Την δόξα της εφημερίδας Αυγή, που στις 21 Απριλίου 1967 θα φιλοξενούσε άρθρο με τίτλο «γιατί δεν πρόκειται να γίνει πραξικόπημα», ζήλωσαν οι Financial Times στις 30 Σεπτεμβρίου 2022. Ανάλυση του Άγγλου δημοσιογράφου και ιστορικού Τίμοθι Γκάρτον Ας με τίτλο «Για την φασιστική αναγέννηση να κοιτάτε στην Μόσχα κι όχι στην Ρώμη» έκανε κάτι πολύ χειρότερο από να ερεθίζει τα παραδοσιακά αντιρωσικά αντανακλαστικά του συντηρητικού κοινού του, χαρακτηρίζοντας την Μόσχα ως ενσάρκωση του σύγχρονου φασισμού. Μόλις πέντε ημέρες μετά την εκλογική νίκη στην Ιταλία της Τζόρτζια Μελόνι, που έχει δημόσια δηλώσει θαυμάστρια του Μουσολίνι, ο αρθρογράφος της αγγλικής εφημερίδας υποβάθμιζε την ίδια την φασιστική απειλή, επικαλούμενος τα θεσμικά αντίβαρα της σύγχρονης Ιταλίας.
Τι κι αν η νέα ακροδεξιά πρωθυπουργός δεν χάνει ευκαιρία που να μην σηκώσει το αριστερό χέρι παραπέμποντας στον φασιστικό χαιρετισμό έτσι ώστε να το συνηθίσουμε κι αυτό, η απειλή για τον Τίμοθι Γκάρτον Ας δεν βρίσκεται στην Ιταλία…
Ωστόσο, τα θεσμικά αντίβαρα δεν κάνουν τίποτε άλλο από την δημιουργία αναχωμάτων τελευταία στιγμή μήπως και εκτονωθεί ένα κύμα που ποτέ, μιλώντας για τον φασισμό, δεν ήταν αμιγώς πολιτικό. Ήταν οικονομικό· εκφράζοντας πανίσχυρα ταξικά συμφέροντα, ιδεολογικό· αντιπροσωπεύοντας απόψεις για την δημοκρατία, τις φυλετικές σχέσεις κ.α. και σχεδόν πάντα ένοπλο, στρατιωτικό· με κοιτίδα τις ένοπλες δυνάμεις ή και επίλεκτα σώματα. Όταν διαμορφωθούν οι παραπάνω όροι ακόμη και τα θεσμικά αντίβαρα θα έχουν την τύχη των χωμάτινων λοφίσκων που παρασέρνουν οι ορμητικοί χείμαρροι. Ποτέ μάλιστα ως σήμερα (κι ευτυχώς) αυτά τα αντίβαρα που ενσωματώθηκαν στα συντάγματα της Γερμανίας και της Ιταλίας την μεταπολεμική περίοδο δεν έχει χρειαστεί να αποδείξουν την ανθεκτικότητά τους…
Πλημμυρίδα πραξικοπημάτων
Αν κάτι ωστόσο προκαλεί ανησυχία είναι ότι οι όροι που οδηγούν στον φασισμό συσσωρεύονται απειλητικά. Μάρτυρας, αν και κορυφή του παγόβουνου, είναι οι αλλεπάλληλες προσπάθειες αποτυχημένων ή ακόμη και επιτυχημένων πραξικοπημάτων. Από κοινού και η άνοδος και η νομιμοποίηση των φασιστικών κομμάτων. Από το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα στην Βραζιλία με το οποίο ανατράπηκε η Ντίλμα Ρουσέφ το 2016 κι άνοιξε ο δρόμος για τον Μπολσονάρου, μέχρι την πραξικοπηματική ανατροπή του Έβο Μοράλες στην Βραζιλία το 2020 και του Πέδρο Καστίγιο στο Περού πριν 2 εβδομάδες. Όλα αυτά τα πραξικοπήματα είχαν την σφραγίδα των Αμερικανών. Άνθρωπος των Αμερικανών στην Ευρώπη είναι και η Μελόνι που κέρδισε τις εκλογές στην Ιταλία, ζητώντας την εντατικοποίηση της βοήθειας προς στην Ουκρανία.
Κορυφαία όλων ωστόσο, για την πρωτοτυπία τους, ήταν τα γεγονότα στο αμερικανικό Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021, για τα οποία μάλιστα πρέπει να πιστέψουμε ότι συνέβησαν εν αγνοία των δυνάμεων καταστολής της χώρας – κοιτίδα του κατασκοπευτικού καπιταλισμού. Κι εκείνα δε τα γεγονότα λοιδορήθηκαν ως οπερέτα όπως ελαφρά τη συνείδηση χαρακτηρίστηκε και το πραξικόπημα στην Γερμανία που ακύρωσε η εισβολή 3.000 αστυνομικών σε περισσότερα από 130 σημεία της χώρας και σε 11 από τα 16 γερμανικά κρατίδια, οδηγώντας στη σύλληψη 25 ανθρώπων!
Πολύ μεγάλο δίκτυο δεν είναι για να αντιμετωπιστεί με σαρκασμό;
Η μεγαλύτερη ανατριχίλα ωστόσο δεν προκαλείται εντάσσοντας το αποτυχημένο πραξικόπημα της Γερμανίας στο διεθνές του πλαίσιο, όσο στο αυστηρά γερμανικό! Σειρά γεγονότων επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι λαοί της Ευρώπης βρίσκονται ξανά αντιμέτωποι με έναν απειλητικό γερμανικό ρεβανσισμό. Αν οι «Πολίτες της Αυτοκρατορίας» που εξάρθρωσε η γερμανική αστυνομία αποτελούν γνήσιο τέκνο τους ή καρικατούρα δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία…
Για να φανεί η σοβαρότητα της απειλής που αντιπροσωπεύει η ακροδεξιά τρομοκρατία χρειάζεται να επισημάνουμε την δήλωση του γερμανού υπουργού Εσωτερικών Χορστ Σιχόφερ τον Οκτώβριο του 2020 ότι «ο ακροδεξιός εξτρεμισμός είναι η μεγαλύτερη απειλή που η χώρα μας σήμερα αντιμετωπίζει». Η δήλωση του έγινε οκτώ μήνες μετά την επίθεση ενός ακροδεξιού ένοπλου στη Χανάου που οδήγησε στον θάνατο 11 ανθρώπων. Η ανάδειξη ως πρωτεύουσας απειλής των Ισλαμιστών προηγουμένως και της Ρωσίας μετέπειτα, δεν έκανε τίποτε άλλο από το να δημιουργεί τις αναγκαίες συνθήκες για την επώαση της ακροδεξιάς τρομοκρατίας στην Γερμανία. Το ίδιο θα συνεχίσει να συμβαίνει ακόμη και τώρα, χωρίς δηλαδή η αποκάλυψη του δικτύου να λειτουργήσει σαν συναγερμός, όπως έπρεπε, δοθείσης της σύνθεσης και της προέλευσης των συλληφθέντων, μιας κι ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός των επίδοξων πραξικοπηματιών προερχόταν από την αστυνομία, το στρατό και τις ειδικές δυνάμεις KSK πουν ιδρύθηκαν το 1996.