Αφού ταχτοποιήθηκαν στις θέσεις άπαντες, πολιτειακή, θρησκευτική, πολιτική, στρατιωτική, δικαστική ηγεσία και πρωτίστως άναξ και συντροφία τραπεζιτών(τοκογλύφων ούτως ειπείν), καναλαρχών και μεγαλομετόχων ΠΑΕ , η Γιάννα προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή της πλησίασε το κεντρικό μικρόφωνο της μεγάλης σάλας, κρατώντας ένα επαναστατικό τεφτέρι, μην τυχόν και παραλείψει στις προσφωνήσεις της κάποιο απ’ τα μεγάλα κεφάλια.
«Αφεντάδες μου και Αφέντη μου Άνακτα, Μεγαλειωτάτη Κατρίν, Πρωθυπουργάκο μου Κούλη, κύριε Πρόεδρε της βολής, Ομπρελοφορεμένε Πρόεδρε των ΡΕΝΕ- ΓΕΦΥΡΟΠΟΙΩΝ της αγεφύρωτης αξιωματικής αντιπολίτευσης κλπ δημοκρατικές-και όχι μόνο-δυνάμεις, σας καλωσορίζω στο αποψινό πάρτι μου, όπου θα γιορτάσουμε για τα εκατομμύρια που έχω εισπράξει και που εισπράττω και θα στο διηνεκές από το Ελληνικό Δημόσιο ως αποζημίωση γιατί θα προσποιηθώ αξιόπιστα πως αγαπώ την Ελλάδα και την Ιστορία του Έθνους μας. Για να μην ξεχνούν οι παλαιότεροι…»
– Μπαμπά σήκω ν’ ακούσεις, για σένα μιλάει η οικουμένη, φώναξε σπαραχτικά η Ντόρα
– Τάμαθες τα νέα πατέρα, τάμαθες τα νέα πατέρα, ρωτούσε και ξαναρωτούσε συγκινημένος ο Γιώργος.
«-Παρακαλώ όσα παιδάκια δεν μπορούν να είναι πειθαρχημένα και ικανά να αρθούν στο ύψος των στιγμών, ας βγουν έξω να παίξουν», είπε αυστηρά η Γιάννα και συνέχισε,
«Επαναλαμβάνω, για να μην ξεχνούν οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι!»
Η Κεραμέως χειροκρότησε θερμά καθ’ υπόδειξιν του Ξηρομερίτη γλωσσομάστορα Γιώργου Μπαμπινιώτη.
«Από πάντα οι γονείς μου διατηρούσαν σχέσεις με όλους τους Πασάδες και τους Μπέηδες. Έτσι λοιπόν είχαν σχέσεις και με το Μπέη των Αθηνών Κατσίμ Μπέη, πατέρα του ξακουστού Σελήμ Μπεη, που η δημοτική μούσα τοποθέτησε στη θέση που του αξίζει.»
– Ας μην ήμουν εγώ Δήμαρχος και θα σου έλεγα τι θα είχε κάνει η Δημοτική μούσα, πετάχτηκε όλο κόρδωμα ο Κωστάκης ο Μπακογιάννης, διακόπτοντας τη μεγάλη Επετειολόγο Γιάννα .
«-Σου είπα να βγάλεις τα παιδάκια έξω, είπε αντανακλαστικά η Γιάννα», κοιτώντας αυστηρά το Χαρδαλιά.
Ο Χαρδαλιάς αμέσως μάζεψε το Δήμαρχο να τον βγάλει στην αυλή να παίξει με τα άλλα παιδιά κι ο Κούλης έλεγε στο ανήψι του με νοήματα, «θα σου τις βρέξω».
Η Γιάννα ξαναβρήκε τον ειρμό της και συνέχισε τη βαρυσήμαντη ομιλία της.
«Το καλοκαίρι του 1810 οι γονείς μου με έστειλαν από το Ηράκλειο Κρήτης , να περάσω για λίγες μέρες με την οικογένεια του Κατσίμ Μπέη.»
-Μα πως ζει τόσα πολλά χρόνια, αναρωτήθηκε ψιθυριστά η Μάρεβα Γκραμπόφσκι στο αφτί του Κούλη, μα ο Κούλης της έγνεψε να σωπάσει.
– Φαντάσου πόσα lifting έκανε, σχολίασε η ερίτιμος Περιστέρα κι ο Αλ6 χαμογέλασε.
«Όπως καταλαβαίνετε μεταξύ εμού και του εικοσάχρονου πανέμορφου Σελήμ (Μπέη) γιου του Κατσίμ Μπέη ανεπτύχθη ένα ειδύλλιο, αλλά ο Σελήμ αξιοπρεπής δε με παρενόχλησε, διότι τότε ετοιμαζόμουνα για τη Νομική και διάβαζα Πλάτωνα κι έτσι αυτός ο έρωτας έμεινε πλατωνικός.
Λίγες μέρες μετά ο Κατσίμ Μπέης με έστειλε με άμαξα ανοιχτή στο φίλο του και φίλο των γονιών μου στην Πάτρα, στον Ουλάκ Μπέη ή Ουλάκμπαση για διακοπές. Μια μέρα είδα απ’ το παράθυρό μου να περνάει ένα καβαλάρης φουστανελάς με χυτά μαλλιά και με μιας συγκλονίστηκα. Την άλλη μέρα ξαναπέρασε, όπως και όλες τις επόμενες μέρες.
Ένα βράδυ που βασανιζόμουνα με τη σκέψη αυτού του απίστευτου καβαλάρη, αποφάσισα πως το επόμενο πρωί πρέπει να βγω στη στράτα, να τον δω από κοντά, να του μιλήσω. Όταν το άλλο πρωϊνό τον αντίκρισα από μακριά, βγήκα στη στράτα, τάχα για αμέριμνο περπάτημα, μα μόλις άκουσα τις οπλές του αλόγου να με ζυγώνουν προδόθηκα και έστρεψα με λαχτάρα προς τον καβαλάρη φουστανελά και τα μάτια μου κρεμάστηκαν απ’ τα δικά του.
– Άρχοντά μου καλημέρα, του είπα κι ένιωσα να κοκκινίζω
– Καλημέρα της αφεντιάς σου, μα δεν είμαι άρχοντας, μου αποκρίθηκε με καθάρια και δυνατή φωνή.
– Με λένε Γιάννα, του είπα ντροπαλά χαμηλώνοντας τα μάτια μου.
– Χαίρομαι που απαντώ στη στράτα μου μια Ρωμιά, μου είπε και συμπλήρωσε, εμένα με λένε Θοδωρή.»
– Μα είναι τόσο χρονών ο Αγγελόπουλος; Σχολίασε η Δάφνη Σημίτη;
– Δε μιλάει γι’ αυτόν το Θοδωρή, της ψιθύρισε ο Σημίτης.
«Μόλις άκουσα το όνομά του, έλιωσα κι έπεσα ημιθανής», συνέχισε την ομιλία της η Γιάννα, «και ξαφνικά βρέθηκα ξαπλωμένη στα μπράτσα του Θοδωρή, που σαν αστραπή είχε σαλτάρει απ’ τον ψαρή του και προσπαθούσε να με συνεφέρει, βρέχοντας το πρόσωπό μου με νερό απ’ το ματαρά του.»
– Για το Θοδωρή Ρουσόπουλο πρόκειται, είπε με σιγουριά στο στον Αντώναρο η Κατερίνα Παπακώστα.
– Δεν φημίζεται για τις αστραπιαίες κινήσεις του ο Ρουσόπουλος, μάλλον στον Ζαγοράκη αναφέρεται η Επετειολόγος Γιάννα, απάντησε ο Αντώναρος.
– Για όποιον Θοδωρή θέλει ας αναφέρεται, αρκεί αυτός να μην είναι ο Δρίτσας, επενέβη απότομα η Τασία Χριστοδουλοπούλου, φανερά ζηλεύοντας.
« Μόλις συνήλθα είδα δυο μάτια έντονα και γενναία να κοιτούν βαθιά μεσ’ στα δικά μου μάτια. Ένα περιποιημένο μουστάκι τόνιζε ακόμα περισσότερο την αρρενωπότητα του φουστανελά Θοδωρή κι τ’ ανοιχτόχρωμο φέσι του φώτιζε το πρόσωπό του και ομόρφαινε τα πλούσια μαλλιά του κι εγώ έλιωνα.
– Που πηγαίνεις κάθε μέρα και περνάς από δω τον ρώτησα;
– Πηγαίνω και κάνω φροντιστήρια Αγγλικών, γιατί έχω κάνει αίτηση να με προσλάβουν στον Εγγλέζικο στρατό, στα Επτάνησα και ίσως πολύ σύντομα με καλέσουν στη Ζάκυθο, μου απάντησε ο Θοδωρής.»
– Είναι τρελή, εννοεί τον Κολοκοτρώνη, είπε ο μέγας ερωτικός Τατσόπουλος στρεφόμενος προς το μέγα αμπελοφιλόσοφο Ράμφο.
– Είναι το φαινόμενο της «μεταφοράς», ένδειξη ότι η κυρία Επετειολόγος ζει δυνατά τα ιστορικά γεγονότα, παρατήρησε ο Ράμφος.
– Που πας Ιωάννα ωραία σαν μύθος κι ολόισια στο πάθος σου κολυμπάς, έψαλε ο νεοδεξιός πρωτοψάλτης Σαββόπουλος χαϊδεύοντας τη γενειάδα του ως ανανήψας Αλή Πασάς!
(…συνεχίζεται)