεια είναι μία και είναι βάρβαρη: Ο νόμος υφίσταται μόνο για όσους δεν μπορούν να πληρώσουν το πρόστιμο· για όσους μπορούν να το πληρώσουν, δεν υπάρχει νόμος. Ποια ισονομία λοιπόν, ποια ισοπολιτεία και ποια ελευθερία; Πίσω από όλα αυτά κρύβονται θεσμοί και δομές εξουσίας, οι οποίοι υπηρετούνται από ανθρώπους, και οι οποίοι ανεξάρτητα από το μέγεθος της εξουσίας τους, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο, είναι όλοι τους συνένοχοι σε αυτό το τεράστιο πολιτικοοικονομικό έγκλημα που συντελείται κατά της ζωής και της περιουσίας των φτωχών και όσων δεν έχουν ευτυχίσει να χάσουν το ελάχιστο και χιλιοκουτσουρεμένο από παράλογους φόρους και εισφορές «έχει» τους.
Η φοροδιαφυγή του μαϊντανού, του κάστανου και του χαρτομάντηλου, ο μετανάστης που στοιβάζεται στα στενά όρια ενός ουδέτερου και συρματοδεμένου τόπου, στον οποίο δεν υπάρχου «γιορτές και σχόλες», αλλά κυρίως δεν υπάρχει ζωή και αξιοπρέπεια ανθρώπου, τα άψυχα κορμιά των νηπίων που ξεβράζονται στις παραλίες της Μεσογείου, τα παιδιά που πνίγηκαν πάνω από ένα αναμμένο μαγκάλι γεμάτο με ζεστά μισοσβησμένα κάρβουνα, η μεγάλη γραμμή των πεινασμένων, των άστεγων και των ανέργων, τα κρεμασμένα στα τσιγκέλια των πιστωτικών ιδρυμάτων σπίτια των συμπολιτών μου… Όλα αυτά περιστρέφονται γύρω μου απόψε και μετατρέπουν αυτή την αλλοπρόσαλλη φαντασμαγορία της πόλης, σε μια εφιαλτικά χαρμόσυνη κόλαση.
Στο κέντρο της γιορτής, ένας κόκκινος αι-Βασίλης απλώνει τον άλογο πάγκο του, μπροστά σ’ έναν μικρό πόθο πελάτη, «ψήνοντας το κάστανο» της κοστολογημένης επιθυμίας για βόλτα, με το μαγκωμένο χαμόγελο της αναζήτησης ενός μεροκάματου, που δεν θα φτάσει ούτε καν για τα αναγκαία.
Το βράδυ, που η υγρασία θα τρυπάει τα κόκκαλα, χιλιάδες λαμπιόνια θα ανάψουν για να φωτίσουν αυτή τη χαρμόσυνη αδυναμία της συμμετοχής στη γιορτή, που πλημμύρισε την πόλη με τη ευγενική χορηγία μιας δημοτικής αρχής, που δεν μπόρεσε να ξοφλήσει τις καθαρίστριες των σχολείων της, που κλείνει τις στρόφιγγες σε υδρόμετρα δημοτών και που εξαντλεί την ευνουχισμένη κεντρικά χρησιμότητα της ύπαρξης της με τις στιγμιαίες παυσίλυπες διανομές του κοινωνικού της παντοπωλείου. Μια παυσίπονη πράξη φιλανθρωπίας που σε καμία πτυχή της δεν φιλοδοξεί να γίνει αλληλέγγυα σε όσους αγωνίζονται για να αλλάξουν τα πράγματα σε αυτόν τον τόπο.
Κανείς σ’ αυτή την πόλη δεν είναι ανάλγητος μπροστά στον όγκο αυτής της εξαθλίωσης, που έχει εισχωρήσει παντού Ούτε φυσικά και οι εκπρόσωποι αυτής της κουτσουρεμένης και άπορης τοπικής διοίκησης, αλλά κάθε φορά που έστω και ένα μικρό παιδί αυτής της κοινωνίας δεν θα μπορεί να χαρεί το απλωμένο μπροστά στα μάτια του παιχνίδι, όλη η κοινωνία, θα είναι υπόλογη απέναντί του.
«Τα όνειρα σου μην τα λες», τραγουδούσε κάποτε ένας αρχαίος αγαπημένος μου τραβαδούρος, «γιατί μια μέρα κρύα μπορεί και οι φροϋδιστές, να ‘ρθουν στην εξουσία». Όμως σε πείσμα των καιρών, αλλά και των αρχαίων τροβαδούρων, απόψε, που οι διάττοντες Διδυμίδες θα αυτοκτονούν πυρακτωμένοι στο στερέωμα του πρωινού, λέω ότι οφείλουμε να τα φωνάξουμε δυνατά τα όνειρα μας, γιατί μόνο αυτός ο τρόπος θα τα κάνουν να καρποφορήσουν την καινούργια ευημερία: Ονειρεύομαι την Μεγάλη Ανατροπή της βαρβαρότητας. Ονειρεύομαι την μεγάλη αντεπίθεση των ανέργων και των ανθρώπων του μεροκάματου ενάντια στην φτώχεια, στην αδικία, στην φυλακή και στον θάνατο που οικοδομούν για μας οι υποταγμένες κυβερνήσεις της χώρας μας. Ονειρεύομαι την εξέγερση του καταπιεσμένου ανθρώπου.