Ιωσηφίνα

Ιωσηφίνα

  • |
  • της Aγγελικής Σιγούρου
    ——————–———–—–

Kι εσύ όμως με προδίδεις τώρα
Με την προσωρινή σου νίκη.
Μολονότι, όταν έσκυψες για πρώτη φορά πάνω από τον καθρέφτη μου
Είδες το ματωμένο Βατερλό να σε κοιτάζει.
Εγώ ήμουν όλοι τους, ο
Αληθινός σου θρίαμβος.
Αλαζονικέ, μικρέ μου Ναπολέοντα…
Κάποτε ο καθένας μένει με ό,τι στ’ αλήθεια του ανήκει:
Μια άκομψη κορμοστασιά και
Μπόλικη ιστορία για τα αυριανά σχολιαρόπαιδα
Ή, αν η ομορφιά έρχεται από μέσα,
Ουδείς δε νοιάζεται γι’ αυτό.
Tώρα εκεί τα σκουλήκια πληθαίνουν.
Tέρας σιχαμερό, επιτέλους!
Δεν είσαι Προφήτης. Είσαι τέρας.
Μέσα σε πράσινη ρεντιγκότα.
Η ματαιοδοξία μου άλλαζε μάσκα,
την απληστία σου, τι κρίμα, την τυλίξανε σε σάβανο.
Πάψε να ονομάζεις μοίρα το καθετί που με πληγώνει.
Πόσο εύκολα μαντέψανε της τυχοδιώκτισσας το χέρι,
Ενώ του άγριου χεριού σου την παλάμη
την πυκνογραμμένη,
Κανείς δεν μπόρεσε σωστά να τη διαβάσει.
Πρόσεξε Βοναπάρτη!
Εγώ ξαναγεννήθηκα.
[Όλο το παρελθόν το κράτησες για σένα, αλλά το μέλλον είμαι εγώ] Είμαι μια σύγχρονη γυναίκα και πληρώνομαι καλά
γι’ αυτό.
κάθε βρομόσκυλο που μες στο στήθος μου γρυλίζει
πώς σε θυμίζει…
το φτωχό ρούχο
κάτω από τα ρουμπίνια της στολής,
Η ανία του φοβισμένου δέρματός του τόση… που,
πλέον δεν με συγκινούν οι πόρπες, τα μπριγιάντια.
Μένω στην Κοπεγχάγη
ποτέ δική σου δεν ήταν και μ’ αρέσει αυτό–
Ή κάπου αλλού, δεν θυμάμαι πια καλά τα ονόματα των
πόλεων
Και μάθε, αγαπητέ μου,
πως προτιμώ να έχω απέναντί μου το πορτραίτο
του Ταλλεϋράνδου
παρά τη Μεγαλειότητά Σου.
Προδότης ο ένας
Προδότης κι ο Άλλος.
Τουλάχιστον εκείνος τους πρόδωσε όλους
Μα εσύ, μόνο εμένα.
Ποζάρω για μια ζωγράφο –
Γαλλίδα.
Κανείς δεν τη γνωρίζει.
Είναι η μόνη που πίστεψε την ιστορία μου
και πίσω απ’ τον καμβά της με κοιτά με δέος.
´Josephineª
κάθε τόσο μου φωνάζει,
´Moi, je t’ appellerai Roseª
Αν ήμουν άντρας,
Σίγουρα θα την έκανα ερωμένη μου.
Αφού,
το Ex la chapelle
Όσα λουτρά κι αν έκανα
Σε τίποτα δεν έμοιασε
Η γονιμότητά μου στη δική σου.
Μια άθλια πράξη
Αέναη, μάταιη επανάληψη
Πάνω στα στοιχειωμένα σεντόνια της Μαρίας-Αντουανέτας.
Κι όμως, για μένα
Τόσες και τόσες μάχες
Θα ξανάδινες
Να μου αγοράσεις μια Malmaison,
–πάλι θα φίλαγες το στόμα μου με πάθος
‘σε κάθε αποχαιρετισμό
κι ας λησμονούσες,
Βγαίνοντας απ’ τον κήπο τα χαράματα
Να ρίξεις έστω κι ένα βλέμμα πίσω,
”Στα ανάκτορα,
‘Σε μένα, απαστράπτουσα μέσα στη βραδινή μου νυχτικιά
Δεν άκουσες σου το ’πα
´–Ποτέ δε θα βάλω ξανά αυτή την πούδρα
Θέλω να γίνω άντραςª
Να σκοτώνω, έστω, να διατάζω να σκοτώνουν.
Ή αν αγόραζα ένα οικόπεδο στην Έλβα;
–Πρέπει να σκεφτώ και το μέλλον.
Μια τουαλέτα ακόμα για την Ζοζεφίν σου;
(Οι εναπομείνασες περούκες,
στοιβάζονται άδειες δίπλα στη γκιλοτίνα)
Θυμάμαι ότι με έσωσες
Θυμάμαι και σου είμαι ευγνώμων
Αλλά στον διάολο πια!
Τα τρόπαια της μάχης μού τρυπούν τις φλέβες
Και ξέρω, πως γαλαζοαίματη δεν είμαι
–Παρόλο που,
mon sang franÁais
Ήταν αυτό που σου έλειπε.
(Μου το υπενθύμισες την ώρα που μου έβαζες το στέμμα)
Ούτε και στην Αγία Ελένη δεν θα σου στέλνω φάρμακα,
Να δεις πως είναι όταν φεύγεις
Κάθε φορά που περιμένω
–Πότε και αν κάποτε γυρίσει κάτι το δικό μου.

Κόκκινα μάτια και λιποθυμίες, ψέματα.
Εγώ λυπόμουν
τις ακρίδες που έβγαζα από τα μποτίνια μου
κι εσύ καυχιόσουν για τους ένδοξους θανάτους
Των αλόγων σου.
Ξέκανες τόσα αγόρια
Για να ημερέψουν οι άγρυπνες νύχτες σου
”Στρατιώτη, χα!
Οι σακούλες με τ’ αφρισμένα σάλια σου
–Πιο πολύ με ξεδίψασαν από
Τον έρωτά σου.
Η προδοσία αρχίζει πάντα πιο νωρίς
Απ’ όταν το νιώθεις
Απ’ όταν θα το δεις
Νωρίτερα απ’ όλα
Ακόμη κι απ’ τον έρωτα νωρίτερα.
Καθώς χτενίζεις τα μαλλιά μου κι εγώ σου δένω τα
παπούτσια
Καθώς
—Ρίχνω στο κρύσταλλο την τελευταία βότκα,
Γιατί έπαψες να πίνεις βότκα
Την προηγούμενη μέρα
Λες και το ’ξερες.
Φέρε μου απ’ το συρτάρι ένα κόσμημα
Έναν ρόδακα, οτιδήποτε
Θέλω να κοιμηθώ μαζί του
Να έχω την άλλη μέρα τον διάδοχό ”Σου.
Αλλά η προδοσία…
Η προδοσία;
Απάντησέ μου
Να μου φυτρώσουν γένια στο
Όμορφό μου μάγουλο
Για να έχω το δικαίωμα να σε χαστουκίσω.
–Ποτέ μου δεν σε αγάπησα –το γνώριζες καλά–
Όμως συνέχιζες να γράφεις
´Χίλια φιλιά, χίλιες ερωτικές σκέψειςª
”Στην αρχή, σαν αγρότης.
Κι αργότερα,
‘Σαν Ύπατος
‘Σαν Αυτοκράτορας.
´Χίλια φιλιά, μα εσύ μην στείλεις ούτε ένα γιατί θα με κάψειςª
Του Βέρθερού σου το αφιόνι, μα τι παρίστανες;
Γερνούσα, και
Μου ’κανες πολύ καιρό
Τη χάρη να μην το βλέπεις.
Έναν παγωμένο άνθρωπο ήθελα
Για να ηττηθώ.
Όχι τη σιγουριά για τη λαχτάρα
Όχι τη βεβαιότητα της επικίνδυνης ωχρότητάς σου
Βαρέθηκα από την αρχή τις νίκες σου
Ή μάλλον, στην αρχή δεν πίστευα ότι θα νικούσες.
Ότι η υγεία σου…
Μα πέθανα πριν από σένα.
Άνθιζε ο κήπος μου,
Μεγάλωνε
Φύτρωναν χέρια και πόδια και μαλλιά
Γύρω από το καταραμένο σπίτι,
Ο Ιππόλυτος
Μ’ είχε στην αγκαλιά του
Μέρα-νύχτα, την ώρα που η ματιά σου
‘Συναντούσε τη ματιά της ‘Σφίγγας.
Νόμιζα πως διασκέδαζα, πράγματι.
Οι εραστές παρέλαυναν με την κόμη ´λαιμητόμοςª
Ο ‘αρλ, ο Μπαράς, ο Ος, ο …, ο …,
Έπιναν το γυαλιστικό των διαμαντιών μου
‘Σε αντάλλαγμα
Να μην ταράζομαι άλλο απ’ το ´καθαρτικό της αρετήςª.

Αν ήμουν άντρας σου,
Θα ’σουν ένα χλομό και λεπτεπίλεπτο κορίτσι μες στα χέρια μου.
Θα σ’ έσφιγγα τις νύχτες που θα έτρεμες τις φωνές από τα
Νυχτοπούλια.
Αρνήθηκες μεν τη Madame de StaÎl,
Μα η κόμισσα Βαλέφσκι;
Να πάψω τα κλάματα;
Η Μαρία-Λουίζα;
Αγαπημένε…
Τα τελευταία σκαλιά
Μου ήταν αδύνατο να τα κατέβω.
Τα τραπουλόχαρτα
Με ζάλισαν.
Μωρά και θρόνοι,
Της Μαρτινίκας νωρίς-νωρίς τα γυναικεία παιχνίδια
–Πάνω από το εργοστάσιο της ζάχαρης,
Το αρσενικό μου όνομα.
Όχι! Θα γίνω γυναίκα!
Και λύγισαν τα γόνατά μου.
Μα αν ήμουν…
Θα σε τουφέκιζα χωρίς δεύτερη σκέψη,
Όπως –χωρίς δεύτερη σκέψη έκανες κι εσύ με τον άμοιρο ντ’ Ανγκιέν–
Τινάζοντας προσεχτικά το
Μπαρούτι από τα μαλλιά σου,
Το παλιό και το τωρινό και
Θα σε σκέπαζα με φτερά γαρνιρισμένα από ασήμι
Ώσπου,
Μια Άνοιξη στη Malmaison,
Θα σε ανάσταινα.
Ο Αυτοκράτορας θα είχε πεθάνει_
Θα ήσουν απλά ο Ναπολέοντας
Ο δικός μου.
Με καταδίκασες
Να ζήσω τη δημοκρατία σου
Όμως οι τρεις εκείνοι μήνες στο κελί μου
Ήταν λιγότερο σκληροί απ’ την ελευθερία αυτού του κόσμου.
Κουράστηκα.
Ήσουν αστείος κι έπληττα.
Ήσουν αστείος και γελούσα.
–Που είσαι;
Άνθισαν πάλι οι βιολέτες
Μα δεν ήρθες.
–Πού είναι η ωραία νύχτα, όταν
Θα έσπαγες τις πόρτες
Και μπροστά μου θα φανερωνόσουν;
Αμίλητος, μες στον μανδύα
Τύψεις και νεύρα τσακισμένα
Να επιπλέουν σαν φύκια στης μπανιέρας τους ατμούς,
Να θες την έρημο κι εκείνοι
Να σου δίνουν όλο θάλασσα.
Ήθελα να ’ρθω, αλήθεια,
Μα δεν είχα άλλο χρόνο.

Εδώ,
–Πολλοί εξακολουθούν να σε θαυμάζουν.
Γιατί δεν πρόλαβαν να δούνε
Ότι το άσπρο σου άλογο
–Περπατούσε πιο περήφανα από σένα
Όταν, πίσω σου τα πλεγμένα δάχτυλα αγωνίζονταν
Να κρύψουν τη μανία
Όταν, το βλέμμα σου ήδη ποθούσε τον επόμενο πόθο.
‘Συγχωρούσες
Με συγχωρούσες,
υπάρχει τίποτα αληθινά δικό μου;
Ω, ήταν ο Θεός που σ’ έστειλε!
Αυτός που πάντοτε περιφρονούσες,
Της επανάστασης
Του νέου Μεσσία
Θα παίζω κάθε βράδυ στα μαυρόασπρα πλήκτρα

Την ´‘ελευταία ‘συμφωνίαª.
Με λύπη την ακούμπησε ο Μπετόβεν
‘Στα άπιστα πλέον χείλη του λαού:
Ντο ρε μι, η Δόξα ‘ου Αιώνια
Φα σολ σι, ως τη Μεγάλη Αμφιβολία
Λα. Το Μίσος
Λα. ‘ο Φαρμάκι –μεταμφιεσμένο τάχα στην κληρονομική ασθένεια–
Λα. Απαγορεύεται η ανάσταση.
–Πόσο σε αναζητώ! ‘τη λήθη.
Η μνήμη αντιστέκεται,
Μου ψιθυρίζει πως
Μόνο η στάχτη απ’ τους καμένους χάρτες σου
Θα έφτανε.
Για να ντυνόσουν πάλι Εσύ
Και να μας έσερνες στον τάφο.
–Ποτέ δεν είδα τόσους ανθρώπους
Να
Αγωνίζονται για μια θέση στον δικό σου πόλεμο
Για έναν θάνατο εις το όνομά ‘Σου.
Μοναδικέ μου, λατρεμένε μου
NapolÈon
Να μου έλεγες ξανά
´Απαιτώ να μην είσαι δυστυχισμένη,
Το απαιτώª
–Ποτέ δεν σταματούσες
´Το κράτος είμαι εγώª
Και συνέχιζες…
Γύρω-γύρω η θάλασσα και
‘Σε μια χούφτα χώμα πάνω
Το ευαίσθητο στομάχι σου μουρμούριζε το
Τέλος.
Τόσο σε αναζητώ που,
Είναι το πένθος μέσα μου εκείνη.
‘Σέρνει ανοιχτή στο πλάι την ομπρέλα της
Και βλασφημά τα τρία παιδιά της.
Τον γιο της δούλας
Τον γιο της κόμισσας
Τον γιο της αυτοκράτειρας.
Μόλις χωρίζεται η λάβα απ’ το ηφαίστειο,
‘Σπάει το τζάμι της μινιατούρας
Κι έντρομος φωνάζει:
´Αρρώστησε ή με απατάª
το τίμημα της αριστοκρατίας ακριβέ μου,
Ο Μπουοναπάρτε είχε μόνο έναν εχθρό
Ο Βοναπάρτης χίλιους.

Κοιτάζω (απ’ το παραθυράκι του βαγονιού μου
Έναν μικρό άνεμο να φυσά
Επέζησε από κάποια θύελλα
Και συνεχίζει
Τον άλλο αιώνα
Θα ’ναι πάλι εδώ)
Βουτάω την πένα στο μελάνι. Κυριακή, 18 Mπρυμέρ.
‘Σου γράφω το τελευταίο γράμμα
Και σκέφτομαι,
Μπορούσαμε
Όλα αυτά να τα αποφύγουμε.
Αν
Έπαυες το πείσμα
Λίγο πριν κλείσεις
Rendez-vous στη Βιέννη
Γελώντας με το στόμα που ανοιγόκλεινε
Του Μέτερνιχ – κι έλεγε αλήθεια.
Και πριν ακόμη νομίσεις
–Πως ένα αυστριακό νυφικό θα ’ταν η λύση.
–Προσπάθησα.
Έδωσα το χρυσάφι να το λιώσουν.
Το ανυπόταχτο μέταλλο
Εξακολουθεί να σφίγγει το δάχτυλό μου
Και το ´’τη μοίραª που είχες γράψει,
–Ποτέ δεν σβήστηκε από μέσα.
Δεν είμαι πια γυναίκα σου; Δεν είμαι πια καμία γυναίκα.
Τα μαγικά σου λόγια πουθενά πια δεν τα βρίσκω,
–Πουθενά.

Τώρα με ησυχάζει η γνώση.
Το μέλλον που με τυραννούσε
Είναι το χιλιοειπωμένο παρελθόν μου.
Και το γιορτινό φόρεμα της στέψης μου
Χθες το ’δωσα, μετά από σκέψη,
‘Στη μοδίστρα.
‘Σε λίγες μέρες θα το βάλω πάλι.
Ένα επίσημο ένδυμα
Για την πρώτη μου όστια,
Εγώ, ο νεοβάπτιστος
Ιωσήφ.


Φωτυογραφία | michael-wolf

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος