Η νέα κυβέρνηση Σάντσεθ απέναντι στον «Θερμιδώρ» της Δεξιάς

Η νέα κυβέρνηση Σάντσεθ απέναντι στον «Θερμιδώρ» της Δεξιάς

  • |
Η Ισπανία οδεύει σε μια Αντι-Μεταρρύθμιση, η οποία προσελκύει «πατριώτες», ναζιστικά στοιχεία, οπαδούς της «επίπεδης Γης» αλλά και κάθε άλλη οπισθοδρομική και σκοταδιστική δοξασία.

Η Ισπανία  θα έχει πλέον κυβέρνηση έπειτα από την ψήφο εμπιστοσύνης που εξασφάλισε ο Σοσιαλιστής ηγέτης Πέδρο Σάντσεθ, αλλά με ένα βαρύ τίμημα. Η χώρα, εξαιτίας της συμφωνίας με τους Καταλανούς εθνικιστές (ERC, JxCat) με επίκεντρο την αμνηστία για τους διωκόμενους αυτονομιστές, βρίσκεται αυτές τις μέρες σε καθεστώς ενός ιδιότυπου διχασμού, πολιτικού και κοινωνικού.

Γιώργης-Βύρων Δάβος

Θα έλεγε κανείς πως η κατάσταση θυμίζει από την ανάποδη τις ημέρες του 2017. Και τούτο γιατί εάν τότε ήταν ο (καταλανικός) εθνικισμός που εξεγείρετο ενάντια στην κεντρική εξουσία, σήμερα είναι (πάλι ένεκα της Καταλονίας) ο δεξιός καστιλιάνικος εθνικισμός που καταλαμβάνει τους δρόμους και συγκρούεται με τα όργανα της τάξης, αμφισβητώντας τη νομιμότητα των επιλογών της (σοσιαλιστικής τώρα) κυβέρνησης. Μάλιστα, για να ομαλά η συνεδρίαση για την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Σάντσεθ, είχαν ληφθεί αυστηρότατα μέτρα ασφαλείας έξω από το Κοινοβούλιο, σάμπως να επρόκειτο για ποδοσφαιρικό αγώνα υψίστου κινδύνου.

Η συμφωνία που συνήψε ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός και επικεφαλής του PSOE Πέδρο Σάντσεθ με τους δεξιούς Καταλανούς εθνικιστές του Junts per Catalunya (και στη συνέχεια με τους εθνικιστές Βάσκους του PNV και των Καναρίων Νήσων),  η οποία ουσιαστικά του εξασφαλίζει τον σχηματισμό κυβέρνησης πολλαπλού συνασπισμού, του εγγυάται επίσης μία κατάσταση αναταραχής και διαρκούς έντασης από μία ριζοσπαστικοποιημένη μερίδα της καστιλιάνικης κοινωνίας. Αυτή στην οποία αναφέρθηκε στην ομιλία του ο Σάντσεθ, βάζοντας το δίλημμα «ή πρόοδος ή η “μαύρη» πλημμυρίδα της ακροδεξιάς, που όλο και περισσότερο πλησιάζει τον τραμπισμό, τον εξωφρενισμό του Χαβιέρ Μιλέι στην Αργεντινή (που το Vox και PP στηρίζουν) και που ήδη δίνει επονείδιστα πειστήρια στις Περιφέρειες και τους δήμους που διοικούν τα δύο δεξιά κόμματα.

Μία κατάσταση που ήδη εκμεταλλεύονται το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ), που πρώτευσε εξάλλου στις εκλογές του Ιουλίου και φυσικά το ακροδεξιό Vox. Η προσφυγή του Vox στο Ανώτατο Δικαστήριο ενάντια στη διαδικασία για ψήφο εμπιστοσύνης του Σάντσεθ απορρίφθηκε. Η τρικυμιώδης κατάσταση αυτή όμως, συντηρείται διαρκώς από δηλώσεις, όπως αυτή του ΓΓ του ΡΡ Μιγέλ Τεγιάδο πως ο «Σάντσεθ θα πρέπει να φύγει (κρυμμένος) στο πορτ-μπαγκάζ» -όπως είχε κάνει μετά τη δίωξή του ο Πουτζδεμόν.

Ο ηγέτης των Συντηρητικών Αλβέρτο Νούνιεθ Φεϊχόο, που επιμένει στην αντισυνταγματικότητα του νόμου και κινδυνολογεί για το ενδεχόμενο παρέμβασης της Ε.Ε., (παρόλο που οι Βρυξέλλες απαντούν πως δεν βλέπουν a priori λόγους, μολονότι εξακολουθεί να εξετάζει το ζήτημα) ποντάρει κυρίως στις αντιδράσεις στους  δρόμους, που μπορούν να κλυδωνίσουν πολλές διαστάσεις της θεσμικής λειτουργίας του κράτους, αλλά και της ίδιας της κυβέρνησης. Η αντίδραση της Δεξιάς και των Εθνικιστών που έδειξαν τη δύναμή τους το περασμένο Σαββατοκύριακο στις διαδηλώσεις, όπου συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου στις 52 περιφερειακές πρωτεύουσες της Ισπανίας, αποτελεί ένδειξη του τι πρόκειται να συμβεί στις επαρχίες που διοικούνται από κυβερνήσεις του ΡΡ και του Vox. Σε κάποιες μάλιστα από αυτές (Βαλεαρίδες, Βαλένθια) ο καστιλιάνικος εθνικισμός ήδη καταπνίγει την καταλανόφωνη εθνοτική βάση των επαρχιών.

Μετά τις εκλογές, η αδυναμία  των ΡΡ και Vox  να συνθέσουν κυβέρνηση και η αντίστοιχη προοπτική μίας νέας «κυβέρνησης Φρανκεστάιν» -με σύνθεση ανόμοιων  πολιτικών  και μειονοτικών κομμάτων- έχει δημιουργήσει τις συνθήκες για την ανάπτυξη μίας Αντι-Μεταρρύθμισης. Ενός δεξιού Θερμιδώρ, που με πρόσχημα την αμνηστία, συμπυκνώνει τις γραμμές της παράταξης, στοιχίζοντας όχι μόνον τους «πατριώτες», αλλά και ναζιστικά στοιχεία, οπαδούς της «επίπεδης Γης» και κάθε άλλης οπισθοδρομικής και σκοταδιστικής δοξασίας, συνθέτοντας ένα σχεδόν «επαναστατικό» μείγμα. Η Δεξιά, αντιγράφοντας τις αντίστοιχες τακτικές του Κινήματος των Αγανακτισμένων και του Καταλανικού Δημοψηφίσματος, συμπεριφέρεται ως  μία Pouvoir constituante. Δηλ. ως προϊόν μίας εσωτερικής και εμμενούς κοινωνικής δυναμικής, που με διαδικασίες έκφρασης του πλήθους εντός της  res pubblica εκφράζει το πλέγμα των επιθυμιών και αναγκών του, μέσα από την ανάδειξη και αλληλεπίδραση θεσμών εκτός του πλέγματος της εξουσίας -εδώ της κυβερνητικής. Μίας σχέσης που μπορεί να εκφράζεται ακόμη και με συγκρουσιακό τρόπο, αλλά που εν τέλει  συνδιαμορφώνει τους όποιου τύπου θεσμούς που διέπουν την κοινωνία. Ο διχασμός που δημιουργήθηκε, έχει οδηγήσει σε μία παράλληλη αντι-αυτονομιστική pouvoir constituante, που αμφισβητεί τα κοινωνικά, πολιτικά, εκπαιδευτικά και πολιτισμικά πρωτεία του Καταλανισμού, του Βασκισμού -αλλά και κατ’ επέκταση της Αριστεράς, όπως την εννοούν αυτοί, που αποτελεί διαλυτικό και διχαστικό παράγοντα για την ενότητα του έθνους. Είναι η ριζοσπαστική και οπισθοδρομική αγανάκτηση μίας δεξιάς, που τις ψευδεπίγραφες και πατριδοκάπηλες αξίες της κατήγγειλε στην ομιλία του για την ψήφο εμπιστοσύνης ο Σάντσεθ, αλλά και χιλιάδες κόσμου στη Μαδρίτη, που διαδήλωσαν κατά της επίθεσης στα δικαιώματα της LGTB+ κοινότητας που κλιμακώνει η κυβερνήτης της Περιφέρειας, Ισάβελ Αγιούσο.

Ο Σάντσεθ είναι αναγκασμένος να λάβει σοβαρά υπόψη του αυτή την κλιμάκωση στη ριζοσπαστικοποίηση της δεξιάς παράταξης, που άλλωστε αποτελεί ένα πολύ σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος κι είναι ουσιαστικά ο νικητής, έστω και Πύρρεια, των εκλογών. Εάν η τωρινή σύνθεση της συμμαχικής κυβέρνησης διαθέτει 179 ψήφους, οι 171 ψήφοι της δεξιάς παράταξης δεν είναι επ’ ουδενί αμελητέα.  Ιδίως μετά τα καταστροφικά αποτελέσματα στις περιφερειακές εκλογές, όπου πλέον έχουν δημιουργήσει μία «παράλληλη εξουσία». Τις τοπικές κυβερνήσεις του ΡΡ με το Vox, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να δρουν έξω από ένα αναγκαστικό πλαίσιο ως προς τις αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης.

Καθώς η Ισπανία, καίτοι ομοσπονδιακό κράτος, δεν διαθέτει το γερμανικό καθεστώς βάσει του οποίου τα κρατίδια δεσμεύονται απόλυτα να δείχνουν πίστη στο ομοσπονδιακό Σύνταγμα (Bundestreu) και τις υποχρεώσεις τους (Bundeszwang), η κεντρική κυβέρνηση δεν μπορεί να παρέμβει στις αποφάσεις των τοπικών κυβερνήσεων παρά μόνον ενεργοποιώντας το Συνταγματικό Δικαστήριο ή σε περίπτωση υποτροπής, ως τελευταίο καταφύγιο) το ελευθεροκτόνο Άρθρο 155 του Συντάγματος που αίρει την αυτονομία των τοπικών κυβερνήσεων (όπερ έπραξε το ΡΡ στην περίπτωση της  ανυπότακτης Καταλονίας).

Πριν την έναρξη της διαδικασίας για την ψήφο εμπιστοσύνης, οι Σοσιαλιστές δημοσίευσαν το κείμενο του νόμου για την αμνηστία (που ουσιαστικά απαλλάσσει από τις κατηγορίες τρεις πρώην Καταλανούς προέδρους, Αρτούρ Μας, Κιμ Τόρρα, Κάρλες Πουτζδεμόν) και περίπου 300 αυτονομιστές, όμως το επίδικο της εφαρμογής του έχει αρχίσει να περιπλέκεται. Την πρώτη γεύση από αυτό την πήρε ο Σάντσεθ από την Γερουσία, όπου την απόλυτη πλειοψηφία διαθέτουν οι αντίπαλοί του. Το Σώμα αποφάσισε μία μεταρρύθμιση της διαδικασίας, που θα μπορεί να καθυστερεί τη συζήτηση ενός νομοσχεδίου έως και δύο μήνες (από 20 ημέρες) κάθε φορά. Γεγονός που μπορεί να στείλει ad calendas graecas και το σχέδιο της αμνηστίας, αλλά και κάθε άλλη μεταρρύθμιση που θα θελήσει  να περάσει ο Σάντσεθ και να υπονομεύσει την εφαρμογή της πολιτικής του.

Επιπλέον, η μέλλουσα κυβέρνηση, η οποία θα επιτευχθεί βάσει της συμφωνίας για την αμνηστία με τους Καταλανούς, θα έχει να αντιμετωπίσει την εχθρότητα του Ανώτατου Οργάνου της Δικαστικής Διοίκησης (CGPJ), που ήδη έχει ψηφίσει ανακοίνωση κατά της αμνηστίας. Μολονότι η θητεία του οργάνου αυτού έχει λήξει, η παρελκυστική πολιτική του ΡΡ έχει αναβάλει έως σήμερα την ανανέωσή του, με αποτέλεσμα η απόλυτη πλειοψηφία (εννέα προς πέντε) να εξακολουθεί να βρίσκεται στα χέρια των πιο συντηρητικών και οπισθοδρομικών δικαστικών. Συνεπώς, το μέλλον της συμφωνίας για αμνηστία με τους Καταλανούς εξαρτάται και από τη συνεργασία με τη δικαστική εξουσία, η οποία εάν δεν υπάρξει συναίνεση για ανανέωση των οργάνων της θα αποτελέσει κατά πάσα πιθανότητα μία τροχοπέδη στην εφαρμογή κρίσιμων νομοθετημάτων. Κι ίσως τινάξει στον αέρα με τη δυνατότητά της για μονομερείς πρωτοβουλίες (όπως το 2017 στην περίπτωση του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Καταλονίας) την εύθραυστη ισορροπία που έχει δημιουργήσει η προσέγγιση με τους εθνικιστές.

Η εξαναγκασμένη συμφωνία με τους Καταλανούς δεν αποτελεί και απαράβατο θέσφατο. Και κυρίως μοιάζει περισσότερο καρπός της ανάγκης και μάλιστα μοιάζει αβέβαιη, καθώς ουδείς γνωρίζει ποιές είναι οι συνθήκες και τα όρια για την τήρησή της. Μπορεί η κυβέρνηση να δεσμεύεται πως θα ξεκινήσει ο διάλογος για την επίτευξη μίας συμφωνίας για την αμνηστία των διωκόμενων Καταλανών ηγετών, το πέρασμα της διεύθυνσης των τοπικών προαστικών συρμών (Rodalies) στην καταλανική διοίκηση και την διαγραφή μέρους των χρεών της Καταλονίας στη Μαδρίτη, όμως κανείς δεν είναι βέβαιος πότε κι εάν θα πραγματωθεί το γράμμα του συμφώνου. Ή εάν οι Καταλανοί θα μείνουν σε αυτές τις απαιτήσεις και δε θα διεκδικήσουν περισσότερα. Ή εάν και οι υπόλοιποι αυτονομιστές, Βάσκοι, Γαλιέγοι κλπ δεν θα διεκδικήσουν με τη σειρά τους ανταλλάγματα.

Ο Σάντσεθ και η κυβέρνησή του κινδυνεύουν να είναι όμηροι, τόσο της Δεξιάς pouvoir constituante όσο και του αυτονομιστικού μαξιμαλισμού. Άλλωστε, οι JxCat ήδη δια του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου τους δήλωσαν πως θα εργασθούν για να εκπληρωθεί 100% η συμφωνία και μάλιστα, λες και οι 392.000 ψήφοι του να ισοδυναμούν με τα 7,7 εκατ. του PSOE, από ισότιμη θέση. Θα πρέπει ο Σάντσεθ διαρκώς να προσέχει η κάθε απόφαση της κυβέρνησής του να μην πλήττει τα όρια  ευθιξίας τόσο της δεξιάς, όσο και των κυβερνητικών εταίρων του. Μία ακροσφαλής θέση, που θα αναγκάζει τον Πρωθυπουργό να ατενίζει την κυβερνητική του θητεία όχι με τη βεβαιότητα της 4ετούς θητείας, αλλά -μη έχοντας την πολυτέλεια να χάσει κάποιον από τους εταίρους του στην πορεία- να ζει με την προοπτική να μακροημερεύσει το ανομοιογενές του σχήμα όσο το δυνατόν μακρύτερα.

kosmodromio.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος