Κίνδυνος διολίσθησης σε βαθύτερη ύφεση

Κίνδυνος διολίσθησης σε βαθύτερη ύφεση

  • |

Η έκθεση-βόμβα του γραφείου της Βουλής για την παρακολούθηση της εκτέλεσης του κρατικούπροϋπολογισμού για το τρίμηνο Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2015, κάνει λόγο για πλήρη εκτροχιασμό της ελληνικής οικονομίας από τις αρχές του 2015 και για «υπαρκτό κίνδυνο να διολισθήσει η χώρα σε βαθύτερη ύφεση ή και σε μακροχρόνια στασιμότητα».

«Συνολικά, η έστω μετρίως θετική πορεία που καταγράφηκε το 2014 και τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2015 έχει αναστραφεί. Ο υπαρκτός κίνδυνος είναι η χώρα να διολισθήσει σε βαθύτερη ύφεση ή και σε μια μακροχρόνια στασιμότητα» αναφέρεται χαρακτηριστικά στα συμπεράσματα ενώ ξεχωριστά κεφάλαια αφιερώνονται για την επιστροφή στην ύφεση, την αύξηση της ανεργίας, την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, την μείωση των εξαγωγών και την πλήρη αβεβαιότητα λόγω των πολιτικών αντιφάσεων στον τομέα των μεταρρυθμίσεων.

«Τα προβλήματα εφαρμογής που καταγράφονται (π.χ. ΦΠΑ στην εκπαίδευση, «κόκκινα» δάνεια, ιδιωτικοποιήσεις κ.ά.) δείχνουν ότι η οικονομική φιλοσοφία του Μνημονίου συχνά αμφισβητείται στην πράξη, πράγμα που τροφοδοτεί την αβεβαιότητα» αναφέρεται σε άλλο σημείο.

Οι διαφορές του Μνημονίου ΙΙΙ με τα προηγούμενα

Οι συντάκτες υποστηρίζουν ότι η βασική διαφορά του τρίτου μνημονίου σε σχέση με τα προηγούμενα είναι πως το νέο πρόγραμμα είναι εμπροσθοβαρές καθώς το 56% του Μνημονίου θα πρέπει να έχει εφαρμοστεί εως το τέλος του 2015 και η βασική του ομοιότητα ότι περιλαμβάνει οριζόντια μέτρα όπως η αύξηση του ΦΠΑ.

«Το τρίτο Μνημόνιο έχει δύο ουσιώδεις διαφορές από τα δύο προηγούμενα, αλλά και μία ομοιότητα.

-Το τρίτο Μνημόνιο είναι εμπροσθοβαρές ως προς τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή το σύνολο σχεδόν των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων (περίπου 233) θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον προσεχή Ιούνιο του 2016. Ειδικότερα, οι 127 ενέργειες ή αλλιώς το 56% του Μνημονίου θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή μέχρι το τέλος του 2015 (βλ. Πα- ράρτημα Ι), ενώ συνολικά το 80% πρέπει να εφαρμοστεί μέσα στους 10 πρώτους μήνες από την έναρξή του (έως τον Ιούνιο του 2016). Επιπλέον, ένα 30% ή αλλιώς το 1/3 περίπου των μέτρων αποτελούν προαπαιτούμενα για την εκταμίευση δόσεων. Το ΓΠΚΒ εκτιμά ότι το πρόγραμμα είναι πολύπλοκο και φιλόδοξο. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει «αγώνα δρόμου» για την εφαρμογή του και η δημόσια διοίκηση να δείξει διαχειριστική επάρκεια για ένα τόσο δύσκολο έργο. Οι μεταρρυθμίσεις θα εφαρμοστούν σε ένα περιβάλλον ύφεσης, καθώς το δεύτερο εξάμηνο του έτους αναμένεται να είναι χειρότερο σε σχέση με το πρώτο» σημειώνει η έκθεση και συνεχίζει «το εξάμηνο αυτό θα αντανακλά με χρονική υστέρηση όλες τις συνέπειες των προηγούμενων αρνητικών εξελίξεων, όπως οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων, η αβεβαιότητα, η επενδυτική άπνοια κ.λπ. Η διεθνής εμπειρία μας δείχνει ότι η επιτυχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων είναι πολύ πιο δύσκολη σε περιβάλλον ύφεσης.

-Το τρίτο Μνημόνιο βασίζεται σε περισσότερο ρεαλιστικούς στόχους σχετικά με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων (-0,25% ΑΕΠ το 2015, +0,5% ΑΕΠ το 2016, +1,75% το 2017 και +3,5% το 2018). Τα μεγέθη αυτά είναι σαφώς χαμηλότερα από τα μεγέθη που είχαν τεθεί στο παρελθόν και που υπάρχουν ακόμη στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2015-18 (2,5% για φέτος, 3,5% για το 2016, 4,6% για το 2017 και 5,3% για το 2018). Σε απόλυτα μεγέθη, για το 2017 και για το 2018 αναμένονταν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους €9,4 δισ. και €11,5 δισ. αντιστοίχως. Ήδη από τον Απρίλιο του 2014, το ΓΠΚΒ επισήμανε ότι τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων. Υποδείκνυε, επίσης, την ανάγκη αναθεώρησης προς τα κάτω των φιλόδοξων αυτών στόχων. Υπάρχουν μόνο λίγα παραδείγματα που αναπτυγμένες χώρες (π.χ. η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία) ήταν σε θέση να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους και πάντως ο μέσος όρος αυτών των πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,1%, πολύ χαμηλότερος από εκείνα του ΜΠΔΣ 2015-18. Η μείωση του στόχου για συνεχώς αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα (ως % ΑΕΠ) τα επόμενα χρόνια, κατέστη αναπόφευκτη, καθώς η οικονομία έχει εκ νέου εισέλθει σε ύφεση. Θα επιτρέψει να εφαρμοσθεί χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική και έτσι να συμπιεσθεί λιγότερο η ζήτηση, να αντιμετωπισθούν κάποια κοινωνικά προβλήματα ή να αρθούν αδικίες.

-Τέλος, η ομοιότητά του με τα προηγούμενα είναι ότι το τρίτο Μνημόνιο περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις, που εκκρεμούν από το παρελθόν και δημοσιονομικά μέτρα, πολλά εκ των οποίων, είναι οριζόντια (π.χ. αύξηση του ΦΠΑ) και επιτείνουν την ύφεση. Διάφορες παρεμβάσεις σχετίζονται με αυξημένη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, είτε με νέους φόρους, π.χ. για τους αγρότες, τους γονείς με παιδιά σε φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία κλπ. είτε με συνέχιση της εφαρμογής των ήδη γνωστών φόρων (π.χ. ΕΝΦΙΑ), που γίνονται περισσότερο επαχθείς, καθώς τα εισοδήματα πέφτουν. Σε γενικές γραμμές, τα φορολογικά μέτρα έχουν αποφασισθεί χωρίς να εκτιμάται το γεγονός αν μπορούν να εφαρμοστούν, πού μπορούν να εφαρμοστούν, τί επιπτώσεις θα έχουν αν εφαρμοστούν και, βεβαίως, τί επιπτώσεις θα έχουν εάν δεν εφαρμοστούν από όλους. Έτσι, για παράδειγμα, ένας επιχειρηματίας που πληρώνει τους φόρους και τις εισφορές του καθίσταται αυτομάτως λιγότερο ανταγωνιστικός σε σχέση με κάποιον άλλον του ίδιου κλάδου που φοροδιαφεύγει. Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι εξαντλείται πλέον η φοροδοτική ικανότητα των συνεπών πολιτών, ενώ οι αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών και ενδεχομένως νέοι φόροι μπορεί να ενισχύσουν τη φοροδιαφυγή».

Υφεση 2,3% φέτος και 1,3% το 2016
Κατά το προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2016, ως το τέλος του έτους θα έχει καταγραφεί ύφεση -2,3 % και, για το 2016 -1,3 %.3 Αυτό μεταφράζεται σε συρρίκνωση του εγχώριου εισοδήματος στα €173 δισ., από €179 δισ. το 2014.
Εντοπίζεται, εξάλλου, ότι από τον Σεπτέμβριο 2015 αυξάνεται πάλι η ανεργία και η μερική απασχόληση, ενώ δυσμενής ήταν και η πορεία των ελληνικών εξαγωγών το πρώτο εξάμηνο του 2015 και της βιομηχανικής παραγωγής, που υπέστη σοβαρά πλήγματα εξαιτίας των ελέγχων κεφαλαίου. Μάλιστα στην έκθεση προβλέπεται ότι η μείωση των εξαγωγών αναμένεται μεγαλύτερη για το δεύτερο εξάμηνο λόγω των επιπτώσεων των κεφαλαιακών ελέγχων. Ωστόσο, η επιτάχυνση του ΕΣΠΑ, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η αναμενόμενη δόση των €3 δισ., μετά την αξιολόγηση των θεσμών, εκτιμάται ότι μπορούν να συμβάλουν στην ταχύτερη ανάσχεση της κρίσης.
Μικρό το όφελος από τον ΦΠΑ στα νησιά
Κατά το Γραφείο Προϋπολογισμού το όφελος από ενέργειες όπως η αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ στα νησιά «σε σχέση με την αναστάτωση που δημιουργεί η εφαρμογή του, είναι πολύ μικρό». «Ακόμα και αν υιοθετήσουμε την αισιόδοξη πρόβλεψη των παραγόντων του Υπουργείου Οικονομικών που έγινε το 2010, με βάση τα δημοσιονομικά έσοδα και το ΑΕΠ του 2010 (πολύ υψηλότερο από το ΑΕΠ του 2013 ή του 2015), τα μέγιστα επιπρόσθετα έσοδα από την κατάργηση των μειωμένων συντελεστών Φ.Π.Α. στα νησιά του Αιγαίου δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα € 250 εκατ.», εκτιμάται. Όπως διευκρινίζεται «τα έσοδα αυτά είναι περίπου το 25% των εσόδων, τα οποία θα μπορούσαν να εισπραχθούν από τη μείωση της φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και παραοικονομίας μόνο στην περιφέρεια της Αττικής, που παράγεται περίπου το 45% του ΑΕΠ της χώρας».
Έτσι, παρατηρείται ότι «η κάθε προσπάθεια για αύξηση των φορολογικών εσόδων από ΦΠΑ θα πρέπει να προσανατολιστεί περισσότερο στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, μέσω της δημιουργίας ενός βέλτιστου φοροεισπρακτικού μηχανισμού (καταπολέμηση διαφθοράς, αναδιάρθρωση, κάλυψη κενών θέσεων)». Ωστόσο, «ο εξορθολογισμός των μειωμένων συντελεστών σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις (π.χ. καθιέρωση κανονικού συντελεστή 23% στα πλέον τουριστικά νησιά) και η επανεξέταση ορισμένων εξαιρέσεων αγαθών και υπηρεσιών από Φ.Π.Α, δεν θα ήταν προς τη λανθασμένη κατεύθυνση». Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «ένα προσεχτικά σχεδιασμένο φορολογικό σύστημα μπορεί να έχει πολύ σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία μιας χώρας, μπορεί να βοηθήσει στη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών, να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη, την εργασία και την ανταγωνιστικότητα, καθώς και σε μια δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος». «H περαιτέρω αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε αυξημένα έσοδα σε περιόδους ύφεσης στις οποίες τόσο τα νοικοκυριά, όσο και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα χρηματοδότησης και ρευστότητας», υπογραμμίζεται
Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος