«Ηταν η καλύτερη εποχή, ήταν η χειρότερη εποχή». Η διάσημη αρχή της «Ιστορίας δύο πόλεων» του Ντίκενς αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τα συμπεράσματα δύο ερευνών που είδαν χθες το φως της δημοσιότητας.
Η έκθεση για τον «Σφυγμό του Επιχειρείν» του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) διαπιστώνει ότι το 2023 ήταν η καλύτερη εποχή για την οικονομία και τις επιχειρήσεις από το 2017. Στον αντίποδα, η ενδιάμεση έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ διαπιστώνει ότι η τριετία 2021 – 2023 ήταν η χειρότερη για τα φτωχά νοικοκυριά, τα οποία «επιβαρύνονται με τους πιο δυσμενείς όρους» από την αύξηση των επιτοκίων και τις πληθωριστικές πιέσεις.
«Σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες, η Ελλάδα εμφανίζεται ως νησίδα σταθερότητας και προοπτικής» είναι το συμπέρασμα της σφυγμομέτρησης που διεξήγαγε η MRB για λογαριασμό του ΣΕΒ, ρωτώντας υψηλόβαθμα στελέχη (CEO, γενικούς διευθυντές και ιδιοκτήτες), σε δείγμα 624 επιχειρήσεων.
Οι επιχειρηματίες δηλώνουν «συγκρατημένα αισιόδοξοι», ενώ για πρώτη φορά οι θετικές εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας ξεπερνάνε τις αρνητικές. Το 28% κρίνει πως η οικονομική κατάσταση της χώρας σήμερα είναι καλή (από 18% το 2022). Το 53% κρίνει πως η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης σήμερα είναι καλή, το υψηλότερο ποσοστό της περιόδου 2017 – 2023.
Η μία στις δύο επιχειρήσεις αύξησε τον τζίρο της το 2023, το υψηλότερο ποσοστό από το 2017, ενώ προσδοκούν ακόμα μεγαλύτερη αύξηση τζίρου και το 2024. Η αισιοδοξία των επιχειρηματιών για την αύξηση του τζίρου βασίζεται κατά σειρά προτεραιότητας στους εξής παράγοντες: Αύξηση της ζήτησης για τον κλάδο μου (52,1%), Νέες στρατηγικές συνεργασίες που απέκτησα (33,3%), Βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας μας γενικώς (33%). Ακολουθούν η διεύρυνση χαρτοφυλακίου, οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη ή σε υποδομές και η αύξηση των εξαγωγών. Μόλις ένα 7,6% προσδοκά βελτίωση τζίρου λόγω αύξησης των τιμών πώλησης των προϊόντων, ενώ ακόμα λιγότεροι είναι όσοι αισιοδοξούν, επειδή επένδυσαν στην ψηφιακή και «πράσινη» μετάβαση (5,3%).
Στην ερώτηση «τι πρέπει να κάνει η πολιτεία για τη χώρα», οι 7 στους 10 θεωρούν ως πλέον απαραίτητες βελτιώσεις τη «διαφάνεια και την αντιμετώπιση της διαφθοράς» σε συνδυασμό με τη «φορολογική ανταγωνιστικότητα». Οσο για το «τι πρέπει να κάνει η πολιτεία για τις επιχειρήσεις», στην κορυφή της λίστας είναι «το σταθερό και απλό φορολογικό πλαίσιο» και το κόστος ενέργειας.
Αντίστοιχα οι 7 στους 10 αναγνωρίζουν «την ανάγκη βελτίωσης των αποδοχών ως προϋπόθεση βελτίωσης του εργασιακού περιβάλλοντος», ωστόσο σε ποσοστό 84% θεωρούν ότι «η φορολογία της εργασίας παραμένει εμπόδιο για τη βελτίωση των απολαβών» και ζητάνε φορολογικά κίνητρα για να αυξήσουν τους μισθούς.
Χαμηλές επενδύσεις
Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ σημειώνει ότι «οι ελληνικές επιχειρήσεις κατέγραψαν ένα σχετικά υψηλό κέρδος μετά φόρων, τόκων και αποσβέσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με τα άλλα κράτη – μέλη στην Ε.Ε.», αλλά ταυτόχρονα είχαν και το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων.
Θεωρεί ως βασική πηγή ανησυχίας τη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της Ε.Ε. όπου τα νοικοκυριά εμφανίζουν αρνητικές αποταμιεύσεις -με άλλα λόγια, τρώνε από τα έτοιμα, για να αντεπεξέλθουν. Αντίστοιχα, ο δείκτης φερεγγυότητας των νοικοκυριών, όπως αποτυπώνεται στον λόγο αποταμιεύσεις προς καταβληθέντες τόκους, υποχώρησε αισθητά, «φέρνοντας τα ελληνικά νοικοκυριά σε εύθραυστη και μη βιώσιμη κατάσταση».
Η επιδείνωση της κατάστασης αυτής, συμπληρώνει η έρευνα, «προστίθεται σε ένα περιβάλλον υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων». Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τις τράπεζες μπορεί να έχουν υποχωρήσει, αλλά το α’ εξάμηνο το ύψος των δανείων που διαχειρίζονται οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ανήλθε στα 89,4 δισ. ευρώ.
«Επί της ουσίας, από την πλευρά των νοικοκυριών, το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξακολουθεί να παραμένει κρίσιμο και συνδέεται με την κρίση των εισοδημάτων και τις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης, οι οποίες δεν βελτιώνουν τη δυνατότητά τους για αποπληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων, τη σφιχτή νομισματική πολιτική, που δυσχεραίνει τους όρους αποπληρωμής του υφιστάμενου χρέους, και τον πληθωρισμό, που διαβρώνει το καταναλωτικό τους πρότυπο, οδηγώντας σε συρρίκνωση της αποταμίευσής τους», τονίζεται.
Ο επίμονος πληθωρισμός ειδικά στα τρόφιμα, που παραμένει υπερδιπλάσιος του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) και ο δεύτερος υψηλότερος στην Ε.Ε. των «27» συνεχίζει να περιορίζει την αγοραστική δύναμη, ειδικά των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα.
Ως αποτέλεσμα αναγκάζονται «είτε να αυξήσουν περισσότερο τις δαπάνες τους σε σχέση με τα άλλα εισοδηματικά κλιμάκια για να διατηρήσουν την κατανάλωσή τους είτε, εφόσον δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις, να περιορίσουν δραστικά την κατανάλωσή τους, γεγονός που συνιστά κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης», συνεχίζει η έρευνα. Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό της τελευταίες τριετίας είναι αποκαλυπτικά: από τον Δεκέμβριο του 2020, πριν κλιμακωθεί κύμα της ακρίβειας, ο ΔΤΚ στα τρόφιμα αυξήθηκε κατά 31,2%, στις μεταφορές 21,1% και στη στέγαση 20,3% (με το ρεύμα, το φυσικό αέριο και τα καύσιμα να ακριβαίνουν κατά 39%).
Βιοτικό επίπεδο
Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ διευκρινίζει ότι «η πραγματική επίδραση της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο επηρέασε το καταναλωτικό τους πρότυπο», καθώς, ανάλογα με το είδος του αγαθού, οι μεταβολές στην κατανάλωση, όταν αυτή μετριέται σε ποσότητες αντί σε ευρώ, μπορεί να είναι πιο μεγάλες για τα φτωχότερα νοικοκυριά.
Τα ευρήματα αυτά, καταλήγει η έρευνα, υποδηλώνουν «σοβαρή υποβάθμιση στο βιοτικό επίπεδο της μεγαλύτερης μερίδας των νοικοκυριών και απόκλισή του από το επίπεδο ευημερίας των πιο πλούσιων νοικοκυριών», με το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλούσιων να μεγαλώνει. Ετσι εξηγείται μάλλον και η αισιοδοξία των CEOs, σε αντίστιξη με την απαισιοδοξία των νοικοκυριών, με ένα στα δύο να θεωρούν ότι το 2024 θα είναι χειρότερο από το 2023, όπως διαπίστωσε η πρόσφατη έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΒΕΕ.