Φορτωμένος από τις καθημερινές μικροέγνοιες του βιοπορισμού κατευθύνθηκα σ’ ένα κρητικό στέκι για μια ρακή.
- του Θανάση Μανιφάβα
-Η ρακή, είπε ο ταβερνιάρης, κερασμένη από τον μπάρμπα – Γιάννη, ταυτόχρονα όμως μου έκλεισε το μάτι με νόημα. Πήρα το ποτήρι και πήγα στο τραπέζι του γέροντα, που εκείνη την ώρα ήταν ο μοναδικός θαμώνας. Σε λίγο προσποιήθηκα κάποια δουλειά και πήγα στην κουζίνα.
-Ξέρεις ποιος είναι, με ρώτησε ο ταβερνιάρης.
-Όχι, ποιος είναι;
-Είναι ο Γιάννης ο… δάσκαλος όλων σχεδόν των σημερινών μεγάλων λυράρηδων. Κοντεύει τα εκατό, αλλά τάχει τετρακόσια.
Γύρισα στο τραπέζι και βάλθηκα να τον περιεργάζομαι. Ο ταβερνιάρης τον ρωτούσε συνέχεια για να τον κεντρίζει να μιλάει.
Σε λίγο στο στέκι μπήκε «ο Αντώνης ο…»
Θαυμάσιος λυράρης, μαθητής του μπάρμπα – Γιάννη. Ο Αντώνης άνθρωπος αμίλητος και βαρύς, μόλις είδε τον δάσκαλο, χαμογέλασε πλατιά κι άνοιξε την αγκαλιά του. Αλλά κι ο δάσκαλος, παρά τα χρόνια του, σηκώθηκε να τον υποδεχτεί όρθιος. Είχαν να συναντηθούν τουλάχιστον δυο δεκαετίες. Σε λίγο όμως μιλάγανε σα να συνέχιζαν μια κουβέντα , που την είχαν αφήσει στη μέση από την προηγούμενη μέρα. Καμιά προσπάθεια του χρόνου που είχαν να συναντηθούνε.
Ύστερα από λίγη ώρα ο Αντώνης είπε.
-Δάσκαλε, θα μου κάνεις μια χάρη;
-Ό,τι θέλεις Αντώνη.
-Θα μου παίξεις έναν αυτοσχεδιασμό στη λύρα;
-Να σου παίξω, αλλά θα ναι καλύτερα, λέω, να με συνοδεύσεις κι εσύ με λαγούτο. (Εκτός από λύρα ήξεραν και οι δύο και λαγούτο)
-Κι ίντα λογής αυτοσχεδιασμός θα’ ναι αυτός, που θα παίζουνε δύο;
Να σου πω τι θα κάνουμε: Θα πιούμε μαζί, θα μιλήσουμε μαζί, θα σωπάσουμε μαζί και τέλος θα παίξουμε μαζί.
Κι έτσι έγινε