Οι εκλογές που επίσημα πλέον προκηρύχτηκαν χθες (20/8/2015) για τις 20 Σεπτεμβρίου έχουν ένα προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα: το σχηματισμό μιας κυβέρνησης «μεγάλης» εθνικής ενότητας μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ υπό την πρωθυπουργία του Αλέξη Τσίπρα.
Βεβαίως, αυτή η κυβέρνηση θα μπορούσε να έχει σχηματιστεί απευθείας και από την διαλυθείσα βουλή. Η ΝΔ, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ έσχιζαν τα πολιτικά ιμάτιά τους γι’ αυτό. Πίεζαν, κατ’ εξακολούθηση, τον πρώην Πρωθυπουργό να εγκαταλείψει την κυβέρνηση «μικρής» εθνικής ενότητας (ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ, Αριστεροί Οικολόγοι και ακομμάτιστες προσωπικότητες της Αριστεράς) στην οποία προΐστατο χάριν της «μεγάλης» μαζί τους.
Γιατί, λοιπόν ο πρωθυπουργός ακολούθησε την παρακαμπτήρια οδό των εκλογών για να μεταβεί με κόπο και προσπάθεια από την «μικρή» στη «μεγάλη» κυβέρνηση εθνικής ενότητας;
Οι σχετικοί λόγοι που με βεβαιότητα διακρίνονται στη σχετική πρωθυπουργική απόφαση συμπεριλαμβάνουν και τους ακόλουθους:
- Ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης νομίζει ότι ελλείψει ιστορικά «άφθαρτων» αντίπαλων ηγετών και κομμάτων είναι, ακόμα και “τραυματισμένος”, ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στο παρόν και -εάν ευοδωθεί το εκλογικό σχέδιό του για ισχυρή πρωτιά του κόμματός του- και στο μέλλον, εγγύς και απώτερο˙
- Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να αποσείσει πολιτικά την κατηγορία της προμελετημένης προδοσίας (Μνημόνιο 3 + κυβέρνηση εθνικής ενότητας για την εφαρμογή του) που στην περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης «μεγάλης» εθνικής ενότητας από την προηγούμενη βουλή θα του απεύθυναν –και εντελώς δικαιολογημένα- οι πρώην σύντροφοί του και κυβερνητικοί εταίροι του˙
- Ο ηγέτης της πλειοψηφίας της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να συνθλίψει εκλογικά την πολιτική επιρροή της αντιπολιτευόμενης μειοψηφίας της, βλέπε Λαϊκή Ενότητα, με την εκ δεξιών ρεφορμιστική διακυβερνητική πίεσή του και τις εξ αριστερών νεολαιίστικη κινηματική πίεση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αναχωρητική ιδεολογική πίεση του ΚΚΕ.
Ο σχηματισμός «μεγάλης» κυβέρνησης εθνικής ενότητας πρέπει να προκύψει κατόπιν σχετικής λαϊκής εντολής, να επιβληθεί εκλογικά από τους πολίτες, ως ύστατη λύση εθνικής (ευρωσικής) σωτηρίας˙ αυτή είναι συνοπτικά η στρατηγική Τσίπρα.
Όσο πλατύτερο είναι το αντίπαλο «Αντιμνημονιακό Μέτωπο του Όχι» τόσο περισσότερο θα περιθωριοποιούνται κοινωνικά οι υποκείμενες εναλλακτικές πολιτικές που πρεσβεύουν οι φορείς που το συναπαρτίζουν, δηλαδή –πρακτικά- θα ενισχύεται εκλογικά ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ.
Η άνευ αρχών «ενότητα», δηλαδή ο πολιτικός ετεροπροσδιορισμός των μετωπικά συστρατευόμενων, μπορεί εκλογικά να δώσει κυβερνητικές πλειοψηφίες αλλά δεν μπορεί ποτέ να παράξει μετεκλογικά διατηρήσιμη διακυβέρνηση. Αυτό συνέβη στην «πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση» που η ίδια κατέπεσε ενδογενώς σε «αριστερή παρένθεση» σύντομης διάρκειας.
Η διαδοχική κατάρρευση των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ / Τσίπρα σκότωσε την ελπίδα που είχε συστηματικά καλλιεργηθεί στην κοινωνία –αυτή άλλωστε ανέβασε και τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση- για πολιτική κάθαρση του «ελληνικού δράματος» σε χρόνο dt. Η εύηχη πολιτική πρόταση «Ψηφίζω Αριστερά και καθαρίζω μια κι’ έξω με τους τοκογλύφους και τους ντόπιους τοποτηρητές τους» απλώς εξέπνευσε καταπλακωμένη από τα κυβερνητικά συντρίμμια. Μαζί της αποδήμησε και η επαναστατική στρατηγική της «κοινωνικής ανάθεσης στην πρωτοπορία».
Ίσως, όμως, αυτή η εκπνοή να είναι και η επιζητούμενη κάθαρση: δεν υπάρχουν ακόμα, δεν έχουν ακόμα δημιουργηθεί, εμείς δεν έχουμε ακόμα συγκροτήσει τις κοινωνικές –και για την ακρίβεια- ταξικές προϋποθέσεις της πολιτικής λύσης.
Η πραγματική κοινωνική ισχύς της εργατικής τάξης στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, άρα και η εφικτότητα του σοσιαλισμού επίσης και στην Ελλάδα, δεν βρίσκεται ούτε στο μεγάλο, πλειονοτικό, τυπικό πλήθος της, ούτε στην ομοιογένειά της, ούτε στην ιδεολογική στοχοπροσήλωσή της. Βρίσκεται στο πορτοφόλι της και τη συλλογική καταναλωτική, αποταμιευτική και επενδυτική διαχείρισή του που μόνο αυτή από όλες τις τάξεις και κοινωνικά στρώματα του σύγχρονου καπιταλισμού μπορεί να ασκήσει δημοκρατικά μέσω των πολυποίκιλων συλλογικοτήτων που διαθέτει ή / και μπορεί να συγκροτεί.
Στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, η προλεταριακή ταξικοποίηση της εργατικής τάξης συνίσταται στην πολυμορφική οικονομική αυτοοργάνωσή της. Μερικά και τοπικά οι παραγωγικές σχέσεις αλλάζουν ταξικό χαρακτήρα σε διαρκή ανταγωνισμό με τις κυρίαρχες. Η οικονομία είναι συνώνυμο της ταξικής πάλης.
Ας οικοδομήσουμε, λοιπόν, συλλογικά τις οικονομικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού για να επιτρέψουμε να αναδείξουν λειτουργικά τη συμπληρωματική πολιτική πράξη ολοκλήρωσης της επιδιωκόμενης μετάβασης σ’ αυτόν.