«Θριαμβευτικό» χαρακτήρα έχουν πλέον οι εκδόσεις ελληνικών ομολογιακών τίτλων ● Πώς και γιατί φτάσαμε στο σημείο η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους να είναι αξιοζήλευτη ακόμη και για ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες ● Τρία μνημόνια και ένα… τέταρτο με τη μορφή του υψηλού πληθωρισμού, πίσω από την εξομάλυνση της διαχείρισης του χρέους.
Πάνος Κοσμάς
«Δεν γίνεται η έκθεση βιωσιμότητας (ΔΣΑ) του ελληνικού δημόσιου χρέους να τείνει να γίνει καλύτερη από της Γερμανίας», παρατήρησε με κάπως πικρόχολη διάθεση στέλεχος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), κατά τη διάρκεια συνάντησης με στελέχη του ΟΔΔΗΧ. Ακούγεται… ανήκουστο, αλλά είναι αληθινό. Και το σπουδαιότερο, από την άποψη της εξυπηρέτησης του χρέους: το «υπογράφουν» και οι αγορές, δηλαδή επενδυτές οι οποίοι δεν έχουν καμία διάθεση να παίξουν με τα χρήματά τους για λόγους πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Ο θριαμβευτικός τρόπος με τον οποίο υποδέχθηκαν οι αγορές τη χθεσινή έκδοση του νέου 10ετούς ομολόγου του ελληνικού Δημοσίου αλλά και οι πολύ επιτυχημένες εκδόσεις του τελευταίου διαστήματος (έντοκα γραμμάτια και επανέκδοση του 5ετούς ομολόγου) έχουν εισαγάγει τη διαχείριση του ελληνικού χρέους σε μια άκρως ευνοϊκή περίοδο. Η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου αναφοράς διευρύνει τη διαφορά με την απόδοση του αντίστοιχου ιταλικού και προσεγγίζει τις Ισπανία και Πορτογαλία -και προφανώς ισχύει το ίδιο για το spread (τη διαφορά απόδοσης από το αντίστοιχο γερμανικό 10ετές ομόλογο αναφοράς).
● Γερμανία: Απόδοση 2,1580
● Πορτογαλία: Απόδοση 2,8780 – spread 0,70
● Ισπανία: Απόδοση 3,0930 – spread 0,92
● Ελλάδα: Απόδοση 3,2230 – spread 1,04
● Ιταλία: Απόδοση 3,7170 – spread 1,56
Θεαματική βελτίωση των παραμέτρων
Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα της θεαματικής βελτίωσης των παραμέτρων βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους:
● Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται θεαματικά (παραμένοντας όμως το υψηλότερο στην Ευρώπη) και σύντομα θα μειωθεί κάτω από τα επίπεδα του ιταλικού, που είναι το δεύτερο πιο υψηλό. Οπως φαίνεται και στο γράφημα, «υπό κανονικές συνθήκες», δηλαδή εξαιρουμένων μεγάλων διεθνών αναταράξεων στις αγορές, η μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται συνεχής και ραγδαία. Από πάνω από 200% του ΑΕΠ το 2021, θα τείνει προς το 110% το 2030.
● Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους (ετήσια δαπάνη για τόκους συν χρεολύσια) θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα σε όλη τη μακρά χρονοσειρά των επόμενων δεκαετιών. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα μειώνονται εξίσου ραγδαία. Από πάνω από 12% του ΑΕΠ το 2023, θα μειωθεί σε επίπεδα κάτω από 8% το 2025 και στο μακροδιάστημα 2024-2070 θα κυμανθεί μεσοσταθμικά στο 5,8%.
● Ισως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα: το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι -και θα παραμείνει για σειρά ετών ακόμη- χρέος στον επίσημο τομέα: προς τον EFSF, τον ESM και τις χώρες – μέλη (δάνεια GLF), γεγονός που σημαίνει ότι εξυπηρετείται με πολύ χαμηλότερα επιτόκια σε σχέση με αυτά της αγοράς. Μόνο περί τα 80 δισ. ευρώ χρέους είναι στην αγορά, εκτεθειμένα σε τυχόν κρίσεις και αυξομειώσεις επιτοκίων.
Σε ποιον ανήκει ο «θρίαμβος»;
Ο αρμόδιος Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) κάνει τη δουλειά του -και μάλιστα με υψηλή επάρκεια και εμπειρία, αλλά μόνο οι κυβερνήσεις… έχουν δικαίωμα να θριαμβολογούν. Για τις θριαμβολογίες της σημερινής κυβέρνησης, αλλά και όποια προηγούμενης, πρέπει να ειπωθούν οι παρακάτω αλήθειες:
● Αν δεν υπήρχε ο ΟΔΔΗΧ (τον οποίο επί μακρά σειρά ετών όλοι ανεξαιρέτως οι πολιτικοί παρατρεχάμενοι όλων των κυβερνήσεων έβλεπαν με «στραβό μάτι») ώστε να εξασφαλίζει διαχειριστική επάρκεια και ορθολογισμό, θα είχαν συμβεί τέτοιας κλίμακας διαχειριστικά λάθη και εγκλήματα, που θα αρκούσαν από μόνα τους να οδηγήσουν σε καταστάσεις χρεοκοπίας.
● Τίποτε από όλα αυτά τα «θαύματα» δεν θα ήταν εφικτό, αν τρία συναπτά μνημόνια δεν είχαν κάνει τη «μεγάλη εκκαθάριση» των δημοσιονομικών (έλλειμμα, χρέος και χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ). Και μπορεί τελικά όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις μετά το 2015 να διεκδικούν, καθεμιά με τον δικό της τρόπο, μερίδιο σε αυτή την «εξυγίανση», αλλά ο πραγματικός χρηματοδότης είναι ο χαμηλόμισθος, ο άνεργος και ο συνταξιούχος. Αυτοί πλήρωσαν -και με οικονομικούς όρους χρηματοδότησαν- το «θαύμα». Οσοι, σήμερα ή χθες, θριαμβολογούν, ποια επιτυχία διεκδικούν; Οτι επέβαλαν πρωτοφανείς περικοπές και φόρους «στου κασίδη το κεφάλι»;
● Ο πιο πρόσφατος, επί Ν.Δ., κύκλος «δημοσιονομικής εξυγίανσης» οφείλεται λιγότερο στους ρυθμούς ανάπτυξης (που εξάλλου ευνοήθηκαν από τη «μεγάλη εκκαθάριση» του εργατικού μισθού, των εργασιακών δικαιωμάτων και του κοινωνικού κράτους) και περισσότερο στον υψηλό πληθωρισμό, ο οποίος συνιστά τοις πράγμασι ένα άτυπο 4ο μνημόνιο ενάντια στο εργατικό εισόδημα. Το 2021, αλλά κυρίως το 2022 και το 2023, ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ, που το ποσοστό του προστίθεται στο ποσοστό των ρυθμών ανάπτυξης, ήταν πολύ μεγαλύτερος από τους δεύτερους. Εδώ, πάλι ο «μεγάλος χρηματοδότης» ήταν οι καταναλωτές και ειδικά οι χαμηλόμισθοι, οι οποίοι, σύμφωνα με τη χθεσινή έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, βιώνουν «κρίση βιοτικού επιπέδου».
Ενας άλλος, έμμεσος λόγος είναι ο «Ηρακλής». Η απαλλαγή των τραπεζών από σάπιο ενεργητικό δεκάδων δισ. ευρώ είναι βασικός λόγος βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους; Επειδή όμως τα δεκάδες δισ. δεν διαγράφονται έτσι απλά με «έξυπνες ιδέες», ποιος ήταν κι εδώ ο μεγάλος χρηματοδότης; Αυτοί που απέκτησαν κατοικία με δάνειο και βρέθηκαν να πληρώνουν αυτοί, με μέτρα αναγκαστικής είσπραξης, πλειστηριασμούς και εξώσεις.
Οποια κυβέρνηση θριαμβολογεί «μπροστά στα μούτρα» των εργαζομένων για το γεγονός ότι όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις μαζί, με ιδιαίτερο δε ζήλο η σημερινή, κατάφεραν να του περικόψουν δραστικά μισθούς και συντάξεις και τον άφησε απροστάτευτο μπροστά στο «τέρας» του πληθωρισμού, μάλλον θα έπρεπε να ντρέπεται.