Φιλοξενούμε σήμερα ένα άρθρο των Στάθη Κουβελάκη και Κώστα Λαπαβίτσα για την τρέχουσα πολιτική συγκυρία και την Αριστερά. Θα ακολουθήσουν άλλα δύο, το πρώτο για την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού και το δεύτερο για το περιεχόμενο της ρήξης που σήμερα χρειάζεται η ελληνική κοινωνία.
Το κοινωνικό και οικονομικό τέλμα
Τα χρόνια μετά το 2010 η Ελλάδα διεκδίκησε μια παγκόσμια πρωτοτυπία: στις διαδοχικές κυβερνήσεις που γνώρισε συμμετείχαν κόμματα από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος – από την ακροδεξιά του ΛΑΟΣ μέχρι τη «ριζοσπαστική Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ. Όλη αυτή η πολυμορφία κατέληξε στην εφαρμογή των ίδιων πολιτικών, υπαγορευμένων από τα τρία μνημόνια που υπέγραψαν και εφάρμοσαν απαρέγκλιτα αυτές οι κυβερνήσεις.
Η μοναδική ανατροπή που εν τέλει υλοποιήθηκε ήταν ακριβώς η αντίθετη από αυτήν που με κάθε τρόπο αναζήτησαν οι ορμητικές λαϊκές κινητοποιήσεις της περιόδου 2010-2015, όταν το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015 έγινε ΝΑΙ από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που εμπέδωσε ακριβώς το μνημονιακό καθεστώς το οποίο είχε δεσμευτεί να ανατρέψει.
Τα αποτελέσματα εκείνης της κατά κράτος παράδοσης δικαίωσαν τις προβλέψεις όσων είχαν αντισταθεί στα μνημόνια και στην πολιτική κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ.
Παρά την ανάκαμψη της τελευταίας διετίας, το ΑΕΠ της χώρας είναι σήμερα τουλάχιστον 20% χαμηλότερο από το προ κρίσης επίπεδο, μια απώλεια που δεν πρόκειται να αναπληρωθεί για πολλά ακόμη χρόνια. Το δημόσιο χρέος είναι τεράστιο και η χρηματική αξία του συνεχίζει να διογκώνεται. Οι ελληνικοί μισθοί είναι οι τέταρτοι χαμηλότεροι στην ΕΕ σύμφωνα με την EUROSTAT. Η φτώχεια έχει ριζώσει για τα καλά στα λαϊκά στρώματα, οι νεότερες γενιές είναι αντιμέτωπες με το φάσμα της ανεργίας, της επισφάλειας, της μετανάστευσης. Ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 3,5% σε μια δεκαετία και περιοχές ολόκληρες ερημώνονται (Δυτ. Μακεδονία -10%, Πελοπόννησος -7%).
Με τις σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις και τις λεγόμενες ανεξάρτητες αρχές, το ελληνικό κράτος έχει απωλέσει όλα τα κρίσιμα εργαλεία άσκησης πολιτικής. Οι μνημονιακές υποχρεώσεις, με την υπογραφή του νυν αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα κρατήσουν τη χώρα δέσμια για πολλά ακόμη χρόνια. Στη μεταμνημονιακή τυπικά, αλλά μεταδημοκρατική επί της ουσίας, Ελλάδα του 2023, η έννοια της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας έχει χάσει κάθε νόημα.
Το πολιτικό αδιέξοδο
Το υπάρχον πολιτικό σκηνικό αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την εσαεί συνέχιση αυτού του κατήφορου. Η ΝΔ του Μητσοτάκη προωθεί ένα νεοφιλελεύθερο και αυταρχικό οδοστρωτήρα, που είναι συστατικό στοιχείο του μνημονιακού πλαισίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να ανακτήσει την εξουσία με θολές υποσχέσεις, οι οποίες αφήνουν άθικτο το δεσμευτικό πλαίσιο. Και πως θα μπορούσε εξάλλου να είναι αλλιώς μετά από την υποδειγματικά μνημονιακή κυβερνητική του θητεία;
Το ΚΚΕ, που συσπειρώνει ακόμη ένα αξιόλογο πολιτικό δυναμικό, εμμένει δυστυχώς στον αδιέξοδο μονήρη δρόμο των τελευταίων πολλών χρόνων, παρά κάποια ενωτικά ανοίγματα σε ορισμένες κινηματικές στιγμές. Πρόκειται για έναν δρόμο που οδηγεί σε μια ιδιόμορφη παθητικότητα στο καθαυτό πολιτικό πεδίο, αλλά και σε εκλογική στασιμότητα.
Το ΜέΡΑ25, από την άλλη, έχει δείξει σημαντική ιδεολογική κινητικότητα και αλλαγή στην πολιτική του στόχευση, αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι μπορεί από μόνο του να δώσει τις απαραίτητες πολιτικές απαντήσεις.
Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, τέλος, είναι αποδυναμωμένη και φαίνεται ανήμπορη να ξεπεράσει τον κατακερματισμό της. Αδυνατεί ακόμη και να αρθρώσει λόγο κατανοητό από ένα στοιχειωδώς ευρύτερο ακροατήριο.
Η σημερινή εικόνα απέχει πολύ από το να εμπνέει ενθουσιασμό. Η ήττα του 2015 είναι ιστορικής σημασίας, το τραύμα δεν έχει καθόλου ξεπεραστεί, και η αντιμετώπιση του θα απαιτήσει πολύ μεγάλη προσπάθεια.
Το ενθαρρυντικό είναι ότι την τελευταία διετία οι κοινωνικές αντιστάσεις αναθερμάνθηκαν, με αξιόλογες απεργιακές κινητοποιήσεις και αγώνες ενάντια στον αυταρχισμό και την αστυνομική καταστολή. Παραμένουν όμως αποσπασματικές και αμυντικές.
Επιπλέον, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι από μόνα τους, τα κινήματα, αν και ζωτικής σημασίας, δεν επαρκούν για να συγκροτηθεί μια συνολική εναλλακτική πρόταση, ιδιαίτερα μάλιστα στις συνθήκες της ιστορικής ήττας του 2015. Μια νέα πολιτική παρέμβαση είναι απαραίτητη για την άρση του αδιεξόδου.
Είναι εφικτή μια νέα αρχή;
Η εναλλακτική πολιτική πρόταση θα πρέπει να έχει την ευρύτητα που χρειάζεται, απευθυνόμενη σε όλο το φάσμα της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, διαμορφώνοντας θέσεις που θα απαντάνε στα καυτά κοινωνικά προβλήματα. Το τέλμα της Ελλάδας είναι τόσο βαθύ που μόνο ευρύτατες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες μπορούν να το αντιμετωπίσουν.
Για να έχει όμως οποιαδήποτε ελπίδα επιτυχίας, μια τέτοια πρόταση θα πρέπει να έχει στον πυρήνα της την ουσιαστική συμπόρευση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η ριζοσπαστική Αριστερά είναι ένας όρος που, μετά τον εξευτελισμό του ΣΥΡΙΖΑ, έχει δικαιολογημένα χάσει την αίγλη και την ελκυστικότητα που κάποτε είχε. Παραμένει όμως ο ευρύς πολιτικός χώρος που δεν μεταθέτει την ανατροπή του ελληνικού καπιταλισμού στο απώτερο μέλλον, αλλά την επιδιώκει στις σημερινές συνθήκες. Από μέσα του ξεπήδησαν οι μόνες πολιτικές προσπάθειες που πραγματικά απείλησαν την κυριαρχία του ελληνικού αστισμού, ιδίως την προηγούμενη δεκαετία, όταν τέθηκε το ζήτημα της συμμετοχής στην ΟΝΕ. Από τη φύση του περιλαμβάνει και κοινοβουλευτικές και εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις. Είναι παιδαριώδες σφάλμα να θεωρείται ο στόχος της συμμετοχής στο κοινοβούλιο ως έλλειψη πολιτικού ριζοσπαστισμού.
Το πρώτο βήμα, λοιπόν, είναι η συμπόρευση των ριζοσπαστικών αριστερών δυνάμεων, η οποία θα πρέπει να έχει στρατηγικό και όχι εκλογικό χαρακτήρα. Ο άμεσος στόχος είναι να έρθουν οι δυνάμεις αυτές στο προσκήνιο, δίνοντας ώθηση και προοπτική στους κοινωνικούς αγώνες. Ο ευρύτερος στόχος είναι να λειτουργήσει η ριζοσπαστική Αριστερά ως καταλύτης για τις ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες που έχει απόλυτη ανάγκη η χώρα.
Για να καταλήξει θετικά μια τέτοια προσπάθεια, εν όψει μάλιστα της παρατεταμένης εκλογικής μάχης του επόμενων μηνών, χρειάζεται να συζητηθούν οι δυσκολίες, οι διαφωνίες και τα σημεία που μένει να αποσαφηνιστούν. Τα βασικότερα δε ζητήματα έχουν να κάνουν με τη θέση και το ρόλο του ΜέΡΑ25.
Η μετεξέλιξη του ΜέΡΑ25
Για όσους αρνούνται τόσο τον κοντόφθαλμο ρεαλισμό του «μικρότερου κακού» όσο και την ανέξοδη ασφάλεια του σεκταρισμού, η πορεία που ακολούθησε το ΜέΡΑ25, και η συζήτηση που άνοιξε με το πρόσφατο κείμενο του Γιάνη Βαρουφάκη χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.
Το ΜέΡΑ25, που κατόρθωσε οριακά να αποκτήσει κοινοβουλευτική παρουσία το 2019, έχει μετατοπιστεί σταδιακά σε μια ριζοσπαστικότερη κατεύθυνση, ξεκαθαρίζοντας κρίσιμα σημεία της πολιτικής του πρότασης. Στο κείμενο, ο επικεφαλής του αναγνωρίζει ότι η ΕΕ δεν μεταρρυθμίζεται (άρα ότι η ρήξη με αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαία, συμπεριλαμβάνοντας την ΟΝΕ), απαιτεί την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ (και την άρνηση εμπλοκής της χώρας στον πόλεμο της Ουκρανίας) και θέτει ως στρατηγικό ορίζοντα την απελευθέρωση από τις καπιταλιστικές σχέσεις και από κάθε μορφής καταπίεση.
Το κόμμα συνδυάζει αυτούς τους πυλώνες με την ευαισθησία που επέδειξε εξαρχής σε θεματικές που προβάλουν μια σειρά από κινήματα της εποχής μας: φεμινισμός, ΛΟΑΤΚΙ, οικολογία, αντιρατσισμός και αντιφασισμός, υπεράσπιση δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Ο συνδυασμός αυτός έχει αποκτήσει σχετική συνεκτικότητα, οδηγώντας σε σταδιακή αναδιάταξη του στελεχικού δυναμικού του ΜέΡΑ25, το οποίο προέρχεται σε σημαντικό βαθμό από τη ριζοσπαστική Αριστερά. Πρόκειται για μια σοβαρή ένδειξη ότι όντως έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία «μετεξέλιξης και ριζοσπαστικοποίησης».
Τα προβλήματα όμως είναι επίσης πολύ μεγάλα και δεν έχουν τόσο να κάνουν με τις καταβολές του ΜέΡΑ25, δηλαδή το κατά πόσο έχει βγει από τον ιστορικό κορμό της Αριστεράς, όπως ισχυρίζεται ο Βαρουφάκης. Το κυριότερο πρόβλημα είναι η αντίληψη της πολιτικής που κομίζει το ΜέΡΑ25, με τον συγκεκριμένο τρόπο συγκρότησής του, και την πρακτική που απορρέει από αυτόν.
Σχηματικά μιλώντας, πρόκειται για μια αντίληψη που έχει κυρίως επικοινωνιακό χαρακτήρα, η οποία σε καθοριστικό βαθμό επικεντρώνεται στην δραστηριότητα του επικεφαλής του, χωρίς να παραβλέπουμε βέβαια την ποιότητα της παρέμβασης της κοινοβουλευτικής του ομάδας.
Αυτό που συνεχίζει να διακρίνει το ΜέΡΑ25 από την πάγια φυσιογνωμία της ριζοσπαστικής Αριστεράς εντοπίζεται ακριβώς εδώ: στην απουσία κοινωνικών αγκυρώσεων και συστηματικής παρέμβασης στους χώρους που έχουν στρατηγική σημασία για τα λαϊκά στρώματα και τις καταπιεσμένες ομάδες. Το ΜέΡΑ25 δεν στοχεύει στρατηγικά στα συνδικάτα και στις λαϊκές κινητοποιήσεις, στα πανεπιστήμια και τις γειτονιές, εκεί που συγκροτούνται οι αντιστάσεις και δίνονται οι καθημερινές και οι μεγάλες μάχες.
Αυτή η έλλειψη παίζει ανασχετικό ρόλο στην αναγκαία συμπόρευση της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μπορεί όμως να λειτουργήσει και αντίστροφα. Αν υπάρξει η πολιτική βούληση, θα μπορούσε να ήταν το έναυσμα για μια προσπάθεια συγκρότησης ενός νέου δυναμικού πόλου αγκυρωμένου στους κοινωνικούς αγώνες, με ευρύτερες πολιτικές ευαισθησίες. Ένας τέτοιος πόλος θα μπορούσε να έχει ανατρεπτική δυναμική στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Το μοντέλο Μελανσόν και η προοπτική ενότητας «από τα κάτω»
Κάτι τέτοιο απαιτεί σίγουρα ένα σοβαρό προγραμματικό υπόβαθρο, ένα «κοινό πρόγραμμα ρήξης», όπως σωστά το θέτει ο Γιάνης Βαρουφάκης. Περιέργως όμως αρνείται κάθε θετική αναφορά στην γαλλική εμπειρία συγκρότησης της επιτυχημένης αριστερής συμμαχίας της οποίας ηγήθηκε ο Μελανσόν (NUPES). Ο επικεφαλής του ΜέΡΑ25 την υποβαθμίζει σε μια έξυπνη τακτική κίνηση του Μελανσόν με στόχο να στερήσει από τον Μακρόν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τα πράγματα όμως είναι πολύ πιο σύνθετα.
Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών ανέδειξε την Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν σε πρώτη δύναμη στην ευρύτερη Αριστερά με πολύ μεγάλη διαφορά. Οι υπόλοιπες δυνάμεις δεν είχαν άλλη επιλογή από κοινή συμμετοχή στη βάση του προγράμματος του Μελανσόν – του οποίου όλοι αναγνωρίζουν την σοβαρότητα της επεξεργασίας.
Μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις προέκυψε ένα εκτενέστατο κείμενο θέσεων (προσβάσιμο εδώ), κάθε άλλο παρά το «Μη Πρόγραμμα» για το οποίο κάνει λόγο ο Γιάνης Βαρουφάκης. Είναι μια συνολική πρόταση που ξηλώνει όλο το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο των κυβερνήσεων Ολάντ και Μακρόν και προβλέπει ρητά την αναγκαία ανυπακοή ως προς το πλαίσιο της ΕΕ.
Καταγράφηκαν βέβαια και σημαντικά σημεία διαφωνίας από σοσιαλιστές και πράσινους, αλλά η ενωτική διάθεση στη λαϊκή βάση της Αριστεράς κυριάρχησε. Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της γαλλικής κοινωνίας έχει αμετάκλητα χρεοκοπήσει και απαιτείται νέα παρέμβαση από την Αριστερά.
Μπορεί η NUPES να μην συγκρότησε ενιαία κοινοβουλευτική ομάδα, όπως πρότεινε ο Μελανσόν, διαθέτει όμως κοινό διακομματικό όργανο που συνεδριάζει σε εβδομαδιαία βάση, και ακολουθεί κοινή στάση, καταθέτοντας κοινές προτάσεις, σε όλα τα βασικά θέματα (εκτός εξωτερικής πολιτικής). Πρόκειται για μια από τις λίγες επιτυχίες της Αριστεράς πανευρωπαϊκά.
Η γαλλική εμπειρία δείχνει ότι μια αριστερή ενωτική πρόταση που έχει πλειοψηφική φιλοδοξία αποκτά αξιοπιστία όταν στηρίζεται στην ηγεμονική παρουσία ενός ριζοσπαστικού πόλου, με σοβαρή προγραμματική επεξεργασία και εμπειρία κοινής δράσης στα κινήματα και στους λεγόμενους «ενδιάμεσους» θεσμούς, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση. Τότε το «από τα κάτω» και το «από τα πάνω» συμβαδίζουν και δημιουργούν τις αναγκαίες διαμεσολαβήσεις.
Η σημερινή Ελλάδα απέχει ακόμη πολύ από αυτό το σημείο. Το επίδικο εδώ είναι μια συμπόρευση δυνάμεων που καλύπτουν μεν ένα πολύ πιο περιορισμένο φάσμα και έχουν σαφώς μικρότερο εκλογικό βάρος, αλλά στοχεύουν στο σχηματισμό ενός ηγεμονικού ριζοσπαστικού πόλου. Θα πρέπει οπωσδήποτε να αποτραπεί ο εγκλωβισμός της αριστερής βάσης στο δίλημμα του «μικρότερου κακού», που όπως κατέδειξε η πρόσφατη πείρα είναι η ασφαλέστερη οδός προς το ακόμη μεγαλύτερο κακό.
Η εγγύτητα των προγραμματικών θέσεων μεταξύ των πιθανών δυνάμεων είναι σαφώς μεγαλύτερη από αυτήν της γαλλικής Αριστεράς. Ένα κοινό προγραμματικό πλαίσιο είναι εφικτό, ειδικά στο επίπεδο ενός εκλογικού προγράμματος, ξεκινώντας με τα 7+1 σημεία του ΜέΡΑ25 σε ό,τι αφορά τα καυτά θέματα της συγκυρίας, δηλαδή τα άμεσα λαϊκά προβλήματα. Μια πιο στρατηγική προγραμματική σύγκλιση γύρω από ένα μεταβατικό πρόγραμμα σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, όπως προτείνει ο Σεραφείμ Σεφεριάδης, θα ήταν το αμέσως επόμενο βήμα.
Οι διαφορές πολιτικής πρακτικής και κοινωνικής αγκύρωσης δημιουργούν βέβαια ιδιάζουσες δυσκολίες, αλλά είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν είναι ανυπέρβλητες. Για να ξεπεραστούν και να μη μείνουν όλα αυτά ασκήσεις επί χάρτου και ευκαιριακοί χειρισμοί, θα πρέπει να συνοδεύονται από συγκλίσεις και ζυμώσεις στους κοινωνικούς χώρους και τα ενδιάμεσα θεσμικά επίπεδα. Μόνον αυτές μπορούν να δώσουν συγκεκριμένο περιεχόμενο, διάρκεια και δυναμική στην απαιτούμενη πολιτική προσπάθεια.
Οι μέρες που έρχονται προμηνύονται δύσκολες για τα λαϊκά στρώματα και τις νεότερες γενιές της χώρας μας. Το λιγότερο που οφείλουμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις μιας νέας αρχής που θα αντλεί από το παρελθόν, αλλά θα κοιτάει προς το αύριο.
thepressproject.gr