Οι αστερίσκοι της Κομισιόν

Οι αστερίσκοι της Κομισιόν

  • |

Ενώ οι αγορές πλέουν ακόμη σε πελάγη ευτυχίας για το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου, προεξοφλώντας τουλάχιστον την επανάληψή του στις 25 Ιουνίου, η ευφορία τους έχει συμπεριλάβει και την αξιολόγηση του ελληνικού χρέους, θεωρώντας βέβαιο το ενδεχόμενο αναβάθμισής του σε προσεχή αξιολόγηση, έστω κι αν αυτή δεν έλθει πριν από τις εκλογές, στην επικείμενη αξιολόγηση από τη Fitch.

Γιάννης Κιμπουρόπουλος

Βεβαίως, μια προσεκτική ματιά στη διακύμανση των αποδόσεων του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου δείχνει ότι μετά την εντυπωσιακή εκλογική επίδοση της Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη την προπερασμένη Κυριακή δεν καταγράφηκε κάποια θεαματική διαφοροποίηση. Η μεν απόδοση μένει κάτω από το 4% (περί το 3,90%) και σταθερά κάτω από του ιταλικού δεκαετούς ομολόγου (4,37%), το δε spread έναντι του γερμανικού ομολόγου παραμένει στο 1,39%.

Η αλήθεια είναι ότι, με δεδομένη τη συμφωνία του 2018 για τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, ουδείς, ούτε οι επενδυτές του κρατικού χρέους, ούτε οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν σοβαρούς λόγους ανησυχίας μέχρι και το 2031, διάστημα στο οποίο οι ετήσιες υποχρεώσεις εξόφλησης του ελληνικού χρέους, που κατά 80% ανήκει στους Ευρωπαίους δανειστές (ESM), είναι κάτω του 10% του ΑΕΠ.

Αυτός είναι και ο λόγος που στην τελευταία έκθεση μετα-προγραμματικής εποπτείας της Ευρ. Επιτροπής, που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα, η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους δεν αποπνέει ανησυχία για το εγγύς μέλλον. «Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης αναμένεται να μειωθούν σε περίπου 10% του ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα (δηλαδή κατά την περίοδο 2023-2024)», λέει η έκθεση της Ευρ. Επιτροπής, που σημαίνει ότι οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι του χρέους είναι χαμηλοί.

Ωστόσο, λίγες γραμμές πιο κάτω, και παρά την προφανή πρόθεση της Ευρ. Επιτροπής να μη φέρει πολιτικά σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση, μετά την εκλογική επιτυχία της και προ της προσδοκούμενης επόμενης, ο τόνος αλλάζει. «Οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι του ελληνικού χρέους εμφανίζονται συνολικά υψηλοί» και ακόμη «το υποθετικό διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ (για την εξυπηρέτηση του χρέους) φαίνεται φιλόδοξο σε σύγκριση με προηγούμενες δημοσιονομικές επιδόσεις, υποδηλώνοντας περιορισμένο περιθώριο δράσης πολιτικής».

Πίσω από την «αργκό» των Βρυξελλών βρίσκεται μια πιο απτή προειδοποίηση: την περίοδο μέχρι το 2033 οι ετήσιες ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους ανεβαίνουν τουλάχιστον στο 11,5% του ΑΕΠ, ενώ σε περίπτωση «απρόβλεπτων γεγονότων» δεν αποκλείεται μια αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ μέχρι το 2027 πάνω από τα σημερινά επίπεδα (171%).

Ετσι, ενώ η κυβέρνηση έσπευσε να πανηγυρίσει το βασικό σενάριο μείωσης του χρέους την προσεχή τετραετία κάτω από το 150% του ΑΕΠ, είναι αξιοσημείωτο πως η ανάλυση της Ευρ. Επιτροπής δίνει και ένα 10% πιθανότητα μιας αντίστροφης εξέλιξης. Τι μπορεί να οδηγήσει σε αυτή την «εκτροπή», κατά την Ευρ. Επιτροπή; Μια αύξηση των επιτοκίων κατά 5,9 ποσοστιαίες μονάδες ή ένα χαμηλότερο από το 2,1% πρωτογενές πλεόνασμα.

Κι όλα αυτά διατυπώνονται χωρίς καν να ξέρουμε με ποιους κανόνες και ρυθμούς μείωσης του χρέους πρέπει να πορευτούν οι χώρες της ευρωζώνης από του χρόνου, υπό το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, για το οποίο η Γερμανία δεν έχει πει ακόμη την τελευταία λέξη της.

efsyn.gr/

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος