Μία, όχι και τόσο γνωστή πτυχή της τοπικής μας ιστορίας,είναι το έργο της λαϊκής αυτοδιοίκησης στο Αγρίνιο, από την απελευθέρωση της πόλης έως την κατάλυσή της από τους Βρετανούς.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, ως θεσμός της Λαϊκής Εξουσίας, ενσάρκωνε την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας και πραγματοποιούσε το όραμα του ΕΑΜ για ανοικοδόμηση ενός κράτους με δημοκρατικό πολίτευμα. Στο βραχύβιοδιάστημα λειτουργίας της (14/09/1944 – 31/03/1945), παρά τις αδυναμίες και τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει εξαιτίας των συσσωρευμένων προβλημάτων που προκάλεσε ο πόλεμος και η συνακόλουθη πολιτική αστάθεια, η Λαϊκή Τοπική Αυτοδιοίκηση κατόρθωσε να αποκαταστήσει την τάξη και να εξασφαλίσει μια ευρυθμία στην καθημερινή ζωή της πόλης, με τον λαό να οργανώνεται και να συμμετέχει ενεργά στην διοίκηση του δήμου, προσφέροντας ευσυνείδητα και ανιδιοτελώς τις υπηρεσίες του για το συλλογικό συμφέρον.
- γράφει ο Κώστας Σαλατούρας
Δυστυχώς, όμως, με την ήττα του ΕΑΜικού κινήματος τον Δεκέμβρη και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ στην Βάρκιζα, η λειτουργία της παύτηκε βίαια από την παρεμβατική βρετανική πολιτική, καθώς στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της, επανέφερε την προπολεμική πολιτική εξουσία, η οποία για να εδραιωθεί, έπρεπε να διαλύσει τους λαοκρατικούς θεσμούς που δημιουργήθηκαν επί κατοχής.
Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη την σπουδαιότητα του λαοπρόβλητου αυτού θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και, θέλοντας να αποδοθεί ένας φόρος τιμής στους συμπατριώτες μας που εργάστηκαν εκείνη την περίοδο με αυταπάρνηση για ένα καλύτερο αύριο για τον τόπο μας-με τις προσδοκίες τους, τελικά, να μένουν ανεκπλήρωτες, αξίζει να γίνει μια αναφορά στο έργο και στον επαίσχυντο τρόπο με τον οποίο τερματίστηκε η λειτουργία της.
Η Λαϊκή Τοπική Αυτοδιοίκηση Αγρινίου
Οι θεσμοί της Λαϊκής Εξουσίας, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και η Λαϊκή Δικαιοσύνη, εφαρμόστηκαν για την διοίκηση των ανταρτοκρατούμενων απ’ το ΕΑΜ περιοχών στην διάρκεια της κατοχής, σύμφωνα με τις ανάγκες του αγώνα και την επιθυμία του ελληνικού λαού για αληθινή δημοκρατία.[1]Η αρχή έγινε το 1942 στην Ευρυτανία (Κώδικας Ποσειδώνας) για να καταχωρηθεί αργότερα στα επίσημα κείμενα του ΕΛΑΣ και της ΠΕΕΑ. Στις συνεδριάσεις του Εθνικού Συμβουλίου στους Κορυσχάδες το 1944, με την Πράξη 55, θεσπίστηκε ο «Κώδικας Τοπικής Αυτοδιοίκησης», σύμφωνα με τον οποίο οριζόταν ότι: «η τοπική αυτοδιοίκηση, θεμελιώδης θεσμός του δημόσιου βίου των Ελλήνων, είναι η οργανωμένη λαϊκή εξουσία που ασκείται με αιρετούς αντιπροσώπους και απευθείας με τις συνελεύσεις του λαού για την διοίκηση του χωριού, της πόλης και της επαρχίας».[2]Επρόκειτο, πράγματι, για μια κατάκτηση, αφού από συστάσεως του ελληνικού κράτους, η τοπική διοίκηση –παρά τις όποιες μεταρρυθμίσεις- ήταν συγκεντρωτική και αντιλαϊκή, ενώ επί μεταξικής δικτατορίας είχε καταλυθεί εντελώς, στερώντας από τον λαό την δυνατότητα να ασκεί την διοίκηση του τόπου του.[3]
Μετά την απελευθέρωση, η Λαϊκή Εξουσία επεκτάθηκε και στις πόλεις, καλύπτοντας το κενό που δημιούργησε η αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων. Έχοντας κατά νου τις συνέπειες του πολέμου, το θολό πολιτικό τοπίο και τον υπονομευτικό ρόλο των Βρετανών, οι ΕΑΜικοί υπεύθυνοι επιδίωξαν η Λαϊκή Εξουσία να εδραιωθεί σε μια νέου τύπου νομιμότητα και δικαιοσύνη και φρόντισαν στην ανάδειξη των οργάνων της να συμμετέχουν πρόσωπα που να είναι της εμπιστοσύνης του λαού, ώστε να μην μετατραπεί σε έναν ανεξέλεγκτο μηχανισμό αυθαιρεσιών και αυταρχισμού, αλλά να είναι παράγοντας ομαλότητας, σταθερότητας και ασφάλειας για τους πολίτες.[4]
Στο Αγρίνιο, με την παράδοση του Τάγματος Ασφαλείας στις 14 Σεπτεμβρίου 1944, δεν παρουσιάστηκε κανένα κενό διοίκησης, καθώς οι υπεύθυνοι των απελευθερωτικών επιτροπώνεγκαταστάθηκαν αμέσως στην πόλη. Την ασφάλεια την ανέλαβε η Εθνική Πολιτοφυλακή με διοικητή τον Δημήτριο Βύσιο-Μανιάκη και οργανώθηκε ανακριτικό τμήμα για να εξετάσει τις περιπτώσεις των Ταγματασφαλιτών που είχαν διαπράξει εγκληματικές πράξεις στην διάρκεια της κατοχής.[5] Η Περιφερειακής Επιτροπής του ΕΑΜ κατόρθωσε κι έπεισε τονπολύπαθολαότου Αγρινίου να μην προβείσε πράξεις αυτοδικίας και αντεκδίκησης κατά των ανδρών του Τάγματος Ασφαλείας, καθώς την τιμωρία τους θα την αναλάμβανε η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με την επιστροφή της στην Ελλάδα.[6]Έτσι, με τις παραινέσεις τους για αυτοσυγκράτηση, ομοψυχία και ενότητα, οι αναταραχές αποτράπηκαν και οι εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις της πόλης τήρησαν τις δεσμεύσεις τους απέναντι στην Κυβέρνηση.
Στην μεγάλη λαϊκή συνέλευση που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της ίδιας μέρας, σε κλίμα ενθουσιασμού, εγκρίθηκε η προσωρινή Λαϊκή Επιτροπή Αυτοδιοίκησης-όπως αυτή είχε οριστεί σταΠρωτόκολλα παράδοσης-για να ασκήσει την εξουσία της Δημοτικής Αρχής, έως ότου προκηρυχθούν εκλογές.Μέλη ήταν οι Κώστας Καζαντζής, Νίκος Καρμανίδης, Νίκος Πολυμερίδης, Χρήστος Μπανιάς, Ιωάννης Ροντήρης, Χριστόφορος Καπελλάκης και Αθανάσιος Κακογιάννης.[7] Όσον αφορά την συνέλευση των πολιτών, ως κυρίαρχο λαϊκό όργανο της αυτοδιοίκησης, στο εξής μπορούσε να εκλέγει τους αντιπροσώπους, να τους ελέγχει και να λύνει απ’ ευθείας τα τοπικά ζητήματα.[8]
Στο σύντομο διάστημα λειτουργίας της προσωρινής Λαϊκής Επιτροπής, δημιουργήθηκανδιάφορες επιτροπές με καθορισμένες δραστηριότητες η κάθε μια, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες της πόλης. Σ’ αυτές, μπορούσαν να συμμετέχουν όλοι, ανεξαρτήτου φύλου και επικεφαλής τέθηκαν μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου,με τον Δήμαρχο -ορίστηκε ο δικηγόρος και Εθνοσύμβουλος Θανάσης Κακογιάννης-να έχει την εποπτεία τους.[9]
Τέλη του Σεπτέμβρη προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη της Δημοτικής Αρχής. Ψήφισαν όλοι οι κάτοικοι και εκλέχθηκε ένα δεκαπενταμελές συμβούλιο με Δήμαρχο πάλι τον Θανάση Κακογιάννη. Σημειώνεται, ότι ο δήμαρχος δεν ήταν πλέον πιο πάνω από τον δήμο και το δημοτικό συμβούλιο, αλλά ήταν πρώτος σε ίσους που ασκούσε συλλογικά την διοίκηση του δήμου και όχι σαν μονάρχης.[10]
Το νέο Δημοτικό Συμβούλιο όρισε την Δημαρχιακή Επιτροπή, ώστε να κατανείμει τις αρμοδιότητες στις επιτροπές που είχαν οριστεί για τις διάφορες υπηρεσίες. Μέλη της ήταν οι Βασίλης Κουτσοδήμας, ο Χριστόφορος Καπελλάκης, ο Αριστείδης Παρθένης και η Βασιλική Σβώλη, έχοντας ως προεδρεύοντα τον ίδιο τον δήμαρχο.[11]
Η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση είχε περιορισμένες δυνατότητες για την αντιμετώπισηκαι επίλυση των προβλημάτων του δήμου και των κατοίκων. Παρόλα αυτά, εργάστηκαν όλοι με τα μέσα που διέθεταν με ζήλο για να ανασυγκροτήσουν την πόλη και να ανακουφίσουν τον βασανισμένο λαό της.[12]
Αρχικά, η Δημοτική Αρχή προσπάθησε να δημιουργήσει ένα οικονομικό κεφάλαιο για τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις της, καθώς έσοδα δεν υπήρχαν από πουθενά και η οικονομία ήταν εντελώςκατεστραμμένη. Ένα χρηματικό ποσό του Δήμου που υπήρχε σε λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας, κάλυψε το πρώτο διάστημα τους μισθούς των υπαλλήλων και τα οφειλόμενα εργατικά ημερομίσθια για την καθαριότητα της πόλης. Η επιτροπή καθαριότητας, έστω και με περιορισμένο αριθμό εργατών, συνέχισε το έργο της, πραγματοποιώντας, επιπλέον, με την εθελοντική εργασία πολιτών, την εκτέλεση μικρών έργων.[13]
Στην συνέχεια, ζήτησε κι έλαβε ενίσχυση, τόσο σε τρόφιμα, όσο και σε πετρέλαιο για τον ηλεκτροφωτισμό και την λειτουργία του αντλιοστασίου της πόλης, από την Επιμελητεία του Αντάρτη, κατόπιν αίτησης του Δήμου στο κλιμάκιο της Ηπείρου.[14]
Με απόφασή της αυξήθηκαν τα ενοίκια των καταστημάτων της δημοτικής αγοράς και μισθώθηκαν άλλα, ανάλογα με το εμβαδόν και την θέση τους στο κτήριο. Για τις ανάγκες των παιδικών συσσιτίων, επιβλήθηκε στα ελαιοτριβεία της πόλης και της γύρω περιοχής μια φορολογία-παρακράτηση 20% και συντάχθηκε ένας κατάλογος εισφοράς των κατοίκων-ελαιοπαραγωγών. Τα μισθώματα καταβάλλονταν σε είδος, οι, δε, εισφορές βασίστηκαν στην εθελοντική προσφορά και όχι στην φορολόγηση.[15]
Η Δημοτική Αρχή πραγματοποίησε εράνους για τους πολεμοπαθείς, ενίσχυσε, επίσης, με ερανική εισφορά τους δασκάλους και τους εκπαιδευτικούς για να συνεχίσουν να διδάσκουν, μερίμνησε για την εγκατάσταση των μελών του Ακυρωτικού Δικαστηρίου στο Αγρίνιο, περιέθαλψε τα μέλη του Εθνικού Θεάτρου που βρέθηκαν στην πόλη ύστερα από την κάθοδό τους από τα βουνά, επέστρεψε τα επί κατοχής κατασχεμένα ραδιόφωνα στους κατόχους τους –όσα γλίτωσαν από το πλιάτσικο των Ταγματασφαλιτών- κι αποδέχτηκε το αίτημα του προέδρου της Ένωσης Φιλοτελιστών Νίκου Μέντη να επισημανθούν δύο σειρές γραμματοσήμων για τις ανάγκες της Εθνικής Αλληλεγγύης. Τα γραμματόσημα είχαν δεσμευθεί στο Δημόσιο Ταμείο Τριχωνίδας και σφραγίστηκαν με τα ονόματα του ΕΛΑΣ και της πόλης, καθώς και με την ημερομηνία απελευθέρωσής της.[16]
Οι επιτροπές, είτε εκείνες που καταπιάνονταν με τις ανάγκες των πολιτών, όπως στέγασης και κατοικίας, συσσιτίων, κοινωνικής πρόνοιας και υγείας, ψυχαγωγίας, είτε αφορούσαν τα κοινωφελή έργα, φωτισμός και ύδρευση, εκτέλεση μικρών έργων, εκμετάλλευση της δημοτικής αγοράς κ.ά., από την σύστασής τους τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης, δεν σταμάτησαν να προσπαθούν για την ομαλή λειτουργία της πόλης.
Για παράδειγμα, η Επιτροπή Κατοικίας και Στέγασης, με προϊστάμενο τον Λευτέρη Πολύζο, ασχολήθηκε για την επιστροφή των κατοίκων και των οργανώσεων που είχαν καταφύγει στα χωριά εξαιτίας της τρομοκρατίας, καθώς και με την επανεγκατάσταση, τόσο των ιδιοκτητών στα σπίτια τους, όσο και των υπηρεσιών του Δήμου που είχαν διωχθεί από τους κατακτητές και το Τάγμα Ασφαλείας.[17] Για τους πυροπαθείς των ορεινών περιοχών, η Επιτροπή Πυροπαθών συγκρότησε συνεργεία για την παραγωγή ξυλείας και την δημιουργία παραπηγμάτων για την πρόχειρη στέγασή τους και ενήργησε για την μετακίνησή τους σε άλλα χωριά, καθώς και για την φιλοξενία αριθμού παιδιών στην πόλη.[18]
Η Επιτροπή Κοινωνικής Πρόνοιας και Υγείας, σε συνεργασία με τον πρόεδρο της επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού Αγρινίου, συγκέντρωσε όλα τα διαθέσιμα τρόφιμα και το φαρμακευτικό υλικό για να καλύψει τις ανάγκες των άπορων κατοίκων. Τα τρόφιμα, για να είναι επαρκή σε όλους, μοιράζονταν σε μικρές διανομές, τα δε φάρμακα των ασθενών χορηγούνταν δωρεάν από το δημοτικό φαρμακείο που ήταν στο ισόγειο του Δημαρχείου.[19]
Αντίστοιχα, η Επιτροπή Συσσιτίων, μερίμνησε για την σίτιση των άπορων παιδιών 5 – 14 ετών και, μολονότι, οι δυσκολίες ήταν μεγάλες, κατόρθωσε να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στο έργο της καθ’ όλη την διάρκεια της λαϊκής αυτοδιοίκησης της πόλης. Τα συσσίτια παρέχονταν κάθε μεσημέρι σε χώρο των καπναποθηκών του Χαρίλαου Φαρμάκη, επί των οδών Χ. Τρικούπη και Μακρή. Την εποπτεία τους την είχε αναλάβει ο γενικός γραμματέας του Δήμου Προκόπης Μοναστηριώτης, ενώ η Επιμελητεία του Αντάρτη, η Εθνική Αλληλεγγύη, η ΕΠΟΝ και ο Ερυθρός Σταυρός βοηθούσαν στην διοργάνωσή τους. Το πρώτο τρίμηνο, τα τρόφιμα, όπως ζυμαρικά, όσπρια, αλεύρι, κονσέρβες, προέρχονταν από τον Ερυθρό Σταυρό, στην συνέχεια ανέλαβε η ΕΤΑ, η οποία προμήθευε την Επιτροπή με όσπρια, αλεύρι, λάδι και ελιές.[20]
Τέλος, η επιτροπή που ανέλαβε την διαχείριση της ύδρευσης και της παροχής ρεύματος, λαμβάνοντας υπόψη την περιορισμένη προμήθεια πετρελαίου,προχώρησε στον περιορισμό του φωτισμού της πόλης, ώστε να εξασφαλιστεί η λειτουργία του αντλιοστασίου για την παροχή νερού. Επιπλέον, ήρθε σε συνεννόηση με την Ηλεκτρική Εταιρία του Αγρινίου να αναβληθεί η είσπραξη των λογαριασμών της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ η πληρωμή του βιομηχανικού ρεύματος συμφωνήθηκε να γίνει σε είδος.[21]
Από τους σημαντικότερους αρωγούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησηςήταν η Εθνική Αλληλεγγύη. Η Οργάνωση αυτή, συνεχίζοντας την παράδοση που δημιούργησε στα χρόνια της κατοχής, εργάστηκε με συνέπεια για την ανακούφιση του λαού της πόλης και της γύρω περιοχής, γεγονός που φαίνεται από τα έγγραφα της επαρχιακής επιτροπής Αγρινίου – Τριχωνίας.
Ενδεικτικά, έναν μόλις μήνα μετά την απελευθέρωση της πόλης, οργάνωσε επιτροπή για την δημιουργία Λαϊκού Νοσοκομείου, ενίσχυσε με εράνους τις ανταρτοοικογένειες, τους απόρους και το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, καθόρισε τις πηγές βοήθειας, όπως τράπεζες, ιδρύματα, Συμμαχική Αποστολή, προχώρησε στην ανάπτυξη του γυναικείου κινήματος και, μέσω της ενημέρωσης για την αντιστασιακή και αντιτρομοκρατική δράση της οργάνωσης, επεδίωξε να συσπειρώσει την πλειοψηφία του λαού, ενισχύοντας την προσπάθεια της Δημοτικής Αρχής στο δύσκολο έργο της.[22]
Η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση είχε την αποδοχή του συνόλου των κατοίκων της πόλης και όλοι αναγνώριζαν το έργο της, καθώς ως λαϊκός θεσμός λειτουργούσε για την συνοχή των κατοίκων,χωρίς διακρίσεις και με γνώμονα το κοινό συμφέρον. Οι υπεύθυνοι, σε συνεργασία με τους πολίτες, με αίσθημα υπευθυνότητας και εντιμότητας και δίχως προσωπικό όφελος, κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να ασκήσουν το κοινωνικό τους έργο και να ανταποκριθούν στις ανάγκες της πόλης. Πέρα τούτων, οι κάτοικοι είχαν αποκτήσει μια νέα συλλογική συνείδηση, καθώς αντιλαμβάνονταν ότι η πρόοδος και η ευημερία του τόπου τους επιτυγχανόταν από κοινού, ισότιμα και αλληλέγγυα, δίχως συμφέροντα και σκοπιμότητες.
Η ήττα της Αριστεράς, όμως, τερμάτισε την Λαϊκή Εξουσία και επανέφερε το προπολεμικό αντιλαϊκό καθεστώς. Ο αστικός πολιτικός κόσμος και η ιμπεριαλιστική βρετανική πολιτική, στην προσπάθειά τους να εδραιώσουν την εξουσία τους, έθεσαν την Τοπική Αυτοδιοίκηση υπό τον πλήρη έλεγχο της αυταρχικής κεντρικής εξουσίας, επανακαθορίζοντας τον ρόλο και την μορφή τηςκαι, περιφρονώντας το αίτημα του λαού για εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος, τον κατέστησαν για ακόμα μια φορά υποτελή και εξαρτημένο.
Στις 31 Μαρτίου 1945, απόσπασμα στρατιωτών της βρετανικής δύναμης που είχε εγκατασταθεί στο Αγρίνιο, εισέβαλε απροειδοποίητα στο Δημαρχείο και υπό την απειλή των όπλων, απαίτησε την απομάκρυνση από το κτήριο του Δημάρχου Θανάση Κακογιάννη και του Γενικού Γραμματέα Προκόπη Μοναστηριώτη. Δεδομένου ότι η βίαιη αυτή επέμβαση εντασσόταν στην εκστρατεία κατά της Αριστεράς που εξαπέλυσαν η Κυβέρνηση και οι Βρετανοί με στόχο την οργανωτική διάλυσή της και την εξουδετέρωση των κοινωνικών ερεισμάτων που είχαν δημιουργηθεί μέσα από την ΕΑΜική Αντίσταση,[23] οι Βρετανοί δεν είχαν κανέναν λόγο να σεβαστούν την λαϊκή εντολή και με συνοπτικές διαδικασίες κατέλυσαν την Δημοτική Αρχή της πόλης, διορίζοντας ως νέο δήμαρχο τον συντηρητικό δικηγόρο Ηλία Σαγιώργη, ο οποίος ήταν πρόσωπο προτίμησης της Κυβέρνησης.[24]
Με αυτόν τον κυνικό και ωμό τρόπο που χαρακτήριζε την ιμπεριαλιστική και αποικιοκρατική βρετανική πολιτική, λοιπόν, παύτηκε η Λαϊκή Τοπική Αυτοδιοίκηση του Αγρινίου, που τόσα προσέφερε στον δοκιμασμένο λαό της πόλης κάτω από δύσκολες συνθήκες για να επικρατήσει στην συνέχεια ένα όργιο τρομοκρατίας και διωγμών κατά των αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης.
Παρακρατικές ομάδες και οργανώσεις, με την ανοχή της Χωροφυλακής και της Εθνοφυλακής, εκφόβιζαν, συλλάμβαναν, δολοφονούσαν, ατίμαζαν, κατέστρεφαν περιουσίες και έκαιγαν τις εγκαταστάσεις και τα τυπογραφεία των ΕΑΜικών οργανώσεων. Εκατοντάδες αγωνιστές φυλακίστηκαν και αργότερα εξορίστηκαν –όπως για παράδειγμα ο Δήμαρχος Θανάσης Κακογιάννης- και άλλοι παραπέμφθηκαν σε στρατοδικεία και εκτελέστηκαν.[25] Κράτος και παρακράτος, με τις ευλογίες των Βρετανών πατρώνων, εγκληματούσαν εις βάρος του λαού με τέτοιο τρόπο που δεν υστερούσαν σε τίποτα από τις αντίστοιχες ναζιστικές πρακτικές, οδηγώντας την ελληνική κοινωνία στον εμφύλιο πόλεμο.
Συνοψίζοντας, μολονότι η λειτουργία της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης Αγρινίου υπήρξε σύντομη, η σπουδαιότητά της δεν μειώνεται και τα διδάγματα που δίνει είναι εξίσου σημαντικά. Και αυτό, διότι αφενός αποδεικνύεται ότι η προκοπή του τόπου μπορεί να επιτευχθεί όταν υπάρχει συλλογικό πνεύμα, ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση και, αφετέρου, με τον βίαιο τρόπο κατάλυσής της υπενθυμίζεται η ανάγκη για διαρκή αγώνα ενάντια και δυνάμεις και συμφέροντα που επιβουλεύονται τις κοινωνικές κατακτήσεις.
Από την άλλη, στην σημερινή μνημονιακή συγκυρία, η εμπειρία της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης μπορεί να παραδειγματίσει και να δώσει λύσεις στην προσπάθεια δημιουργίας νέων μορφών αλληλεγγύης, ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα των πληγέντων από την οικονομική και ανθρωπιστική κρίση κοινωνικών στρωμάτων.
Συνεπώς, το έργο της οφείλεται να διατηρηθεί ζωντανό στην τοπική ιστορική μνήμη, τόσο για να αποδίδει έναν ελάχιστο φόρο τιμής στους πρωτεργάτες αυτής της αξιοθαύμαστης προσπάθειας, όσο και για να αποτελεί πηγή γνώσης και καθοδήγησης.
[1]Γ. Μπέικος, Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα, τ. Β΄, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 20052, σελ. 486
[2] ό.π., σελ. 501
[3]ό.π., σελ. 488 – 489
[4]Π. Βόγλης, Η Αδύνατη Επανάσταση, Η κοινωνική δυναμική του Εμφυλίου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, σελ. 74 – 75
[5]Θ. Κακογιάννης, Μνήμες και Σελίδες της Εθνικής Αντίστασης, εκδ. Κωσταράκη, Αθήνα 1997, σελ. 444
[6]ό.π., σελ.438 – 439, 443
[7]Θ. Κακογιάννης, ό.π., σελ. 433
[8]Γ. Μπέικος, ό.π., σελ. 493 – 494
[9]Θ. Κακογιάννης, ό.π., σελ. 455
[10]Γ. Μπέικος, ό.π., σελ. 495
[11]Θ. Κακογιάννης, ό.π., σελ. 455 – 456
[12] ό.π., σελ.452
[13]ό.π., σελ. 459
[14]ό.π., σελ. 460 – 461
[15]ό.π., σελ. 461
[16]Θ. Κακογιάννης, ό.π., σελ. 461 – 466
[17] ό.π., σελ. 457
[18]Ν.Γ. Ζιάγκος, Αγγλικός Ιμπεριαλισμός και Εθνική Αντίσταση 1940 – 1945, τ. Ε΄, Αθήνα 1981, σελ. 102 – 103
[19]Θ. Κακογιάννης, ό.π., σελ. 457 – 458
[20]Θ. Κακογιάννης, ό.π., σελ. 458 – 459
[21]ό.π., σελ. 459
[22]Ν.Γ. Ζιάγκος, ό.π., σελ. 98 – 104
[23]Π. Βόγλης, ό.π., 135
[24]Θ. Κακογιάννης, ό.π., σελ. 467
[25]Ν.Γ. Ζιάγκος, Νέες Σελίδες από τον Εμφύλιο Πόλεμο 1945 – 1949, τ. Α΄, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1986, σελ. 45 – 50