Η «νέα» κρίση

Η «νέα» κρίση

  • |

Η αρχή της νομισματικής κυριαρχίας και η αύξηση των επιτοκίων που επιβάλλει για τη μείωση του πληθωρισμού βρίσκουν την Ελλάδα με συσσωρευμένα προβλήματα εξαιτίας των κρίσεων του παρελθόντος. ● Θα μπορούσαν να προκαλέσουν συνθήκες τεχνητής στασιμότητας στην οικονομία, με σοβαρό αντίκτυπο στην απασχόληση, στους μισθούς και στις ροές ρευστότητας, καθιστώντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις χρηματοοικονομικά ακόμα πιο εύθραυστα.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα τους κλυδωνισμούς που έχουν προκαλέσει τα σοκ της λιτότητας, της πανδημίας και, πλέον, του πληθωρισμού. Το τελευταίο επεισόδιο δείχνει όμως να προλειαίνει μια νέα, ίσως μεγαλύτερη, κρίση που σχετίζεται με τον τρόπο ανάσχεσης του πληθωρισμού.

Νάσος Κορατζάνης*

Η αναστολή των μέτρων νομισματικής χαλάρωσης την οποία αποφάσισαν αρκετές κεντρικές τράπεζες, σε μια περίοδο μάλιστα στην οποία οι λόγοι εφαρμογής τους δεν είχαν εκλείψει, και η επιλογή της επιθετικής αύξησης των επιτοκίων για την τιθάσευση του πληθωρισμού μαρτυρούν την επαναφορά της αρχής της «νομισματικής κυριαρχίας», δηλαδή της αποκλειστικής χρήσης της νομισματικής πολιτικής για τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, η οποία, αν και δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, η επιρροή της είχε έως πρόσφατα ατονήσει εξαιτίας της αποτυχίας των νομισματικών αρχών να αντιμετωπίσουν το σπιράλ χρέους-αποπληθωρισμού και της πανδημίας.

Η αρχή αυτή στηρίζεται σε αμφισβητούμενες συμβατικές ιδέες, όπως οι ακόλουθες:

α. ο πληθωρισμός είναι ένα νομισματικό φαινόμενο που οφείλεται κυρίως στην υπερβάλλουσα ζήτηση, και άρα μπορεί να παταχθεί μέσω νομισματικών προσαρμογών που μειώνουν την προσφορά χρήματος και προκαλούν τεχνητή ύφεση στην οικονομία,

β. ο κομβικός ρόλος που έχουν η αξιοπιστία, η αντιπληθωριστική δέσμευση και η θεσμική ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών για τον έλεγχο του πληθωρισμού,

γ. οι κυβερνήσεις οφείλουν να υπηρετούν την αντιπληθωριστική στόχευση των νομισματικών αρχών μέσω μέτρων δημοσιονομικής και εισοδηματικής λιτότητας.

Πάνω στις ιδέες αυτές θεμελιώθηκαν η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης και οι επιμέρους θεσμοί της (π.χ. το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η ρήτρα μη χρηματοδοτικής στήριξης των εθνικών κυβερνήσεων από την ΕΚΤ κ.ά.), που ευθύνονται για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες στην Ενωση πριν από την κρίση, την ίδια την ευρω-κρίση και τις μνημονιακές πολιτικές λιτότητας.

Ο κίνδυνος που ελλοχεύει σήμερα είναι μεγαλύτερος. Ο λόγος είναι ότι η αρχή της νομισματικής κυριαρχίας και η αύξηση των επιτοκίων που επιβάλλει για τη μείωση του πληθωρισμού βρίσκουν την Ελλάδα με συσσωρευμένα προβλήματα εξαιτίας των κρίσεων του παρελθόντος. Μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε να προκαλέσει συνθήκες τεχνητής στασιμότητας στην οικονομία, με σοβαρό αντίκτυπο στην απασχόληση, στους μισθούς και στις ροές ρευστότητας σε αυτήν, καθιστώντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις χρηματοοικονομικά ακόμα πιο εύθραυστα.

Θα αποσταθεροποιούσε το ισοζύγιο του δημόσιου τομέα, εξέλιξη που, με δεδομένο το υψηλό χρέος του σε ένα περιβάλλον ήδη υψηλών επιτοκίων, θα ενίσχυε το ρίσκο φερεγγυότητας και το κόστος αναχρηματοδότησής του. Ενδεχομένως να επηρέαζε τις εν εξελίξει συζητήσεις για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ε.Ε., συντηρώντας τις πιέσεις υφεσιακής λιτότητας σε αυτήν. Επίσης, πιθανόν να υπέσκαπτε βασικούς αναπτυξιακούς στόχους, όπως η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση των οικονομιών, εμποδίζοντας τον αειφόρο οικο-τεχνολογικό μετασχηματισμό τους, υπονομεύοντας τελικά τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ και την ποιότητα ζωής των πολιτών συνολικά.

Δεδομένης της ιστορικής εμπειρίας, η αποτροπή των κινδύνων αυτών προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός πιο ρεαλιστικού συστήματος ιδεών, το οποίο θα υποστηρίζει ένα πλαίσιο στενού και ισοβαρούς συντονισμού της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη, που θα έχει στόχο την ισόρροπη βελτίωση του επιπέδου ευημερίας των κρατών-μελών.

Στην τρέχουσα συγκυρία χρειάζεται όμως και μια νέα προσέγγιση όσον αφορά το τι είναι ο πληθωρισμός, τις αιτίες και την αντιμετώπισή του. Μια προσέγγιση που δεν θα συναρτά τον πληθωρισμό με μεταβολές της ζήτησης, αλλά και με άλλους παράγοντες, όπως το κόστος παραγωγής, οι μηχανισμοί αναδιανομής του εισοδήματος, η διάρθρωση των εθνικών και των υπερεθνικών αγορών, η οργάνωση των συστημάτων παραγωγής, προτείνοντας παρεμβάσεις που αφορούν τη ρύθμιση και τη λειτουργία των αγορών, τους θεσμούς κοινωνικού διαλόγου και διαπραγμάτευσης για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Θεωρητικά υποδείγματα που υποστηρίζουν τέτοιες παρεμβάσεις υπάρχουν. Η υιοθέτησή τους όμως προϋποθέτει την υπέρβαση μιας βαθύτερης, διαχρονικής και εμμένουσας κρίσης, της κρίσης ιδεών, που ιστορικά εγκλωβίζει όσους ασκούν την οικονομική πολιτική σε λανθασμένες επιλογές.

*Εντεταλμένος διδασκαλίας στο Tμήμα Oικονομικών Eπιστημών ΕΚΠΑ και επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ. Το παρόν κείμενο άντλησε έμπνευση από συζητήσεις που έγιναν στο πλαίσιο της 6ης συνάντησης Trade Union Related Economists (TUREC), η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 12-13 Οκτωβρίου 2022

efsyn.gr