«Μέχρι πού θέλετε να φτάσετε, ω πλούσιοι, με τους νοσηρούς ιμέρους σας; μη οικήσετε μόνοι επί της γης; Γιατί διώχνετε αυτόν που μαζί του έχετε τη φύση και ισχυρίζεστε ότι εσείς κατέχετε τη φύση; Η γη δημιουργήθηκε ως κοινό αγαθό για όλους, για τους πλούσιους και για τους φτωχούς. Γιατί, ω πλούσιοι, σφετερίζεστε το αποκλειστικό δικαίωμα στο έδαφος;»
Αν νομίζετε ότι πρόκειται για απόσπασμα από ομιλία κάποιου ακτιβιστή, πλανάσθε. Είναι ένα αρχαίο κείμενο του Αγιου Αμβρόσιου το οποίο, παρά την «ηλικία», παραμένει επίκαιρο. Αυτές οι πενήντα οκτώ λέξεις που περιγράφουν την απληστία και τα αποτελέσματά της αποκαλύπτουν τον πυρήνα της σκέψης του ασύδοτου πλούτου που –με εξαίρεση ένα διάλειμμα ενός αιώνα– καθόρισε τις ζωές των ανθρώπων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η ιστορία των ανισοτήτων το επιβεβαιώνει. Αδιάψευστος μάρτυρας η ιστορία της… ανισότητας.
Γιάννης Σιώτος*
Μέχρι τον 19ο αιώνα η σχέση πλούτου και ανισότητας συνδεόνταν με την προσωπική ευθύνη. Ο ρόλος του κράτους περιοριζόταν στο να ξεχωρίσει τους «άξιους φτωχούς», η κατάσταση των οποίων προερχόταν από καθαρά εξωτερικές συνθήκες, από τους «ανάξιους φτωχούς», των οποίων τα προβλήματα προκλήθηκαν από τα δικά τους παραπτώματα και τις κακές συνήθειες. Ο πρώτοι θεωρούνταν ότι θα πρέπει να υποστηρίζονται, αλλά οι δεύτεροι έπρεπε να εγκαταλείπονται στην τύχη τους.
Η ανάπτυξη των κινημάτων των εργαζομένων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα μαζί με την έλευση της καθολικής ψηφοφορίας έθεσαν τις δυτικές ελίτ ενώπιον μιας άγνωστης και δύσκολης επιλογής: να δεχτούν μια δημοσιονομική επανάσταση ή να διακινδυνεύσουν μια κοινωνική. Στο πιο διάσημο παράδειγμα, ο συντηρητικός καγκελάριος Οτο φον Μπίσμαρκ πρωτοστάτησε στο σύγχρονο κράτος πρόνοιας, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει την εξάπλωση των σοσιαλιστικών ιδεών με το να δείξει ότι η κυβέρνηση ενδιαφερόταν για την εργατική τάξη.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέδειξε το όραμα ενός κοινωνικού δεσμού. «Αν ο πόλεμος δεν σε σκότωνε, σε έκανε να ξεκινήσεις να σκέφτεσαι», έγραψε ο Τζορτζ Οργουελ. Και αυτό ίσχυε και για εκείνους που βρίσκονταν στο απέναντι χαράκωμα. Ο Γερμανός συγγραφέας Ρόμπερτ Μούζιλ έγραψε: «Πολλοί Γερμανοί στρατιώτες αισθάνθηκαν για πρώτη φορά την ανώτερη αίσθηση ότι έχουν κάτι κοινό με όλους τους άλλους Γερμανούς. Ο καθένας ξαφνικά έγινε ένα απλό, ταπεινό κομμάτι σε ένα γεγονός που ξεπερνούσε το προσωπικό».
Ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδύθηκαν από τον πόλεμο ριζικά αλλαγμένες. Η εμπειρία έφερε επανάσταση στην αμερικανική στάση απέναντι στη φορολογία και την αναδιανομή. Οταν ψηφίστηκε ο νόμος για τα Εσοδα του Πολέμου το 1917, γινόταν λόγος για «επίταξη των εισοδημάτων» και για «στρατολόγηση του πλούτου». Η έκκληση για δημοσιονομικό πατριωτισμό βοήθησε στη νομιμοποίηση του προοδευτικού φόρου εισοδήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες και από το 1944 η κορυφαία κλίματα φόρου είχε φτάσει το 94%.
Οι φόβοι για επέκταση της επανάστασης σε όλη την Ευρώπη αυξήθηκαν. Οι καταστροφές της Μεγάλης Υφεσης μόνο συνέβαλαν στο πρόβλημα, όπως έκανε και ο επίμονος αντικομμουνισμός στις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν η μείωση της ανισότητας να μετατραπεί σε σημαντική πολιτική προτεραιότητα.
Στα μέσα του 20ού αιώνα, η ατομική συμπεριφορά δεν θεωρούνταν πλέον η κινητήρια δύναμη των κοινωνικών αποτελεσμάτων, αλλά το αντίθετο. Η φτώχεια ήταν η συνέπεια, όχι η αιτία, των κοινωνικών δυσλειτουργιών και το κράτος πρόνοιας άρχισε να αντιμετωπίζεται ως ανάγκη. Τα προβλήματα των πολιτών θεωρήθηκαν κίνδυνοι σε μεγάλο βαθμό πέρα από τον ατομικό έλεγχο και οι κυβερνήσεις έπρεπε να παρεμβαίνουν για να δίνουν λύσεις μέσα από προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας.
Αυτές οι διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με την ατομική ευθύνη για την οικονομική κατάσταση του ατόμου συνοδεύτηκαν από μια νέα προσέγγιση στην οικονομική επίδοση. Η οικονομική αποτελεσματικότητα θεωρήθηκε συλλογικό επίτευγμα. Κανείς δεν μπορούσε να διεκδικήσει τα επιτεύγματα μιας εταιρείας ως δικά του. Ο συνδυασμός αυτών των τάσεων δημιούργησε μια πολιτική και πνευματική βάση για τις πολιτικές που αναδιανέμουν τον πλούτο και μειώνουν την οικονομική ανισότητα στις προηγμένες βιομηχανικές δημοκρατίες σε όλες τις μέσες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ακόμη και χωρίς καμία θεωρητική συναίνεση σχετικά με τη δικαιοσύνη ή την ισότητα. Το κράτος πρόνοιας ήταν η νέα πραγματικότητα!
Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών κάθε μία από αυτές τις τάσεις αντιστράφηκε. Η εποχή των επαναστάσεων, με την κλασική έννοια του όρου, έχει πλέον τελειώσει. Οι κοινωνικοί φόβοι φυσικά παρέμειναν, αλλά μετακινήθηκαν σε άλλους χώρους, όπως στη μετανάστευση, την ασφάλεια, την εγκληματικότητα… Αυτή η επιστροφή στο παρελθόν συνέτεινε στη δημιουργία ενός αυταρχικού κράτους και στην εγκατάλειψη των αρχών της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.
Σήμερα, το κράτος πρόνοιας βρίσκεται σε περίοδο βαθιάς κρίσης, επειδή η έννοια του κοινωνικού κινδύνου έχει διαβρωθεί από μια ανανεωμένη πίστη στην ατομική ευθύνη ως συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής. Οι σουμπετεριανοί επιχειρηματίες και καινοτόμοι έχουν κυριαρχήσει στην οικονομική ζωή, με την ατομική επίδοση και την προσωπική ευθύνη να εξυμνούνται παντού ως κεντρικής σημασίας για την επιτυχία και την αποτελεσματικότητα. Οι αρχές και οι προτεραιότητες που περιγράφει στα βιβλία του ο Γκάλμπρεϊθ και στις οποίες στηρίχτηκε ο κοινωνικός χαρακτήρας του κράτους αντιμετωπίζονται ως παρωχημένες και επικίνδυνες.
Στη νέα πραγματικότητα δεν υπάρχουν πλέον ισχυροί εξωγενείς παράγοντες που ωθούν τις αναπτυγμένες χώρες προς τις πολιτικές, οι οποίες κρατούν την ανισότητα σε λογαριασμό και όπως είναι αναμενόμενο, ελλείψει των παραγόντων αυτών, οι πολιτικές που συνθέτουν το κοινωνικό κράτος έχουν διαβρωθεί, συμβάλλοντας στην αύξηση της ανισότητας που ο καθένας έχει παρατηρήσει.
Για να επιστρέψει ο κόσμος στην… αλληλεγγύη πρέπει να αναθεωρήσει την κρατούσα αντίληψη της «ευθύνης» και να διεκδικήσει πολιτικές που θα εδράζονται σε μια στερεή, κοινή αντίληψη του τι συνεπάγεται η ισότητα και γιατί αξίζει να προωθηθεί.
*Δημοσιογράφος, συγγραφέας
.efsyn.gr