Η Γιάννα με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας είχαν μπει στη μεγάλη Σάλα και όλοι ηγέρθησαν κατά το πρωτόκολλο.
– Γιάννα μου, ας καθίσουν τα παιδιά, είπε χαμηλόφωνα η Πρόεδρος και απευθυνόμενη προς όλους, είπε χαμογελαστά και σκερτσόζικα, μπορείτε να με φωνάζετε Κατρίν.
– Ωωω Κατρίν, τι μου λέτε, απόρησε και θαύμασε συνάμα ο Κούλης που από έξη μηνών στο Παρίσι, έκανε αντίσταση, ενάντια στην Αμερικανοκίνητη χούντα.
– Βεβαίως Κατρίν ότι έχω σπουδάσει στη Γαλλία κι έτσι καθιερώθηκα στους εκεί κύκλους, καταλαβαίνετε.
– Εμένα, όταν μίλησα στο Λευκό καπιτώλιο, με φώναζαν Αλ6, πετάχτηκε ο Τσίπρας.
– Εσένα ποιος σε ρώτησε, τον έκοψε απότομα ο Κούλης.
– Μα εγώ νόμιζα ότι σας φωνάζουν Κατερίνα, είπε με κάποια έκπληξη η Γιάννα απευθυνόμενη προς την Πρόεδρο.
– Κατερίνα, ναι έτσι με φώναζαν μικρούλα και μάλιστα κάποια στιγμή ο μπαμπάς που με λάτρευε κι είχε άπειρες γνωριμίες έδωσε οδηγίες στον Ανεμοδουρά και εξέδωσε ένα κοριτσίστικο περιοδικό, το περιοδικό «Κατερίνα», προς τιμή μου.
– Μα αλήθεια το περιοδικό «Κατερίνα» είχε δημιουργηθεί για σένα, ρώτησε με θαυμασμό η Θεανώ Φωτίου, που τότε το μελετούσε εξαντλητικά για να μαθαίνει τους τρόπους φλερτ της μεταπολίτευσης. Βέβαια απεχθανόταν οπουρτουνιστικά κοριτσίστικα περιοδικά όπως η Μανίνα.
– Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ο Πασχάλης, είχε πει για μένα το τραγούδι «Κατερίνα, Κατερινάκι» του Ρακιτζή και της Μουτσάτσου, αλλά άργησαν να το ηχογραφήσουν.
– Άραγε τι σχέση έχει αυτό το τραγούδι με το 1821, που ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε την επέτειο των 200 χρόνων του, ρώτησε η Γιάννα.
– Το τραγούδι είναι παραλλαγή σχετικού δημώδους των επαναστατικών χρόνων κι αρχικά έλεγε «Μπουμπουλίνα, Μπουμπουλινάκι» που το τραγουδούσε ο Μπούμπουλης, τρίτος σύζυγος της Λασκαρίνας, είπε με απόλυτη σιγουριά η Πρόεδρος Κατρίν.
– Τώρα που το λέτε κυρία Πρόεδρε, ναι, θυμάμαι που όταν ο Καμένος ως υπουργός Εθνικής Άμυνας, μετά από εντολή του Πρωθυπουργού Αλέξη, είχε απονείμει τον τίτλο της Υποναυάρχου επί τιμή στη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, τραγουδούσε συνέχεια το «Μπουμπουλίνα, Μπουμπουλινάκι», πετάχτηκε ο Βίτσας που δε μπορούσε να πει το ρ απ’ τα πολλά τσίπουρα.
Ενώ αυτά διαμείβονταν μεταξύ της Προέδρου και της Γιάννας, μια μουρμούρα που όλο και εντείνονταν, «πότε θ’ αρχίσουμε, γιατί αργούμε;», ενόχλησε την οικοδέσποινα Γιάννα.
Με ύφος επίσημο και κινήσεις στιβαρές η Γιάννα πλησίασε τo μικρόφωνο και είπε,
«Κυρίες και κύριοι, είμαστε σχεδόν έτοιμοι να αρχίσουμε την πρόβα τζενεράλε για τη μεγάλη γιορτή της επετείου των 200 ετών από την εθνεγερσία του 1821. Όμως περιμένουμε ακόμα των κορυφαίο αξιωματούχο της χώρας, τον ύπατο αρμοστή τον εκ Φραγκφούρτης ορισμένο Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κύριο, κύριο Στουρνάρα, ότι αυτός αναγνωρίζεται απ’ τη μεγίστη Τράπεζα ως ο σύγχρονος άναξ της χώρας μας.
Όμως δε θέλω να παρεξηγηθώ, ο άναξ είναι τυπικά ο ανώτερος όλων! Στην ουσία ξέρετε πως τα μεγάλα βάθρα της δημοκρατίας στη χώρα μας είναι οι μεγάλοι καναλάρχες που έχουν βέβαια κι άλλες δραστηριότητες, όπως επιχειρήσεις παντός είδους, ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρίες και βέβαια τράπεζες. Οι μεγάλοι καναλάρχες είναι αγαπημένοι μεταξύ τους και φροντίζουν για το καλό του έθνους και της πατρίδας και γι’ αυτό λένε τα ίδια στα Δελτία ειδήσεων και δε διαφωνούν ποτέ, ακόμα κι όταν διαφωνούν. Μάλιστα είναι τόσο αγαπημένοι που έχουν προσλάβει από κοινού τον κύριο Στουρνάρα για οδηγό τους στις οικουμενικές εορτές του έθνους.»
Όλοι κατάλαβαν πως έπρεπε να εξέλθουν στην αυλή του Μελάθρου να υποδεχτούν τους μεγάλους.
Η Γιάννα με την Κατρίν και πίσω τους οι Κούλης, Τασούλας και Αλ6 βγήκαν στην αυλόπορτα να επιβεβαιώσουν την υποταγή τους. Εξ άλλου ο Κούλης το είχε δηλώσει, ότι εφαρμόζει ταξική πολιτική και κανένας δε διαφώνησε.
Ένα σχολικό πουλμανάκι κατέφτασε με οδηγό το Γιάννη Στουρνάρα , που κατέβηκε γρήγορα για να ανοίξει την πόρτα και να φροντίσει για την κάθοδο των επιβαινόντων.
Άρχισαν να κατεβαίνουν οι φουστανελοφορεμένοι οικονομικοί μεγαλοπαράγοντες της Ελλάδας , που παρίσταναν τους Ζαΐμη, Πετιμεζά, Κολοκοτρώνη, Ανδρούτσο, Διάκο και Καραϊσκάκη.
Ο Στουρνάρας τους σύναξε και τους στοίχισε κι όλοι άρχισαν να διατρανώνουν τα επαναστατικά συνθήματά τους, όπως «Καλύτερα για πάντα κονόμα και ζωή, παρά σαράντα μέρες με μέτριο πουγκί».
Ο Στουρνάρας τους έκανε νεύμα, κι άρχισε το λογύδριό του,
«Κουρεμένοι κατάδικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα. Kαι θα αδειάσουν όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν, για να βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λογιών εμφιαλωμένη φύση. Και θα ’ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα για τους πολλούς, μα για μας τους έχοντες και κατέχοντες χρόνια ευτυχίας και πλούτου. Και τον πρώτο λόγο του ο μέγιστος τοκογλύφος θα πει, ν’ αψηλώσουν τα χόρτα κι ο Έλληνας πολίτης στο πλάι του σαν ελπίδα για τόκους θαρθεί. Και πάλι θα μισήσει τον Έλληνα πολίτη και θα τον πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβει το μίσος μας για τον Έλληνα πολίτη εκδίκηση, και θα σπείρουμε χρεωμένες γενεές στους αιώνες των αιώνων. Αυτήν την Ελλάδα ονειρευόμαστε, αυτήν την Ελλάδα σας υποσχόμαστε! Εμπρός λοιπόν!»
(…συνεχίζεται)