Εδώ και ένα εξάμηνο, όλες οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν την έντονη ανησυχία των πολιτών για την κατάσταση της οικονομίας. Έρευνα του Ιουνίου 2022 για το σταθμό ΣΚΑΙ δείχνει πως το 83% των ερωτηθέντων είναι «πολύ» (62%) ή «αρκετά ανήσυχοι» (21%) για την πορεία της οικονομίας, ενώ άλλη μέτρηση τον περασμένο Μάρτιο έδειχνε πως οι φόβοι αυτοί δεν αφορούν μόνο την αύξηση των τιμών, αλλά επεκτείνονται στους «χαμηλούς μισθούς», την «οικονομική ανάπτυξη», και την «ανεργία». Τα δε κυρίαρχα συναισθήματα στην κοινωνία καταγράφονται ξανά ως ο «θυμός», η «θλίψη» και η «απαισιοδοξία», δηλαδή τα ίδια που κυριαρχούσαν και την περίοδο της μεγάλης κρίσης του 2008-20.
Αλέξανδρος Καζαμίας
Την ίδια στιγμή, το επίσημο αφήγημα της κυβέρνησης και της ΕΕ εμφανίζει την Ελλάδα ως και να έχει βγει από την κρίση, να βιώνει την περίφημη «κανονικότητα» και, επιπλέον, να αναπτύσσεται ραγδαία! Το Μάρτιο, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ρυθμό ανάπτυξης 8,3% για το 2021, ενώ υπουργοί της κυβέρνησης μιλούν για «θεμελιώδη αλλαγή στο οικονομικό μοντέλο της χώρας». Τον Φεβρουάριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε προς τα πάνω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη στην Ελλάδα, στο 4,9% για το 2022 και το 3,5% για το 2023. Βάσει των στοιχείων αυτών, ο πρωθυπουργός μίλησε στο Κογκρέσο στις 17 Μαΐου για «μια δυναμική οικονομία που έχει ξεπεράσει τις δυσκολίες, τις παθογένειες του παρελθόντος» και για «νέους, ταλαντούχους, καλά μορφωμένους Έλληνες που, μετά από μια δεκαετία κρίσης, επιλέγουν να παραμείνουν στην πατρίδα τους» (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Αν η ανάπτυξη τελικά ξεπεράσει το 3% φέτος και του χρόνου, όπως προβλέπει η ΕΕ, τότε η κυβέρνηση θα έχει πράγματι λόγο να ισχυρίζεται πως, έστω προσωρινά, κατάφερε να βγάλει τη χώρα από τη στασιμότητα. Δυστυχώς όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, αυτό το αφήγημα είναι άκρως παραπλανητικό και δεν αντακλά τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες.
Γιατί το αναπτυξιακό αφήγημα Αθήνας-Βρυξελλών είναι κίβδηλο;
Σύμφωνα με την καθιερωμένη ορολογία, μια οικονομία βρίσκεται σε κρίση όταν το ΑΕΠ της μειώνεται, ενώ όταν αυτό αυξάνεται οριακά, δηλ. από 0 μέχρι 2%, τότε η οικονομία αυτή θεωρείται ότι βρίσκεται σε «στασιμότητα». Ως γνωστόν, την περίοδο 2008-16, η Ελλάδα είχε αρνητική ανάπτυξη, χάνοντας το 27% της οικονομίας της, ενώ την τριετία 2017-19, το ΑΕΠ της παρέμεινε στάσιμο, με ρυθμούς ανάπτυξης από 1,1 μέχρι 1,8% (ΕΛΣΤΑΤ, Η ελληνική Οικονομία, 3 Ιουνίου 2022 – και παντού παρακάτω). Οι βασικές αιτίες αυτής της κατάρρευσης ήταν το μη βιώσιμο δημόσιο Χρέος και η λιτότητα των μνημονίων, εκ των οποίων το γ’ μνημόνιο επέβαλλε πλεονάσματα της τάξης του 3,5% ετησίως για την πενταετία 2018-22.
Το 2020 όμως, δύο εξελίξεις άλλαξαν ριζικά το χαρακτήρα της ελληνικής κρίσης. Η πρώτη αφορούσε τα περιοριστικά μέτρα για τον κορονοϊό, που προκάλεσαν βαθιά ύφεση της τάξης του -9% για το 2020. Η δεύτερη εξέλιξη ήταν θετική, και αφορούσε την ενεργοποίηση της λεγόμενης «γενικής ρήτρας διαφυγής» από την ΕΕ, που εγκατέλειπε προσωρινά τους ασφυκτικούς στόχους του γ’ μνημονίου για τα πλεονάσματα (για να μετριαστούν οι οικονομικές πιέσεις της πανδημίας). Έτσι, για πρώτη φορά από το 2010, η Ελλάδα απελευθερωνόταν – προσωρινά – από τον κλοιό των μνημονίων, και άρχισε ξανά να παρουσιάζει ελλείματα συγκρίσιμα με εκείνα της προ-2010 εποχής, που διόγκωσαν το Χρέος και οδήγησαν τη χώρα σε κρίση. Έτσι, το 2020 και 2021, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δρομολόγησε ελλείμματα της τάξης του -7,2% και -5% αντιστοίχως, ανατρέποντας τη δημοσιονομική πειθαρχία του 2018 και 2019, όπου είχαμε πλεονάσματα 4,3% και 4,2%, αντιστοίχως.
Βάσει αυτών, γιατί το αναπτυξιακό αφήγημα Αθήνας-Βρυξελλών είναι ψευδές; Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες. Πρώτον, ο ρυθμός ανάπτυξης του 8,3% για το 2021 εμφανίστηκε μετά από μια χρονιά, το 2020, όπου η οικονομία συρρικνώθηκε κατά -9%. Αυτό σημαίνει ότι η μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ για το 2021 υπήρξε αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «bounce–back growth» (ανάπτυξη εξ’ αναπηδήσεως), δηλ. όχι το αποτέλεσμα νέων δραστηριοτήτων, αλλά της επαναλειτουργίας παλαιών οικονομικών δραστηριοτήτων που είχαν προσωρινά μειωθεί λόγω των μέτρων κατά του κορωνοϊού. Φανταστείτε, ένα ξενοδοχείο που, εξαιτίας της πανδημίας, είχε μειωμένες κρατήσεις κατά -9% το 2020, και το οποίο το 2021 είχε αύξηση στις κρατήσεις κατά 8,3%. Η αύξηση του 2021 δεν οφείλεται σε καμία νέα επένδυση, αλλά στην άρση των απαγορευτικών μέτρων που μείωσαν τις κρατήσεις την προηγούμενη χρονιά. Άραγε ο ιδιοκτήτης αυτής της επιχείρησης μπορεί να πανηγυρίζει μια «ισχυρή ανάπτυξη» του τζίρου του το 2021, ή θα θεωρεί ότι έχει ακόμα μια ζημιά -0,7% σε σχέση με το 2019, δηλαδή μια οριακή ύφεση στις δουλειές του την τελευταία διετία;
Τώρα, επειδή και το 2021 είχαμε οριμένα μέτρα για τον κορονοϊό, ένα μικρό μέρος της αναπήδησης αναμένεται να συνεχιστεί και μέσα στο 2022. Όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η ΕΕ αποσιωπούν το γεγονός ότι το 8.3% πέρσυ, και ένα μέρος της φετινής ανάπτυξης, είναι κυρίως bounce–back growth, παρουσιάζοντάς την δήθεν ως νέα ανάπτυξη που εμφύσησαν οι πολιτικές τους. Για να αποτιμήσουμε όμως σωστά την κατάσταση, πρέπει να δούμε τη μέση ανάπτυξη της οικονομίας καθόλη την τριετή διακυβέρνηση της ΝΔ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αυτή ανήλθε μόλις στο 0,4% ετησίως (δηλαδή ούτε στο μισό της μονάδας), αγκομαχώντας μεταξύ στασιμότητας και κρίσης.
Ο δεύτερος λόγος που καθιστά το επίσημο αφήγημα Αθήνας-Βρυξελλών ύποπτο είναι ότι οι αναθεωρημένες προς τα πάνω προβλέψεις της ΕΕ το Φεβρουάριο του 2022, περί ελληνικής ανάπτυξης στο 4,9% και 3,5% για το 2022 και 2023, όπως πολλοί αναμέναμε, αναθεωρούνται τώρα προς τα κάτω. Στις 7 Ιουνίου, η Καθημερινή έγραφε:
το τελευταίο διάστημα βρίσκεται σε εξέλιξη ένας κύκλος υποβαθμίσεων στις εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία […]. Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις που δημοσίευσε η Eurobank, το 2022 αναμένεται να κλείσει με ανάπτυξη 3% και πληθωρισμό 7%. Το δυσμενές σενάριο της τράπεζας μιλά για ανάπτυξη 1,4% και πληθωρισμό στο 8,2%. Η Morgan Stanley περιμένει ανάπτυξη 3,2% φέτος και 2,5% το 2023, ενώ η Bank of America έχει υποβαθμίσει τις εκτιμήσεις της στο 2,6% για φέτος και μόλις 2% το 2023.
Γνωρίζουμε επιπλέον ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθετεί κατά κανόνα αναξιόπιστες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Το 2017, λ.χ., προέβλεψε αρχικά για την Ελλάδα ανάπτυξη 2,7%, όμως το καλοκαίρι την αναθεώρησε στο 1,8%. Ο πραγματικός ρυθμός εκείνη τη χρονιά τελικά διαμορφώθηκε στο ισχνό 1,1%.
Στασιμοπληθωρισμός: Μια νέα κρίση που εμπλέκεται με την παλιά
Παράλληλα με την επιστροφή της οικονομίας στη στασιμότητα, ο νέος συντελεστής που ανησυχεί σήμερα τους πολίτες είναι ο πληθωρισμός. Έτσι, μαζί με τη μείωση της ανάπτυξης, η Ελλάδα, και ο υπόλοιπος κόσμος, έχουν ήδη εισέλθει στη δίνη του στασιμοπληθωρισμού. Στις 10 Ιουνίου, η Παγκόσμια Τράπεζα επιβεβαίωνε ότι «δύο χρόνια αφού ο Κορωνοϊός προκάλεσε τη βαθύτερη παγκόσμια ύφεση μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η παγκόσμια οικονομία […] αντιμετωπίζει ψηλό πληθωρισμό και αργή ανάπτυξη ταυτοχρόνως […]. Ο πόνος του στασιμοπληθωρισμού μπορεί να διαρκέσει αρκετά χρόνια».
Όπως και τη δεκαετία του 1970, έτσι και σήμερα, ο στασιμοπληθωρισμός πυροδοτείται από έναν πόλεμο, όχι στη Μέση Ανατολή, αλλά στην Ουκρανία. Συνδέεται επίσης με κυρώσεις που πηγάζουν από τον πόλεμο αυτό, όχι το εμπάργκο πετρελαίου των αραβικών κρατών του OPEC, αλλά τα μέτρα του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας. Τέλος, αυτός ο νέος πληθωρισμός της προσφοράς συνδέεται, όπως και τότε, με μείωση της παραγωγής των πρώτων υλών ενέργειας, όχι μόνο του πετρελαίου, αλλά και του φυσικού αερίου. Στην έκθεσή της, Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές (Ιούνιος, 2022), η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά πως η ανάπτυξη στον πλανήτη θα μειωθεί κατά -2,7% ως το 2024, δηλαδή στο διπλάσιο της ύφεσης της δεκαετίας του 1970.
Το κρίσιμο ερώτημα που σήμερα αφορά την Ελλάδα είναι κατά πόσο ο στασιμοπληθωρισμός υποκαθιστά ή έρχεται να συνυπάρξει και να εντείνει την παλιά κρίση της περιόδου 2008-2020. Προς το παρόν, τόσο η κυβέρνηση όσο και η ΕΕ, δεν αποδέχονται καν ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε νέα κρίση, όμως αργά ή γρήγορα η πορεία των αριθμών θα τους υποχρεώσει να το κάνουν. Εκείνο όμως που δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσουν είναι ότι η παλιά κρίση της περιόδου 2008-20 συνεχίζεται και έρχεται σήμερα να εμπλακεί με τη νέα πληθωριστική κρίση. Όμως δύο καθοριστικοί δείκτες το πιστοποιούν αυτό.
Ο πρώτος είναι τα νέα τεράστια ελλείμματα του προϋπολογισμού. Από το 2020 μέχρι σήμερα, κάνοντας χρήση της γενικής ρήτρας διαφυγής, η ΕΕ έχει άρει προσωρινά τους στόχους του γ΄ μνημονίου για τα πλεονάσματα, αλλά δεν τους έχει εγκαταλείψει. Όταν όμως η ΕΕ αποφασίσει να διακόψει τη ρήτρα διαφυγής και επανέλθει στους στόχους του γ’ μνημονίου για τα πλεονάσματα, η Ελλάδα θα ξαναζήσει μέρες σκληρής λιτότητας όπως εκείνες της περασμένης δεκαετίας, για να μετατρέψει το έλλειμμα του -5% σε πλεόνασμα του 3,5%. Με άλλα λόγια, το φάντασμα μιας νέας σκληρής ύφεσης, με όλες τις τραυματικές εμπειρίες της εποχής των μνημονίων, δεν έπαψε να αιωρείται πάνω από την Ελλάδα.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Η ελληνική οικονομία, 3 Ιουνίου 2022.
Ο δεύτερος δείκτης που πιστοποιεί ότι ο στασιμοπληθωρισμός δεν υποκαθιστά, αλλά προστίθεται στην υφέρπουσα παλιά κρίση, είναι η αρνητική εξέλιξη του δημοσίου Χρέους. Το 2010 η Ελλάδα μπήκε στα μνημόνια διότι το Χρέος της έπαψε να θεωρείται βιώσιμο από τις αγορές. Σήμερα, εξαιτίας των νέων δανείων του γ΄ μνημονίου, με τα οποία η κυβέρνηση Τσίπρα έφτιαξε το περιβόητο «μαξιλάρι», και των ελλειμματικών προϋπολογισμών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, το Χρέος έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Από 317 δις το 2017, ανήλθε στα 334 δις το 2018, και από 331 δις το 2019 στα 353 δις το 2021 (βλ. Διάγραμμα 1). Πρόκειται για αύξηση 36 δις ή 20% του ελληνικού ΑΕΠ σε μόλις τέσσερα χρόνια, και γι’ αυτό το συνολικό Χρέος ανήλθε στο 193% του ΑΕΠ, επίπεδο στα οποία ποτέ δεν έφτασε ούτε στα μαύρα χρόνια της κρίσης 2008-17. Με άλλα λόγια, από το 2017 δανειζόμαστε ετησίως 5% του ΑΕΠ για να χρηματοδοτήσουμε μια μέση ανάπτυξη κάτω από 1%, δηλαδή φουσκώνουμε ένα τρύπιο μπαλόνι. Έτσι, η γενεσιουργός αιτία της κρίσης του 2008-20, που είναι το Χρέος, όχι μόνο δεν έχει μειωθεί, αλλά μετά από 13 χρόνια δρακόντιων φόρων και περικοπών, ακόμη αυξάνεται ραγδαία.
Επίλογος
Από τα παραπάνω συνέγεται ότι οι ανησυχίες της κοινωνίας για την κατεύθυνση της οικονομίας που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις είναι απολύτως βάσιμες και δικαιολογημένες. Ωστόσο, παρά την χτυπητή αναντιστοιχία ανάμεσα στη σκληρή οικονομική πραγματικότητα που βιώνει η κοινωνία και το αισιόδοξο αφήγημα της κυβέρνησης και της ΕΕ, οι έρευνες γνώμης δείχνουν ότι οι πολίτες συνεχίζουν να θεωρούν τη σημερινή κυβέρνηση ως την καταλληλότερη για τη διαχείριση της κατάστασης. Ασφαλώς, μία μερίδα των οπαδών της κυβέρνησης την πιστεύει και δεν ανησυχεί, όμως υπάρχει μια σημαντική μερίδα πολιτών που διαφωνεί ριζικά με το κυβερνητικό αφήγημα για την οικονομία, όμως συνεχίζει να εμπιστεύεται την κυβέρνηση. Σύμφωνα με μία μέτρηση, το 41% των πολιτών θεωρεί πως η ΝΔ μπορεί να διαχειριστεί την κρίση, παρόλο που μόλις το 17% θεωρεί ότι τα μέτρα που λαμβάνει αρκούν για την αντιμετώπισή της.
Αυτά τα αντιφατικά στοιχεία δείχνουν πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν πάσχει μόνο από μία κυβέρνηση που δεν κατανοεί τα οικονομικά προβλήματα και τον τρόπο που τα βιώνουν οι πολίτες, αλλά και από μία αντιπολίτευση που αδυνατεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη ακόμη και των πολιτών εκείνων που θεωρούν την κυβέρνηση ανίκανη να αντιμετωπίσει το στασιμοπληθωρισμό. Αυτό σημαίνει ότι η παρατεταμένη συρρίκνωση, τα αλλεπάλληλα μνημόνια και οι διαρκείς αποτυχίες μετά το 2008 έχουν δυστυχώς καταστήσει την Ελλάδα μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών, της οποίας οι πολίτες έχουν πλέον συμφιλιωθεί με την κρίση ως τη «νέα κανονικότητα» και την ανικανότητα των κυβερνώντων ως αναπόσπαστο μέρος της ζωής τους.
* Απόσπασμα ανακοίνωσης στο επιστημονικό συνέδριο «Future Imaginaries in the Making: (Post-) Crisis Greece», που διοργάνωσε στις 15-17 Ιουνίου 2022 το δίκτυο Modern Greek Studies Now των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και Άμστερνταμ.
thepressproject.gr