Το Παρίσι στα χέρια της Εθνοφρουράς

Το Παρίσι στα χέρια της Εθνοφρουράς

  • |

Τα γεγονότα που οδήγησαν στην ανακήρυξη της Κομμούνας

Πα­ρί­σι, 18 Μαρ­τί­ου 1871, η Εθνο­φρου­ρά  της πόλης, που απο­τε­λεί­ται από ερ­γά­τες στην πλειο­ψη­φία της, ωθεί την επί­ση­μη κυ­βέρ­νη­ση σε άτα­κτη φυγή, κα­τα­λαμ­βά­νει το Δη­μαρ­χείο και την πο­λι­τι­κή εξου­σία στο όνομα του πα­ρι­σι­νού λαού και τον καλεί να κυ­βερ­νή­σει. Ο λαός, ενά­ντια σε κάθε πρό­βλε­ψη, πέρα από κάθε ελ­πί­δα, κάνει ακρι­βώς αυτό. Επί 72 μέρες δεν υπήρ­χε άλλη κυ­βέρ­νη­ση στο Πα­ρί­σι πέρα από την κυ­βέρ­νη­ση του φτω­χού λαού, του ερ­γα­ζό­με­νου λαού, μια κυ­βέρ­νη­ση ανώ­νυ­μων και τα­πει­νών αντρών και γυ­ναι­κών που τόλ­μη­σαν να ονει­ρευ­τούν και να κά­νουν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μια νέα, δια­φο­ρε­τι­κή κοι­νω­νία. Αυτό το «θρά­σος» τους το πλή­ρω­σαν με τις ζωές τους, αλλά το αίμα τους πό­τι­σε τους αγώ­νες των φτω­χών και των κα­τα­τρεγ­μέ­νων σε όλη την υφή­λιο ώστε να καρ­πο­φο­ρή­σουν.

Ελένη Πελέκη |

Η αστι­κή τάξη της Γαλ­λί­ας, κα­τα­λα­βαί­νο­ντας έντρο­μη τις τε­ρά­στιες για την ίδια συ­νέ­πειες αυτού του γε­γο­νό­τος, προ­σπά­θη­σε από την πρώτη στιγ­μή να συ­κο­φα­ντή­σει και να δια­στρε­βλώ­σει τόσο τον αυ­θόρ­μη­το όσο και τον μα­ζι­κό χα­ρα­κτή­ρα της Κομ­μού­νας. Οι αστι­κές εφη­με­ρί­δες κα­τήγ­γει­λαν τόσο τους μαρ­ξι­στές και την Πρώτη Διε­θνή όσο και αναρ­χι­κούς αγω­νι­στές για συ­νω­μο­τι­κές εγκλη­μα­τι­κές ενέρ­γειες ενα­ντί­ον του γαλ­λι­κού λαού και κα­λού­σαν τις αρχές να επι­βά­λουν το νόμο και την τάξη στον «ανή­θι­κο» όχλο του Πα­ρι­σιού. Τί­πο­τα δεν θα μπο­ρού­σε να απέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο από την αλή­θεια. Η επα­νά­στα­ση της 18ης Μάρτη ξάφ­νια­σε τους αρι­στε­ρούς και αναρ­χι­κούς όσο και τους αστούς. Κα­νέ­νας από τους πιο γνω­στούς επα­να­στά­τες δεν βρι­σκό­ταν εκεί­νες τις μέρες στο Πα­ρί­σι, ενώ η Διε­θνής Ένωση Ερ­γα­τών ήταν τόσο μπερ­δε­μέ­νη από τις εξε­λί­ξεις που έβγα­λε την πρώτη της ανα­κοί­νω­ση μόλις στις 23 Μαρ­τί­ου. Οι δια­κη­ρύ­ξεις της Κομ­μού­νας υπο­γρά­φο­νταν από άγνω­στους ερ­γά­τες και μι­κρο­α­στούς που είχαν ανα­δει­χθεί όχι από πο­λι­τι­κά σα­λό­νια αλλά από τις βιο­τε­χνί­ες όπου δού­λευαν, από τα τάγ­μα­τά τους και από τις λέ­σχες των γει­το­νιών τους.

Από τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση του 1789 το Πα­ρί­σι ήταν η καρ­διά των πο­λι­τι­κών εξε­λί­ξε­ων και ζυ­μώ­σε­ων της Ευ­ρώ­πης. Ει­δι­κά από το πρα­ξι­κό­πη­μα του Να­πο­λέ­ο­ντα Βο­να­πάρ­τη Γ΄ το 1851 και την πα­λι­νόρ­θω­ση της αυ­το­κρα­το­ρί­ας, η ενα­σχό­λη­ση του λαού και της ερ­γα­τι­κής τάξης με τα ζη­τή­μα­τα της πο­λι­τι­κής ήταν όλο και με­γα­λύ­τε­ρη. Ταυ­τό­χρο­να, αυ­ξα­νό­ταν και η ορ­γά­νω­ση της τάξης σε σω­μα­τεία, ερ­γα­τι­κές λέ­σχες και ερ­γα­τι­κές εται­ρεί­ες που παρά το ημι­πα­ρά­νο­μο κα­θε­στώς τους ξε­πε­τιού­νταν διαρ­κώς στις συ­νοι­κί­ες του Πα­ρι­σιού, κυ­ρί­ως μετά την εξέ­γερ­ση του 1848. Στις αρχές του 1871 τρία ρι­ζο­σπα­στι­κά ρεύ­μα­τα επη­ρέ­α­ζαν την πο­λι­τι­κή συ­ζή­τη­ση και σκέψη των Πα­ρι­ζιά­νων, οι πρου­ντο­νι­κοί, οι μπλαν­κι­στές και οι νε­οϊ­α­κω­βί­νοι, χωρίς να λεί­πουν βέ­βαια και οι οπα­δοί της Πρώ­της Διε­θνούς. Και ενώ κα­νέ­να από αυτά τα ρεύ­μα­τα δεν μπο­ρεί κα­νείς να ισχυ­ρι­στεί ότι κα­τά­φε­ρε την ιδε­ο­λο­γι­κή κα­θο­δή­γη­ση της Κομ­μού­νας, όλα αγκά­λια­σαν την αυ­θε­ντι­κή αυ­τε­νέρ­γεια του ερ­γα­ζό­με­νου λαού από τα­ξι­κό, επα­να­στα­τι­κό έν­στι­κτο και όλα συ­νέ­βα­λαν τόσο θε­τι­κά όσο και αρ­νη­τι­κά στην πο­ρεία της, όπως θα δούμε πα­ρα­κά­τω.

Πώς φτά­σα­με στην Κομ­μού­να

Στις 19 Ιου­λί­ου 1870, ο Να­πο­λέ­ων Γ΄ κη­ρύσ­σει τον πό­λε­μο ενα­ντί­ον των ενω­μέ­νων υπό την πρω­σι­κή ηγε­σία γερ­μα­νι­κών κρα­τών. Σύ­ντο­μα όμως ο γαλ­λι­κός στρα­τός βρέ­θη­κε να χάνει τις μάχες τη μία μετά την άλλη ενά­ντια στον σαφώς ανώ­τε­ρο τόσο ορ­γα­νω­τι­κά όσο και αριθ­μη­τι­κά στρα­τό του Βί­σμαρκ. Λι­γό­τε­ρο από ενά­μι­ση μήνα αρ­γό­τε­ρα, στις 2 Σε­πτεμ­βρί­ου, ο αυ­το­κρά­το­ρας, έχο­ντας ητ­τη­θεί στη μάχη του Σε­ντάν, πα­ρα­δί­δε­ται στους Πρώ­σους και είναι πλέον αιχ­μά­λω­τος, όπως και πε­ρί­που 200.000 Γάλ­λοι στρα­τιώ­τες.

Η συ­ντρι­πτι­κή ήττα αυτής της κα­κο­σχε­δια­σμέ­νης εκ­στρα­τεί­ας είχε κα­τα­στρο­φι­κές συ­νέ­πειες για τον γαλ­λι­κό λαό. Εκτός από το τρα­γι­κό κό­στος σε αν­θρώ­πι­νες ζωές και τους χι­λιά­δες αιχ­μα­λώ­τους πο­λέ­μου, οι πε­ριο­χές της Αλ­σα­τί­ας και της Λο­ρέ­νης βρί­σκο­νταν πλέον υπό πρω­σι­κή κα­το­χή, ενώ η επέ­λα­ση των γερ­μα­νι­κών στρα­τευ­μά­των συ­νε­χι­ζό­ταν σχε­δόν ανε­μπό­δι­στη στη γαλ­λι­κή επι­κρά­τεια. Ήδη από τα τέλη Αυ­γού­στου είχαν ξε­σπά­σει εξε­γέρ­σεις στη Μασ­σα­λία και τη Λιόν, που ζη­τού­σαν την πα­ραί­τη­ση του αυ­το­κρά­το­ρα και τον εξο­πλι­σμό του λαού. Στις 4 Σε­πτεμ­βρί­ου, ο λαός του Πα­ρι­σιού μαζί με την Εθνο­φρου­ρά της πόλης πε­ρι­κυ­κλώ­νει την Εθνο­συ­νέ­λευ­ση (Βουλή) και ανα­γκά­ζει τους δη­μάρ­χους και τους βου­λευ­τές του Πα­ρι­σιού να σχη­μα­τί­σουν μια δη­μο­κρα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση για να ορ­γα­νώ­σουν την άμυνα της πόλης και της χώρας. Η Δεύ­τε­ρη Αυ­το­κρα­το­ρία κα­ταρ­ρέ­ει και αντι­κα­θί­στα­ται από μια απρό­θυ­μη προ­σω­ρι­νή Κυ­βέρ­νη­ση Εθνι­κής Άμυ­νας (KEA) με αρ­χη­γό τον στρα­τη­γό Τροσί.

Αυτοί οι με­γα­λο­α­στοί που βρέ­θη­καν στην εξου­σία από τη μα­ζι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση των λαϊ­κών στρω­μά­των αντι­με­τώ­πι­σαν ξαφ­νι­κά ένα τρο­μα­κτι­κό δί­λημ­μα. Αντι­κει­με­νι­κά, ο μόνος τρό­πος να ανα­κο­πεί η επέ­λα­ση του πρω­σι­κού στρα­τού και να κερ­δη­θεί ο πό­λε­μος ήταν να εξο­πλί­σουν μα­ζι­κά το λαό. Η πρό­σφα­τη ιστο­ρία της Γαλ­λί­ας όμως είχε δεί­ξει ότι κάτι τέ­τοιο θα οδη­γού­σε σί­γου­ρα σε επα­να­στα­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες, που θα απει­λού­σαν και την πο­λι­τι­κή και την οι­κο­νο­μι­κή εξου­σία της αστι­κής τάξης. Πολ­λοί από αυ­τούς άλ­λω­στε, όπως ο Ζιλ Φαβρ, ο Ζιλ Φερί και ο Αδόλ­φος Θιέρ­σος, είχαν δεί­ξει το βάθος των δη­μο­κρα­τι­κών τους πε­ποι­θή­σε­ων όταν έπαι­ξαν κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο στην άγρια κα­τα­στο­λή της εξέ­γερ­σης του 1848. Ο ίδιος ο Τροσί, μο­ναρ­χι­κός και αρ­χη­γός του στρα­τού του Πα­ρι­σιού υπό τον Βο­να­πάρ­τη, δέ­χτη­κε το ρόλο του επι­κε­φα­λής της κυ­βέρ­νη­σης μόνο εφό­σον έλαβε υπο­σχέ­σεις πως θα δεν γι­νό­ταν καμία επί­θε­ση ενα­ντί­ον του θεού, της οι­κο­γέ­νειας και της ιδιω­τι­κής πε­ριου­σί­ας.

Με αυτές τις προ­τε­ραιό­τη­τες, η ΚΕΑ αξιο­ποί­η­σε τον πα­τριω­τι­σμό και την εθνι­κή ενό­τη­τα όχι για να ορ­γα­νώ­σει οποια­δή­πο­τε απο­τε­λε­σμα­τι­κή άμυνα, αλλά για να αρ­χί­σει τις δια­πραγ­μα­τεύ­σεις για συν­θη­κο­λό­γη­ση και να τσα­κί­σει κάθε επα­να­στα­τι­κή διά­θε­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων. Τα πρω­σι­κά στρα­τεύ­μα­τα αφέ­θη­καν να προ­ε­λαύ­νουν στη Γαλ­λία και στις 19 Σε­πτεμ­βρί­ου άρ­χι­σε η πο­λιορ­κία του Πα­ρι­σιού και τον Δε­κέμ­βριο ο βομ­βαρ­δι­σμός του.

Η πο­λιορ­κία του Πα­ρι­σιού

Η πο­λιορ­κία του Πα­ρι­σιού διέ­λυ­σε μέσα στους επό­με­νους έξι μήνες κάθε αυ­τα­πά­τη περί εθνι­κής ομο­ψυ­χί­ας. Την ώρα που συ­νέρ­ρε­αν στο Πα­ρί­σι εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες πρό­σφυ­γες από τις γύρω επαρ­χί­ες, οι πλού­σιοι αστοί εγκα­τέ­λει­παν την πόλη σφρα­γί­ζο­ντας και τα σπί­τια τους. Τα τρένα στα­μά­τη­σαν να ανε­φο­διά­ζουν με τρό­φι­μα την πρω­τεύ­ου­σα, αφή­νο­ντας εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες φτω­χούς να πα­λεύ­ουν μόνοι τους ενά­ντια στην πείνα. Δεν ελή­φθη κα­νέ­να μέτρο για τη δια­νο­μή των τρο­φί­μων και των ειδών πρώ­της ανά­γκης, οι γυ­ναί­κες στέ­κο­νταν για ώρες σε ουρές για να προ­μη­θευ­τούν λίγο ψωμί ή κάρ­βου­νο θέρ­μαν­σης και έβα­ζαν ενέ­χυ­ρο τα λι­γο­στά τους υπάρ­χο­ντα για να επι­βιώ­σουν. Την ώρα που το μέσο ει­σό­δη­μα μιας οι­κο­γέ­νειας ήταν 2,25 φρά­γκα την ημέρα, δεν μπήκε κα­νέ­να φρένο στην αι­σχρο­κέρ­δεια. Η τιμή της γάτας έφτα­σε στα 6 φρά­γκα, τα πο­ντί­κια κό­στι­ζαν 1 φρά­γκο και οι σκύ­λοι πω­λού­νταν προς 1,5 φρά­γκο ανά λίβρα (πε­ρί­που 450 γραμ­μά­ρια). Οι επί­ση­μοι άπο­ροι που στη­ρί­ζο­νταν στην κρα­τι­κή πρό­νοια για να ζή­σουν έφτα­σαν τους 500.000. Οι πρω­σι­κές οβί­δες σκό­τω­σαν λί­γους σε σχέση με το κρύο ενός ιδιαί­τε­ρα δριμύ χει­μώ­να και τις αρ­ρώ­στιες όπως η ευ­λο­γιά και ο τύφος που άφη­σαν χι­λιά­δες νε­κρούς.

Δεν υπέ­φε­ραν φυ­σι­κά όλοι το ίδιο. Το πο­σο­στό θνη­σι­μό­τη­τας ήταν το δι­πλά­σιο στις φτω­χό­τε­ρες συ­νοι­κί­ες. Από τους πε­ρί­που 65.000 νε­κρούς της πο­λιορ­κί­ας (τρι­πλά­σιοι σε σχέση με τον προη­γού­με­νο χρόνο) οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ανή­καν στις ερ­γα­τι­κές και λαϊ­κές τά­ξεις. Οι πλού­σιοι μπο­ρού­σαν πάντα να βρουν τα εκλε­κτό­τε­ρα εδέ­σμα­τα και οι μαυ­ρα­γο­ρί­τες έβλε­παν τα πλού­τη τους να αυ­ξά­νουν μέρα με τη μέρα. Τα ζώα του ζω­ο­λο­γι­κού που­λή­θη­καν ακρι­βά στα πο­λυ­τε­λή εστια­τό­ρια και όλοι έβλε­παν ποιοι ωφε­λού­νταν από τον πό­λε­μο. Είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το πα­ρά­δειγ­μα ενός Γάλ­λου ναυάρ­χου που δύο βδο­μά­δες πριν από τη συν­θη­κο­λό­γη­ση πα­ρέ­θε­σε δεί­πνο προς τιμήν της και­νούρ­γιας του ερω­μέ­νης με φουά γκρα, με φι­λέ­τα από μο­σχά­ρι και ιπ­πο­πό­τα­μο (όχι του ζω­ο­λο­γι­κού), εκλε­κτά σπα­ράγ­για και στα­φύ­λια και φυ­σι­κά άφθο­νη σα­μπά­νια.

Για τους ερ­γά­τες και τον φτωχό λαό η τα­ξι­κή φύση του πο­λέ­μου έγινε οδυ­νη­ρά φα­νε­ρή. Μόνη σα­νί­δα σω­τη­ρί­ας ήταν η Εθνο­φρου­ρά, ένα ιδιαί­τε­ρο σώμα πο­λι­τών-στρα­τιω­τών, το μόνο σώμα στρα­τού που είχε απο­μεί­νει να υπε­ρα­σπί­ζε­ται το Πα­ρί­σι. Το 1,5 φρά­γκο την ήμερα που λάμ­βα­ναν ως μισθό οι εθνο­φρου­ροί απο­τε­λού­σε το μο­να­δι­κό ει­σό­δη­μα για με­γά­λο κομ­μά­τι της κοι­νω­νί­ας και έτσι από τον Νο­έμ­βριο είχαν κα­τα­τα­γεί πε­ρισ­σό­τε­ροι από 300.000 ερ­γά­τες. Ταυ­τό­χρο­να, η πο­λιορ­κία είχε ανοί­ξει με δια­φο­ρε­τι­κούς όρους την πο­λι­τι­κή συ­ζή­τη­ση στις λέ­σχες που αν­θού­σαν στις φτω­χές συ­νοι­κί­ες. Όταν η κυ­βέρ­νη­ση έκλει­σε τα θέ­α­τρα, χι­λιά­δες κό­σμου άρ­χι­σε να μα­ζεύ­ε­ται σε αυτά ζη­τώ­ντας κα­τα­φύ­γιο από το κρύο και τα με­τέ­τρε­ψε σε κέ­ντρα συ­ζή­τη­σης και ορ­γά­νω­σης. Σε αυτές τις κόκ­κι­νες λέ­σχες, όπως ονο­μά­στη­καν, η ιδέα της Κομ­μού­νας άρ­χι­σε να παίρ­νει σάρκα και οστά. Η ορο­λο­γία υπήρ­χε από νω­ρί­τε­ρα, αλλά μέχρι τον πό­λε­μο και την πο­λιορ­κία ήταν ένα ασα­φές θε­ω­ρη­τι­κό σχήμα που ελά­χι­στη ση­μα­σία είχε για την πλειο­ψη­φία του κό­σμου. Σε αυτές τις συν­θή­κες όμως έγινε το όχημα που επέ­τρε­ψε στους απλούς αν­θρώ­πους να ωρι­μά­σουν πο­λι­τι­κά και να ανα­λά­βουν οι ίδιοι την ορ­γά­νω­ση των ζωών τους. Οι απλοί και τα­πει­νοί άν­θρω­ποι, άντρες και γυ­ναί­κες, άρ­χι­σαν να συ­ζη­τούν και να αντι­πα­ρα­τί­θε­νται με τις ώρες για την άμυνα της πόλης, την τρο­φο­δο­σία, για όλα τα θέ­μα­τα που τους αφο­ρού­σαν. Σε αυτές τις λέ­σχες, οι ερ­γά­τες και οι μι­κρο­α­στοί άρ­χι­σαν να ορ­γα­νώ­νουν τη με­τα­ξύ τους αλ­λη­λεγ­γύη και την προ­στα­σία των πιο αδύ­να­μων, ενώ ταυ­τό­χρο­να έκα­ναν ερά­νους για να εξο­πλί­σουν την Εθνο­φρου­ρά. Πε­ρί­με­ναν ακόμα κά­ποιο σχέ­διο του Τροσί για την απε­λευ­θέ­ρω­ση του Πα­ρι­σιού από τον γερ­μα­νι­κό κλοιό, αλλά η υπο­μο­νή τους όλο και λι­γό­στευε.

Η κυ­βέρ­νη­ση φυ­σι­κά δεν είχε καμία πρό­θε­ση να υπε­ρα­σπί­σει το Πα­ρί­σι. Ο ίδιος ο Τροσί έλεγε πως το να υπε­ρα­σπι­στούν το Πα­ρί­σι θα ήταν τρέλα. Ο πρω­σι­κός στρα­τός στρα­το­πε­δεύ­ει στις Βερ­σα­λί­ες και από εθνι­κός εχθρός έχει γίνει πια τα­ξι­κός σύμ­μα­χος. Μπρο­στά στον πολύ ορατό πλέον κίν­δυ­νο μιας επα­νά­στα­σης, η κυ­βέρ­νη­ση συν­θη­κο­λο­γεί άνευ όρων. Στις 28 Ια­νουα­ρί­ου ανα­κοι­νώ­νο­νται η υπο­γρα­φή της ανα­κω­χής και οι όροι της: κα­τα­βο­λή εντός 15 ημε­ρών 200 εκα­τομ­μυ­ρί­ων φρά­γκων, αφο­πλι­σμός του Πα­ρι­σιού και πα­ρά­δο­ση των οχυ­ρών. Με δε­δο­μέ­νο ότι τόσο η Αυλή όσο και οι τρα­πε­ζί­τες και χρη­μα­τι­στές είχαν βγά­λει τα κε­φά­λαιά τους από τη χώρα, δεν υπήρ­χε καμία αμ­φι­βο­λία για το ποιος θα έπρε­πε να πλη­ρώ­σει αυτές τις πο­λε­μι­κές απο­ζη­μιώ­σεις: οι ερ­γά­τες και οι μι­κρο­α­στοί.

Αυτή η ανα­κω­χή προ­κα­λεί την αγα­νά­κτη­ση και την οργή του λαού του Πα­ρι­σιού και το μέ­γε­θος της προ­δο­σί­ας είναι πλέον φα­νε­ρό. Στις 7 Φλε­βά­ρη, ένα δη­μο­ψή­φι­σμα σχη­μα­τί­ζει μια νέα Εθνο­συ­νέ­λευ­ση με μο­ναρ­χι­κή και συ­ντη­ρη­τι­κή πλειο­ψη­φία, κυ­ρί­ως με την ψήφο των γαιο­κτη­μό­νων και των χω­ρι­κών που πα­ρα­σύ­ρο­νται από τις υπο­σχέ­σεις για ει­ρή­νη. Αυτή η νέα κυ­βέρ­νη­ση με επι­κε­φα­λής τον Θιέρ­σο με­τα­φέ­ρει τις ερ­γα­σί­ες της στις Βερ­σα­λί­ες, προ­σπα­θώ­ντας να εντεί­νει την απο­μό­νω­ση του Πα­ρι­σιού. Αρ­χί­ζει τις προ­σπά­θειες για τον αφο­πλι­σμό της πόλης, οι μι­σθοί της Εθνο­φρου­ράς μειώ­νο­νται, απα­γο­ρεύ­ε­ται η λει­τουρ­γία των λε­σχών και η κυ­κλο­φο­ρία των εφη­με­ρί­δων του Πα­ρι­σιού και απαι­τεί­ται η άμεση κα­τα­βο­λή των ενοι­κί­ων, η πλη­ρω­μή των οποί­ων είχε στα­μα­τή­σει όταν άρ­χι­σε η πο­λιορ­κία.

Η Εθνο­φρου­ρά αντι­στέ­κε­ται. Κατά τη διάρ­κεια του Φλε­βά­ρη ορ­γα­νώ­νο­νται κι­νη­το­ποι­ή­σεις και ένο­πλες δια­δη­λώ­σεις. Τα τάγ­μα­τα αρ­χί­ζουν να εκλέ­γουν τα ίδια τους αρ­χη­γούς τους και σχη­μα­τί­ζε­ται μια Κε­ντρι­κή Επι­τρο­πή, που απο­τε­λεί­ται από ερ­γά­τες και απο­λαμ­βά­νει τη στή­ρι­ξη του συ­νό­λου του πλη­θυ­σμού. Με αφί­σες ανα­κοι­νώ­νει τις προ­θέ­σεις της για συ­νέ­χι­ση του αγώνα, ορ­γα­νώ­νει τη σί­τι­ση και τον εξο­πλι­σμό του πλη­θυ­σμού. Αυτές οι αφί­σες που φέ­ρουν τις υπο­γρα­φές αγνώ­στων και ξα­να­δί­νουν ελ­πί­δα στις ένο­πλες μάζες εξορ­γί­ζουν τον Θιέρ­σο και την κυ­βέρ­νη­ση.

Η μάχη για τα κα­νό­νια

Την 1η Μαρ­τί­ου ο πρω­σι­κός στρα­τός ει­σέρ­χε­ται στο Πα­ρί­σι και στρα­το­πε­δεύ­ει σε ένα μέρος της πόλης που είχε, χάρη στις προ­σπά­θειες της Εθνο­φρου­ράς, εκ­κε­νω­θεί και απο­μο­νω­θεί. Στις 18 Μαρ­τί­ου, στις 3 τα ξη­με­ρώ­μα­τα, ο Θιέρ­σος δια­τά­ζει ένα τμήμα του τα­κτι­κού στρα­τού με τη βο­ή­θεια της αστυ­νο­μί­ας να αρ­πά­ξει τα πε­ρί­που 250 κα­νό­νια που είχαν αγο­ρά­σει με πολ­λές στε­ρή­σεις οι ερ­γά­τες του Πα­ρι­σιού για την άμυνα της πόλης. Η κα­τά­λη­ψη των κα­νο­νιών της Μον­μάρ­τρης και της Μπελ­βίλ γί­νε­ται σχε­τι­κά εύ­κο­λα, αλλά τα άλογα που χρειά­ζο­νται για τη με­τα­φο­ρά τους έχουν κα­θυ­στε­ρή­σει. Το Πα­ρί­σι έχει αρ­χί­σει να ξυ­πνά­ει και οι γυ­ναί­κες μόλις συ­νει­δη­το­ποιούν τι συμ­βαί­νει ορ­μούν στα υψώ­μα­τα για να προ­στα­τέ­ψουν τα κα­νό­νια, ενώ ταυ­τό­χρο­να αρ­χί­ζουν να ει­δο­ποιούν με φωνές και κα­μπα­νο­κρου­σί­ες τους άντρες και την Εθνο­φρου­ρά. Με το φως του ήλιου ο στρα­τός βρί­σκε­ται πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νος από χι­λιά­δες οπλι­σμέ­νους ερ­γά­τες. Οι στρα­τη­γοί Λε­κόντ και Τομά δια­τά­ζουν χωρίς δι­σταγ­μό το στρα­τό να ανοί­ξει πυρ ενα­ντί­ον του λαού. Οι στρα­τιώ­τες αρ­νού­νται να πυ­ρο­βο­λή­σουν τις γυ­ναί­κες και τα παι­διά που έχουν κα­βα­λή­σει κυ­ριο­λε­κτι­κά τα κα­νό­νια και συλ­λαμ­βά­νουν τους στρα­τη­γούς και τους αξιω­μα­τι­κούς. Κομ­μά­τια του στρα­τού τάσ­σο­νται αμέ­σως στο πλευ­ρό της Εθνο­φρου­ράς και το εξε­γερ­μέ­νο πλή­θος κα­τα­λαμ­βά­νει το Δη­μαρ­χείο και υψώ­νει την κόκ­κι­νη ση­μαία. Η εξου­σία πα­ρα­δί­δε­ται στην Κε­ντρι­κή Επι­τρο­πή της Εθνο­φρου­ράς και μέχρι το βράδυ της ίδιας μέρας ελέγ­χει όλο το Πα­ρί­σι.

Προς τις εκλο­γές

Από το βράδυ της 18ης Μάρτη η ατμό­σφαι­ρα στο απε­λευ­θε­ρω­μέ­νο Πα­ρί­σι γί­νε­ται γιορ­τι­νή. Ο λαός του Πα­ρι­σιού νιώ­θει μια πρω­τό­γνω­ρη πνοή ζω­ντά­νιας και ξε­χύ­νε­ται στους δρό­μους. Το Πα­ρί­σι ανή­κει πλέον στους ίδιους τους ερ­γά­τες και τις ερ­γά­τριες, που ανυ­πο­μο­νούν να ανα­λά­βουν τα ηνία. Κα­νείς δεν το κα­τα­λα­βαί­νει αυτό κα­λύ­τε­ρα από την ίδια την Εθνο­φρου­ρά, που παρά τον ηγε­τι­κό ρόλο που είχε παί­ξει στα γε­γο­νό­τα έβλε­πε τον εαυτό της μόνο ως αγ­γε­λιο­φό­ρο και ερ­γα­λείο των αν­θρώ­πων και όχι ως αρ­χη­γό τους. Από την πρώτη στιγ­μή ανα­κοι­νώ­νει την πρό­θε­σή της να ορ­γα­νώ­σει εκλο­γές, ώστε να εκλε­γεί μια δη­μο­κρα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση που θα υπη­ρε­τή­σει το λαό.

Αν αυτό ακού­γε­ται σή­με­ρα πε­ρί­ερ­γο, μια κυ­βέρ­νη­ση να μειώ­νει αντί να αυ­ξά­νει τα προ­νό­μιά της και να μη θέλει να κρα­τή­σει την εξου­σία της, τότε ήταν ρη­ξι­κέ­λευ­θη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ο Θιέρ­σος, ανί­κα­νος να αντι­λη­φθεί το με­γα­λείο αυτής της ιδέας, δια­τά­ζει τον κρα­τι­κό μη­χα­νι­σμό και τους δη­μο­σί­ους υπαλ­λή­λους να απο­χω­ρή­σουν από την πόλη, πι­στεύ­ο­ντας ότι ο όχλος θα πα­ρέ­λυε από την έλ­λει­ψη νόμου και τάξης. Υπό οποιο­δή­πο­τε άλλο κα­θε­στώς αυτό θα ήταν ένα πι­θα­νό σε­νά­ριο, όμως σε αυτή την επα­να­στα­τι­κή κα­τά­στα­ση η ερ­γα­τι­κή τάξη άλ­λα­ξε όχι μόνο τον κόσμο αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό. Σε λίγες μέρες, η Εθνο­φρου­ρά, οι λέ­σχες, τα σω­μα­τεία, ανέ­λα­βαν όλες τις διοι­κη­τι­κές λει­τουρ­γί­ες του κρά­τους και με την ενερ­γή συμ­με­το­χή των ερ­γα­τών/-ριων όλα λει­τούρ­γη­σαν κα­νο­νι­κά ή, σύμ­φω­να με μαρ­τυ­ρί­ες, πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κά από ποτέ. Οι δρό­μοι ήταν κα­θα­ροί, τα θέ­α­τρα άνοι­ξαν και λει­τουρ­γού­σαν κα­νο­νι­κά, τα πάρκα ήταν γε­μά­τα με χα­ρού­με­νους αν­θρώ­πους, πλη­ρώ­θη­καν οι μι­σθοί των εθνο­φρου­ρών, αγο­ρά­στη­καν τρό­φι­μα και μοι­ρά­στη­καν στους αν­θρώ­πους όπως και άλλα είδη πρώ­της ανά­γκης. Εκ­κλη­σί­ες και ξε­νο­δο­χεία με­τα­τρά­πη­καν σε σχο­λεία, νο­σο­κο­μεία και χώ­ρους στέ­γα­σης αστέ­γων. Επι­διορ­θώ­θη­καν και ενι­σχύ­θη­καν τα οχυρά.

Φυ­σι­κά δεν ήταν όλα ρό­δι­να και αρ­μο­νι­κά. Τα προ­βλή­μα­τα ήταν κα­θη­με­ρι­νά και πολλά θα ήταν ανυ­πέρ­βλη­τα ακόμα και χωρίς τη διαρ­κή απει­λή της αντε­πί­θε­σης του Θιέρ­σου και των Πρώ­σων. Οι ερ­γά­τες/-ριες όμως, σε ένα πραγ­μα­τι­κά δη­μο­κρα­τι­κό και συμ­με­το­χι­κό κλίμα, καλ­λιερ­γού­σαν συ­νει­δη­τά τη νο­ο­τρο­πία της ει­λι­κρι­νούς συ­ζή­τη­σης και αντι­πα­ρά­θε­σης. Τα ψέ­μα­τα και οι δι­καιο­λο­γί­ες των δη­μάρ­χων, για πα­ρά­δειγ­μα, που προ­σπα­θού­σαν να κα­θυ­στε­ρή­σουν τις εκλο­γές όχι μόνο δεν ήταν ικανά να τους ξε­γε­λά­σουν, όπως έγινε το Σε­πτέμ­βριο, αλλά τους έκα­ναν ακόμα πιο απο­φα­σι­στι­κούς. Η Εθνο­φρου­ρά ενώ εκτε­λού­σε τα κα­θή­κο­ντά της ήταν σε συ­νε­χή διά­λο­γο με όλες τις επι­τρο­πές.

Οι εκλο­γές έγι­ναν στις 26 Μάρτη σε εορ­τα­στι­κό κλίμα με τη με­γα­λύ­τε­ρη μέχρι τότε συμ­με­το­χή κό­σμου. Όταν δύο μέρες μετά, στις 28 Μάρτη, ανα­κοι­νώ­θη­κε η σύ­στα­ση του Κοι­νο­τι­κού Συμ­βου­λί­ου της Κομ­μού­νας, χι­λιά­δες κό­σμου είχαν κα­τα­κλύ­σει την πλα­τεία και τους δρό­μους γύρω από το Δη­μαρ­χείο και πα­νη­γύ­ρι­ζαν τη νίκη της δη­μο­κρα­τί­ας, τη νίκη της Κομ­μού­νας.

/rproject.gr/

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος