Τα φτωχόπαιδα του Πολυτεχνείου, της Μαριάννας Τζιαντζή

Τα φτωχόπαιδα του Πολυτεχνείου, της Μαριάννας Τζιαντζή

  • |

Δεν διαθέτουμε στατιστικά στοιχεία για την κοινωνική σύνθεση των φοιτητών στα ελληνικά πανεπιστήμια στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας. Επίσης δεν διαθέτουμε στοιχεία για την κοινωνική σύνθεση, την ταξική προέλευση των νέων (φοιτητών και μη) που τον Νοέμβρη του ’73 βρέθηκαν «μέσα» στο Πολυτεχνείο. Ωστόσο, χάρη σε δύο σημαντικές μελέτες, που εκδόθηκαν πολύ πρόσφατα (του Ιερώνυμου Λύκαρη και του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη), αρχίζουμε να μαθαίνουμε περισσότερα για τους νέους που συμμετείχαν στις ηρωικές κινητοποιήσεις «έξω» από το Πολυτεχνείο, παίζοντας τη ζωή τους κορόνα γράμματα.

Ανάμεσά τους φοιτητές, μαθητές, ελεύθεροι επαγγελματίες, καλλιτέχνες, όμως οι περισσότεροι ήταν φτωχόπαιδα, παιδιά της εργατικής τάξης, οικοδόμοι, νεαροί βιοπαλαιστές. Ήταν αυτοί που συνέλαβε η Ασφάλεια, που δέχτηκαν τις σφαίρες των ένστολων, αυτοί που τα ονόματα και η επαγγελματική τους ιδιότητα έχουν καταγραφεί στις επίσημες καταστάσεις της αστυνομίας, των κλινικών και των νοσοκομείων.

Αυτοί οι αγωνιστές δεν έδωσαν τον τόνο στη βιβλιογραφία, στις μαρτυρίες, στα αφιερώματα του Τύπου κ.λπ. που είδαν το φως μετά το 1974 και τα οποία πληθαίνουν στη φετινή επέτειο. Σήμερα ξέρουμε πολλά για την πρωτοπορία των φοιτητών εκείνων των χρόνων (π.χ. για τη δράση των εθνοτοπικών φοιτητικών συλλόγων), όμως οι περισσότεροι από τους «μαχητές των δρόμων», τα λαϊκά παιδιά που κυριολεκτικά έδωσαν το αίμα τους για να γίνει ο Νοέμβρης αυτό που έγινε, παραμένουν στη σκιά. Την Ιστορία δεν την γράφουν μόνο οι νικητές• την γράφουν ή την αφηγούνται και οι γραμματιζούμενοι — κι αυτό συνέβαινε από τα χρόνια κιόλας του Μεσαίωνα.

Δεν εννοώ ότι μέσα στο φοιτητικό κίνημα υπήρχαν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε πρωτευουσιάνους κι επαρχιώτες, σε πλούσιους και φτωχούς ή μικρομεσαίους.

Υπήρχε η δημοκρατία του αγώνα όπου τα εξωτερικά γνωρίσματα του κοινωνικού στάτους εξαλείφονταν. Η επέλαση του λαϊφστάιλ ήρθε πολύ αργότερα. Τότε υπήρχε η δημοκρατία του μπλουτζίν, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί. Όμως ειδικά στο Πολυτεχνείο και στην Ιατρική οι εργαζόμενοι φοιτητές ήταν λίγοι. Όχι μόνο γιατί ήταν υποχρεωτική η παρακολούθηση (εργαστήρια, παραδόσεις κ.λπ.) αλλά και γιατί οι οικογένειές τους μπορούσαν, κουτσά στραβά ή άνετα, να τους συντηρούν. Η γενιά του Πολυτεχνείου δεν ήταν στερημένη, αλλά ούτε και υπερχορτασμένη. Όμως τότε υπήρχε κάτι που διευκόλυνε την κοινωνικοποίηση, την πολιτικοποίηση, την οργάνωση, τη χειραφέτηση. Κάτι που δεν ήταν εύκολο να βρεθεί στους σπουδαστές των τεχνικών σχολών ή στα παιδιά της βιοπάλης.

Οι φοιτητές του ’73 δεν ήταν «δρακογενιά», όπως χαρακτηρίστηκε η γενιά της Εθνικής Αντίστασης. Εκείνη η γενιά γνώρισε τα Έκτακτα Στρατοδικεία, το εκτελεστικό απόσπασμα, τον ξεριζωμό, τη μετεμφυλιακή τρομοκρατία. Καμία σύγκριση από την άποψη της θυσίας και της προσφοράς.

Συνηθισμένοι νέοι ήταν οι περισσότεροι από αυτούς που συμμετείχαν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Νέοι που ερωτεύονταν, διασκέδαζαν, συζητούσαν «διά ζώσης», είχαν την πολυτέλεια να πηγαίνουν σινεμά και θέατρο, να αγοράζουν βιβλία, αναζητώντας ταυτόχρονα το «εμείς», δεν τους αρκούσε το «εγώ». Αλλά και τυχεροί, «προνομιούχοι» μέσα στο όχι και τόσο μικρό φοιτητικό τους σύμπαν. Τυχεροί λόγω της συγκυρίας και του χώρου όπου βρέθηκαν. Είχαν ελεύθερο χρόνο, υπήρχαν ερεθίσματα κι ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορούσαν να εκφραστούν. Υπήρχε ένας ισχυρός προφορικός πολιτισμός. Δεν υπήρχε η τεράστια επαγγελματική ανασφάλεια των σημερινών σπουδαστών και αποφοίτων. Επιπλέον υπήρχε ο απόηχος του Μάη του ’68, υπήρχαν χώρες αναφοράς, η Σοβιετική Ένωση, η Κούβα, γι’ άλλους η Κίνα. Ο Φιντέλ Κάστρο ζούσε, όπως ζούσαν ο Ζαν Πολ Σαρτρ και ο Μαρκούζε — για τους πιο υποψιασμένους. Οι φοιτητές είχαν ευκαιρίες, δυνατότητες που δεν τις είχαν οι εργαζόμενοι συνομήλικοί τους.

Είχαν τους κώδικές τους, τα δικά τους inside jokes, τα στέκια τους (μπουάτ, ταβέρνες, σινεμά), τις «δικές» τους μουσικές (διαφορετικές από τον μουσικό πολτό της χούντας), είχαν πολλές κοινές πολιτισμικές αναφορές. Δεν κουβαλούσαν τις δημόσιες αμαρτίες του παλιού πολιτικού κόσμου, δεν τον νοσταλγούσαν, δεν ονειρεύονταν την επαναφορά του. Ωστόσο, δεν αποτελούσαν γκέτο, καθώς ήταν ισχυρό αυτό που τους ένωνε με τη μεγάλη πλειοψηφία των νέων και του λαού, δηλαδή το μίσος για τη χούντα, τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, το πάθος για τη λευτεριά (και όχι για έναν Κωνσταντίνο Καραμανλή σωτήρα).

Και ένα ερώτημα, για το οποίο δεν υπάρχει εύκολη απάντηση, είναι το πώς τα φτωχόπαιδα της σύγχρονης εποχής θα δώσουν τον δικό τους τόνο στους αγώνες του σήμερα και του αύριο, πώς θα τραγουδήσουν τα ίδια τραγούδια με τα παιδιά των μεταπτυχιακών και το λεγόμενο «προτζεκταριάτο», πώς θα μιλήσουν την ίδια γλώσσα, πώς θα αντισταθούν -συλλογικά και νικηφόρα- στα τέρατα της εξουσίας, του πολέμου και του χρήματος;

kommon.gr/

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος